«Επιστήμη χωρίς συνείδηση δεν είναι παρά καταστροφή της ψυχής».(Φρανσουά Ραμπελέ)
Ο σύγχρονος άνθρωπος και ιδιαίτερα οι ειδικοί (γνώστες – κάτοχοι της επιστημονικής γνώσης) στέκονται με ανάμεικτα συναισθήματα απέναντι στα τελευταία επιτεύγματα της επιστήμης. Από τη μία πλευρά θαυμάζουν τα προϊόντα του ανθρώπινου νου κι από την άλλη αρχίζουν να προβληματίζονται για το μέγεθος, τον τρόπο χρήσης και τη δυνατότητα ελέγχου αυτών των επιτευγμάτων. Ο άνθρωπος για πρώτη φορά αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την πρόοδο της επιστημονικής σκέψης και προβληματίζεται έντονα από τις ανακαλύψεις στο χώρο της γενετικής.
Πολλοί δε, είναι εκείνοι που άρχισαν να μιλούν για την «όγδοη μέρα της δημιουργίας», υπονοώντας την ικανότητα του ανθρώπου να δημιουργεί ζωή. Το θαυμασμό και τις φοβίες για τη χρήση της επιστημονικής γνώσης συνοδεύουν ερωτήματα που σχετίζονται με τα «όρια» της γνώσης, με την «ευθύνη» του επιστήμονα και με τη δυνατότητα – αναγκαιότητα – σκοπιμότητα επιβολής ενός «ηθικού κώδικα» στην επιστημονική γνώση.
Ερωτήματα – Διλήμματα
Ερώτημα Α΄ – «Τα όρια της γνώσης»: Μέχρι πού επιτρέπεται ο άνθρωπος να φθάσει; Υπάρχουν όρια στη γνώση; Μπορούν και πρέπει να τεθούν όρια στη γνώση και στην έρευνα;
Ερώτημα Β΄- «Η ευθύνη του επιστήμονα – επιστήμης»:Σε ποιο βαθμό μπορούμε να ενοχοποιήσουμε τον επιστήμονα για τα επιτεύγματα της επιστήμης; Ποιες οι ευθύνες (πολιτικές, κοινωνικές, ηθικές) του επιστήμονα για τα επιστημονικά επιτεύγματα, αλλά και για την κακή χρήση – εφαρμογή αυτών; Σε ποιο βαθμό ο επιστήμονας μπορεί και πρέπει να αντιστέκεται στις πιέσεις – ανάγκες της κοινωνίας για περισσότερη γνώση; Η ευθύνη του επιστήμονα περιορίζεται στο χώρο της γνώσης ή επεκτείνεται και στο χώρο των εφαρμογών;
Ερώτημα Γ΄- «Γνώση και Ηθική»: (Ηθικός Κώδικας). Ποια τα όρια της γνώσης και ποια τα όρια της ηθικής; Το επιστημονικά δυνατό – εφικτό είναι ηθικά αποδεκτό – επιτρεπτό; Η ηθική μπορεί και πρέπει να λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας στην κακή εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης; Είναι δυνατή η διαμόρφωση και επιβολή ενός «ηθικού κώδικα» στην επιστημονική έρευνα και γνώση;
Ο προβληματισμός
Ειδικότερα για το θέμα της ευθύνης του επιστήμονα (ερώτημα Β΄) που σχετίζεται με τις αρνητικές εφαρμογές – συνέπειες των επιστημονικών επιτευγμάτων έχουν διατυπωθεί δύο αντιτιθέμενες απόψεις. Η πρώτη υποστηρίζει το «ανεύθυνο» του επιστήμονα στηριζόμενη και στη γνωστή θεωρία περί «ουδετερότητας» της επιστήμης. Η δεύτερη λαμβάνοντας υπόψη τις τρομερές συνέπειες των δύο παγκοσμίων πολέμων (ατομική βόμβα) και προσμετρώντας τις παρενέργειες στον τομέα της ανάπτυξης της Βιολογίας και της Γενετικής πάνω στο μέλλον του ανθρώπου προβάλλει τις αντιρρήσεις της για την «αθωότητα» της επιστήμης και εκφράζει επιφυλάξεις για την «άνευ όρων και ορίων» αποδοχή και εφαρμογή των πορισμάτων της επιστημονικής γνώσης.
Το ανεύθυνο του επιστήμονα
Οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης επικαλούνται το δόγμα περί «ουδετερότητας» της επιστήμης. Όσο κι αν πολλοί κακίζουν το δόγμα αυτό και το θεωρούν ως δείγμα της ηθικής ανευθυνότητας – δειλίας του επιστήμονα δεν παύει ωστόσο να κρύβει μία αλήθεια που απο-ενοχοποιεί αυτόν από τις αρνητικές παρενέργειες των εφευρέσεών του. Το «ανεύθυνο» του επιστήμονα εδράζεται σε πολλά επίπεδα.
Το πρώτο επίπεδο η ευθύνη του επιστήμονα εξαντλείται σ’ εκείνο το σημείο, όπου ελέγχεται το κατά πόσο οι ανακαλύψεις του πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις της επιστημονικής δεοντολογίας από πλευράς μεθοδολογίας και επιστημονικής απόδειξης. Ο επιστήμονας, δηλαδή, ελέγχεται μόνο για την εγκυρότητα της γνώσης και την εγκυρότητα της αλήθειας που εμπεριέχεται σ’ αυτή. (E=m.c2. Ο τύπος αυτός ελέγχεται μόνο για το βαθμό συμφωνίας του προς την επιστημονική αλήθεια).
Στο δεύτερο επίπεδο είναι άδικο και στοιχείο ανευθυνότητας από την πλευρά των «κατηγόρων» να ενοχοποιούν τον επιστήμονα όχι γι’ αυτό που «παρήγαγε» ως γνώση, αλλά γι’ αυτό που δεν «πρόβλεψε» ως τεχνολογική εφαρμογή. Πολλοί επιστήμονες σε μία στιγμή ανθρώπινης και ειλικρινούς ομολογίας και μετριοφροσύνης παραδέχονται πως αδυνατούν να προβλέψουν τις πιθανές εφαρμογές των επιστημονικών τους εφευρέσεων.
Η έλλειψη ευθύνης αυτού του επιπέδου σχετίζεται και συμπληρώνεται από το τρίτο επίπεδο, όπου τονίζεται με έμφαση το γεγονός ότι κάθε επιστημονικό επίτευγμα «κατηγοριοποιείται» και αποτιμάται θετικά ή αρνητικά, αξιολογείται ως ακίνδυνο ή επικίνδυνο ανάλογα με τη χρήση του. Κάθε επιστημονικό εφεύρημα, όταν λαμβάνεται ως θεωρία (εξίσωση, σχέση, αξίωμα…) είναι από τη φύση του «ουδέτερο» και μακριά από κάθε ηθική αξιολόγηση ή αποτίμηση. Η ευθύνη σύμφωνα με τη θέση αυτού του επιπέδου βαραίνει κατ’ εξοχήν τους «χρήστες» και όχι το δημιουργό.
Η ευθύνη του χρήστη
Και τούτο γιατί τις περισσότερες φορές οι μικροϋπολογισμοί και οι σκοπιμότητες ελλοχεύουν και «ευδοκιμούν» στον εγκέφαλο και στα συμφέροντα των «χρηστών» και λιγότερο στο νου και στην έρευνα των επιστημόνων. Εξάλλου η παραγωγή γνώσης μέσα από την επιστημονική έρευνα και οι εφαρμογές της επιστήμης όχι μόνο δεν είναι το ίδιο πράγμα αλλά ξεκινούν και από διαφορετική βάση – αφετηρία. Πολλές φορές, όσο και αν αυτό φαντάζει περίεργο και απίστευτο, οι ανακαλύψεις οι οποίες συμβάλλουν στην πρόοδο της επιστήμης δεν έχουν ως άμεσο στόχο να βελτιώσουν τη ζωή του ανθρώπου, αλλά πηγάζουν από την προσπάθεια των επιστημόνων να ικανοποιήσουν την έμφυτη περιέργειά τους.
Αν μετά μια ανακάλυψη μπορεί να έχει εφαρμογές που πράγματι βελτιώνουν τη ζωή του ανθρώπου, τόσο το καλύτερο. Ωστόσο η ανακάλυψη αυτή καθαυτή δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή κι αυτό ισχύει από την εποχή του σιδήρου. Χαρακτηριστικά λέγεται ότι φτιάχνοντας ένα μαχαίρι μπορείς να ξεφλουδίσεις ένα μήλο, μπορείς όμως να το καρφώσεις και στην πλάτη του καλύτερου φίλου σου. Για το πώς λοιπόν θα χρησιμοποιηθούν οι ανακαλύψεις δεν αποφασίζουν μόνο οι επιστήμονες.
Η κοινωνική υποκρισία
Επιπρόσθετα σ’ ένα τέταρτο επίπεδο όσοι «λιθοβολούν» τον επιστήμονα οφείλουν να λάβουν υπόψη ότι ο ρόλος και προσανατολισμός της επιστημονικής έρευνας είναι στις μέρες μας «κοινωνικά προσδιορισμένος». Στο βαθμό, όμως, που ισχύει αυτό τίθεται υπό αμφισβήτηση η απόλυτη ευθύνη του επιστήμονα για τυχόν παρενέργειες και εφαρμογές των επιστημονικών ανακαλύψεων πάνω στο κοινωνικό σύνολο. Η ευθύνη γι’ αυτές τις παρενέργειες επιμερίζεται αναλογικά τόσο στον επιστήμονα (φυσική ευθύνη) όσο και στην κοινωνία (θεσμοί, νόμοι, αξίες, πρότυπα, ανάγκες προβλήματα…) (ηθική ευθύνη), η οποία στηρίζει, βοηθά, χρηματοδοτεί την έρευνα και εμπλουτίζει τη σκέψη του επιστήμονα με ανάλογα ερεθίσματα.
Η απόλυτη, λοιπόν, ενοχοποίηση του επιστήμονα – επιστήμης οδηγεί σε μία αποενοχοποίηση της κοινωνίας και τους κάθε μέλους αυτής χωριστά. Η απόδοση ευθυνών στον επιστήμονα οδηγεί σε μία λανθασμένη αντίληψη – αποδοχή της «αθωότητας» της κοινωνίας. Μία τέτοια αντίληψη μπορεί να οδηγήσει εύκολα το κοινωνικό σύνολο στην παραίτηση από κάθε δικαίωμα να ρυθμίζει αυτό και μόνο τις τύχες και το μέλλον του. Το ανάθεμα στον επιστήμονα και στην επιστήμη είναι μία ανεύθυνη και πολιτικά ανώριμη πράξη και κρύβει μέσα της μια απύθμενη κοινωνική υποκρισία.
Η απο-ηθικοποίηση της γνώσης
Το «ανεύθυνο», λοιπόν, του επιστήμονα – επιστήμης εδράζεται πάνω στο γεγονός της «μη-ηθικής αξιολόγησης» και κατηγοριοποίησης της επιστημονικής γνώσης, ως φορέα αλήθειας. Η αλήθεια από τη φύση της ούτε καλή ούτε κακή είναι, ούτε δίκαιη ούτε άδικη. Η ηθική αποτίμηση κυριολεκτείται μόνο στο επίπεδο των εφαρμογών της επιστημονικής γνώσης, γιατί εκεί υπεισέρχεται η σκοπιμότητα και η ιδιοτέλεια του χρήστη. Η γνώση δεν είναι υπάλληλος κύκλος της ηθικής γι’ αυτό και είναι αντιδεοντολογικοί οι «επιθετικοί προσδιορισμοί» της επιστημονικής γνώσης. Η διάσπαση του ατόμου θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα επιστημονικά επιτεύγματα του 20ού αιώνα. Η κατασκευή όμως και η ρίψη της ατομικής βόμβας αποτελεί όνειδος για τον άνθρωπο.
Όλα τα παραπάνω, επομένως, στοιχειοθετούν το «ανεύθυνο» της επιστήμης και ενισχύουν την άποψη πως:
«ο άνθρωπος κινδυνεύει περισσότερο από την άγνοια
και λιγότερο από τη γνώση».