«Δεν θέλεις να γίνεις αετός, Ανθρωπάκο και γι’ αυτό κατασπαράζεσαι από τα όρνια. Φοβάσαι τους αετούς, γι’ αυτό ζεις σε κοπάδια… Τα όρνια έγιναν οι Ηγέτες σου ενάντια στους αετούς, που ήθελαν να σε οδηγήσουν σε μακρινές καλύτερες χώρες… Κι ακόμη σε δίδαξαν να βροντοφωνάζεις, «Ζήτω το μεγάλο όρνιο»…Τώρα πεινάς και πεθαίνεις μαζικά… Ρωτάς ξανά και ξανά τις ίδιες ερωτήσεις: «Καινούργιος, πιο φριχτός πόλεμος ξέσπασε, ακριβώς μετά τον πόλεμο που θα έβαζε τέρμα σ’ όλους τους πολέμους. Τι πρέπει να κάνουμε;».(«Άκου Ανθρωπάκο!», Βίλχελμ Ράϊχ)
Του Ηλία Γιαννακόπουλου
Κάπως έτσι απάντησε ο Βίλχελμ Ράϊχ το 1946 στον διαχρονικό «Ανθρωπάκο» που αναζητούσε τρόπους αποτροπής ενός νέου πολέμου, μετά την φρικτή εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1940-44). Έκτοτε η ανθρωπότητα, αλλά και οι ειδικοί αναζητούν εκείνον τον τρόπο για να μην ξαναβιώσει τις συνέπειες ενός ακόμη πολέμου. Οι προτάσεις που διατυπώθηκαν φάνηκαν ή αποδείχτηκαν «επιεικώς»ατελέσφορες, αφού ο τελευταίος που ζούμε ακύρωσε τα πάντα. Έτσι το ερώτημα «ποιος φταίει» για τους πολέμους πλανάται πάντα εφιαλτικά, όπως και το παράλληλο «Τι μπορούμενα κάνουμε για να τον καταργήσουμε»ως ανθρώπινη «επινόηση»;
Ίσως στα παραπάνω ερωτήματα να ταιριάζει κάπως παραλλαγμένη η διαπίστωση του Μαρξ «Αξία δεν έχει να ερμηνεύσουμε τον πόλεμο, αλλά να τον καταργήσουμε». Ιστορικά δόθηκαν πολλές και πειστικές ερμηνείες για το βαθύτερο αίτιο του πολέμου, αλλά καμία θεραπεία αυτής της αιτίας δεν στάθηκε αποτελεσματική. Οπότε με μελαγχολία η ανθρωπότητα σκέπτεται αν η μοίρα της είναι ο «πόλεμος» ή η αιτιολόγησή του είναι λανθασμένη γι’ αυτό η «ίαση» και «κατάργησή» του είναι αδύνατη. Μία γρήγορη περιδιάβαση θα αναδείκνυε τις μεγάλες διαψεύσεις…
Οι μεγάλες διαψεύσεις
Ηρόδοτος – Θουκυδίδης
Στην ομάδα αυτή ανήκει και το δίδυμο των μεγάλων ιστορικών, του Ηροδότου και του Θουκυδίδη που θεώρησαν πως η ανθρώπινη «ανοησία» ή «παράνοια» συνιστούν την πρωτογενή αιτία του πολέμου: «Ουδείς γαρ ούτως ανόητος εστί όστις πολέμου προ ειρήνης αιρέεται» (Ηρόδοτος) // «Οις μεν αίρεσις γεγένηται τ’ άλλα ευτυχούσι, πολλή άνοια πολεμήσαι∙…»(Θουκυδίδης), (Είναι ανοησία να πολεμάς, αν υπάρχει η επιλογή και τα άλλα πάνε καλά). Τελικά αποδείχτηκε πως ο πόλεμος όχι μόνον δεν είναι τέκνον του ανθρώπινου παραλογισμού, αλλά προϊόν ενός ψυχρού ορθολογισμού και λογικών υπολογισμών.
Αϊνστάιν
Στο δίδυμο των μεγάλων διαψεύσεων εντάσσεται και ο Αϊνστάιν με τον Φρόϋντ, όταν σε επιστολές που αντάλλαξαν το 1932 για την αποτροπή του πολέμου, στάθηκαν προβληματισμένοι κι αμήχανοι στην διατύπωση μιας πειστικής και ακριβούς πρότασης αποφυγής – κατάργησης του πολέμου. Ειδικότερα ο Αϊνστάιν πρότεινε: «Καταλήγω έτσι στο πρώτο μου αξίωμα: η αναζήτηση της διεθνούς ασφάλειας προϋποθέτει ότι κάθε κράτος θα απαρνηθεί, μέσα σε ορισμένα όρια την ελευθερία δράσης τους, δηλαδή την κυριαρχία του». Αν με αυτήν την πρόταση το 1932 εννοούσε τον σημερινό Ο.Η.Ε., τότε θα ένιωθε μεγάλη απογοήτευση. Η δεύτερη πρότασή του συνιστά απάντηση σε μια αιτιολόγηση του πολέμου. Κι αυτό σημαίνει απλοϊκά: Λάθος γνωμάτευση ® λάθος θεραπεία.
Ειδικότερα ο Αϊνστάιν αιτιολογώντας τον πόλεμο τόνιζε: «Γιατί ο άνθρωπος έχει μέσα του την επιθυμία να μισεί και να καταστρέφει». Στην αιτία αυτή προτείνει ως «ίαση» την ψυχική ολοκλήρωση του ανθρώπου, που, ωστόσο, η πραγμάτωσή του ή είναι ανέφικτη ή άκρως αναποτελεσματική ως μέτρο κατάργησης του πολέμου. «Υπάρχει κάποια δυνατότητα να κατευ-θύνουμε την ψυχική εξέλιξη των ανθρώπων έτσι, ώστε να γίνουν ικανοί να αντιστέκονται στην ψύχωση του μίσους και της καταστροφής;».
Φρόϋντ
Σε τελευταία ανάλυση ο Αϊνστάιν θεωρεί πως πιο αρμόδιος για το θέμα είναι ο Φρόϋντ, που οι απαντήσεις του, ωστόσο, είναι θολές και αναποτελεσματικές. Κι αυτό γιατί θεωρεί πως το θέμα αυτό ανήκει περισσότερο στους πολιτικούς. Ειδικότερα προτείνει, όχι καθαρά βέβαια, την «αγάπη» και τους «συναισθηματικούς δεσμούς» ως ίαση. «Η ιδεώδης συνθήκη θα ήταν φυσικά μια ανθρώπινη κοινότητα που θα είχε υποτάξει τη ζωή των παθών της στη δικτατορία του λόγου… Αλλά κατά πάσα πιθανότητα αυτή είναι μια ουτοπική ελπίδα».
Ίσως η μόνη του – εφικτή – πρόταση είναι να αποδεχτούμε τον πόλεμο ως μία αναγκαιότητα κι ανάλογα να ρυθμίσουμε τις ζωές μας. Οποία απογοήτευση, όμως, από τον πατέρα της ψυχανάλυσης «Γιατί αγανακτούμε τόσο ενάντια στον πόλεμο, εσείς και εγώ και τόσοι άλλοι, γιατί δεν τον θεωρούμε σα μια από τις πολλές και θλιβερές συμφορές της ζωής;».
Η τελική του υπόμνηση – πρόταση συνιστά μία αποδοχή της πραγματικότητας της φύσης του ανθρώπου και της κοσμικής τάξης της ανθρωπότητας, «Όσο υπάρχουν αυτοκρατορίες και έθνη, που είναι έτοιμα να εξοντώσουν αλύπητα τα άλλα, αυτά τα άλλα οφείλουν να προετοιμάζονται για τον πόλεμο». Σε αυτήν την διαπίστωσή του το μόνο που αντιπροτείνει στην επιστολή του προς τον Αϊνστάιν είναι το: «Όλα όσα προωθούν την εξέλιξη του πολιτισμού εργάζονται και ενάντια στον πόλεμο».
Στο τέλος της επιστολής και ο ίδιος ομολογεί την απογοήτευσή του για τις προτάσεις του, όπως νιώθουμε και εμείς.
«Σας χαιρετώ εγκάρσια και σας ζητώ συγγνώμη αν οι παρατηρήσεις μου σας απογοήτευσαν»
Το χρέος μας
Επειδή, όμως, στην εποχή μας δεν μπορούμε να θυσιάσουμε στον Δία και στον εκηβόλο Απόλλωνα για να μάς απαλλάξει από τον πόλεμο, χρέος μας είναι να εστιάσουμε στις δικές μας ατομικές ευθύνες. Ευθύνες που σχετίζονται με τον τρόπο που σιωπηλά ή ηχηρά τροφοδοτούμε την επιθετικότητα των ηγετών μας στο όνομα κάποιων ακαθόριστων εθνικών συμφερόντων.
Κάποιοι ηγέτες εκμεταλλεύονται τον αγνό πατριωτισμό κάποιων πολιτών και σέρνουν τα έθνη σε πολέμους με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον της ανθρωπότητας, ξεχνώντας πως
«Ο πόλεμος δεν καθορίζει ποτέ ποιος θα έχει δίκιο∙ καθορίζει μόνο το ποιος θα επιζήσει»..(Ράσελ)
Πόση δύναμη, όμως, χρειάζεται να εναντιωθείς στις πλάνες των συμπατριωτών σου και στην προπαγάνδα των ηγετών σου; Πόση αντοχή χρειάζεται για να δεχτείς την μομφή του αντι-πατριώτη;
«Είναι σπουδαίο να αγαπάς τον τόπο σου, τον πολιτισμό, το κλίμα, την ιστορία του∙ αλλά είναι μεγαλύτερο δείγμα πατριωτισμού το να αντιπαρατίθεσαι στους δικούς σου όταν νομίζεις ότι έχουν άδικο».(Αμιντάϊ, Εβραίος ποιητής)
Πόσο μπορούμε να υπερβούμε τον «Ανθρωπάκο», που κρύβουμε μέσα μας και να γίνουμε «αετοί» και όχι προσκυνητές – λάτρεις της αρπακτικότητας του «Μεγάλου όρνιου» (Ράϊχ);
Αν όχι τότε δεν μένει τίποτα άλλο παρά να συνταχθούμε με την παρακάτω θλιβερή διαπίστωση του Φρόϋντ.
«Homo homini lupus»∙ ποιος έχει το θάρρος μετά από όλες τις εμπειρίες της ζωής και της ιστορίας να αμφισβητήσει αυτή τη φράση; Αν αναλογιστούμε τις φρικαλεότητες της μετανάστευσης των λαών, των εισβολών των Ούνων, των Μογγόλων, του Τζένγκις Χαν και του Ταμερλάνου… και ακόμη τις ωμότητες του τελευταίου παγκοσμίου πολέμου, θα αναγκαστούμε να υποκλιθούμε ταπεινά μπρος στην ορθότητα αυτής της άποψης», («Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας»).
Πόσο μπορούμε να υπερβούμε τον «Ανθρωπάκο», που κρύβουμε μέσα μας και να γίνουμε «αετοί» και όχι προσκυνητές – λάτρεις της αρπακτικότητας του «Μεγάλου όρνιου» (Ράϊχ);
Αν όχι τότε δεν μένει τίποτα άλλο παρά να συνταχθούμε με την παρακάτω θλιβερή διαπίστωση του Φρόϋντ.
«Homo homini lupus»∙ ποιος έχει το θάρρος μετά από όλες τις εμπειρίες της ζωής και της ιστορίας να αμφισβητήσει αυτή τη φράση; Αν αναλογιστούμε τις φρικαλεότητες της μετανάστευσης των λαών, των εισβολών των Ούνων, των Μογγόλων, του Τζένγκις Χαν και του Ταμερλάνου… και ακόμη τις ωμότητες του τελευταίου παγκοσμίου πολέμου, θα αναγκαστούμε να υποκλιθούμε ταπεινά μπρος στην ορθότητα αυτής της άποψης», («Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας»).