Η πολύπαθη Συρία βρίσκεται για μια ακόμη φορά τα τελευταία χρόνια στο απόσπασμα με εκτελεστές τις Μεγάλες Δυνάμεις και φυσικά τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Μετά το 2011 και την «έλευση» της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης» στη Συρία έχει κυλήσει αρκετό νερό στο μύλο του μίσους, του διχασμού και της καταστροφής, με αποτέλεσμα η άλλοτε ευημερούσα χώρα της Μέσης Ανατολής σήμερα να θεωρείται ένα «μη κράτος». Απολογισμός; Περίπου 120.000 νεκροί, συνολικά 8.000.000 εκτοπισμένοι στο εσωτερικό και 6.000.000 πρόσφυγες, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Ο.Η.Ε..
Το δράμα δεν έχει τέλος, καθώς η συρρίκνωση του Ισλαμικού Κράτους και η εδραίωση μιας δεδομένης ισορροπίας ισχύος δε φαίνεται να είναι αρκετές, ώστε να αποτρέψουν τις ηγεμονικές βλέψεις της Τουρκίας. Με ψευδεπίγραφο αφήγημα την «ασφάλεια από τρομοκρατικές επιθέσεις» από πλευράς των Κούρδων και την ανάγκη επανεγκατάστασης 1 εκατομμυρίου προσφύγων στη ζώνη ασφαλείας την οποία θα επιχειρήσει να δημιουργήσει σε βάθος 30 χλμ. από τα τουρκοσυριακά σύνορα, η Άγκυρα επιχειρεί να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στη Συρία καθώς και μια παράταση ζωής στο Ισλαμικό Κράτος.
Παράλληλα, μέσω της εισβολής σε ξένο έδαφος και κατά παράβαση των υψηλών αρχών του διεθνούς δικαίου περί κρατικής κυριαρχίας και διακρατικής ισοτιμίας, η Τουρκία επιλέγει να επιλύσει ένα εσωτερικό πρόβλημά της στο εξωτερικό. Επιχειρεί, δηλαδή, να προβεί σε αποφασιστικά πλήγματα εις βάρος του PYD και των Κούρδων εντός του συριακού εδάφους, προκειμένου (ή προσχηματικά) να διασφαλίσει την απομόνωση των Κούρδων της Συρίας και της Τουρκίας, όπως επίσης και του Ιράκ, μιας και επιμένει με βομβαρδισμούς και στα βόρεια της συγκεκριμένης χώρας όπου το κουρδικό στοιχείο συνιστά την πλειονότητα.
Η στρατηγική της θυμίζει και ενδεχομένως είναι σε απόλυτη συνάφεια με το περίφημο δόγμα των «21/2 Πολέμων» εκπεφρασμένο από το Sukru Elekdag τη δεκαετία του ’90, το οποίο προϋπέθετε – για την επιβίωση της Τουρκίας – την ικανότητά της να διεξάγει ταυτόχρονα πόλεμο σε 21/2 μέτωπα, ήτοι την Ελλάδα, τη Συρία και τους «μισούς» (ελέω απουσίας κράτους) Κούρδους. Η εν λόγω στρατηγική σκέψη, που κυριάρχησε τις προηγούμενες δεκαετίες στον τουρκικό δημόσιο διάλογο, φαίνεται ότι ανασυστήνεται, αναπροσαρμόζεται και αποκτά «θερμές προεκτάσεις» πέραν της απλής προπαρασκευής.
Στην κατεύθυνση αυτή, οι Μεγάλες Δυνάμεις διαδραματίζουν το δικό τους – ευλόγως ιδιοτελή – ρόλο. Η Ρωσία έχοντας φαινομενικά λάβει ανταλλάγματα στο μέτωπο της Ουκρανίας σιωπά για τη Συρία, η Ευρώπη παραμένει εγκλωβισμένη στα δικά της προβλήματα και αδυνατεί να διαδραματίσει ένα σημαίνοντα ρόλο στην «πίσω αυλή» της και οι Η.Π.Α. για μια ακόμη φορά στην ιστορία αφήνουν στο έλεος του ισχυρότερου ένα μικρό και αδύναμο σύμμαχό τους. Αναμφίβολα, ουδεμία έκπληξη προξενεί η στάση της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ, αν αναλογιστεί κανείς ότι το στρατηγικό κόστος μιας οριστικής διάρρηξης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων είναι δυσθεώρητα μεγαλύτερο από το αντίστοιχο κόστος ρήξης με τους Κούρδους.
Ενώπιον των συγκεκριμένων εξελίξεων και σε απόλυτη συνάρτηση με το προαναφερθέν δόγμα του Elekdag, η Ελλάδα και η Κύπρος απειλούνται ευθέως μέσω της καταστρατήγησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Λευκωσίας στην Α.Ο.Ζ. της και την ουσιαστική αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λοζάνης και εν γένει του διεθνούς δικαίου όσον αφορά το Αιγαίο. Η χώρα μας και βασικά ο πολιτικός κόσμος οφείλει να μείνει ενωμένος ενώπιον των τουρκικών προκλήσεων, με πνεύμα συνεργασίας, συνεννόησης και δίχως πρακτικές κατά το δοκούν δράσεων. Η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να καθρεφτίζει τις επιθυμίες και τις ευαισθησίες της συντριπτικής πλειοψηφίας του δημοκρατικού κόσμου, όπως αυτές προκύπτουν μέσω της απαράβατης αρχής ότι η πατρίδα μας αποτελεί τον προμαχώνα υπεράσπισης της διεθνούς νομιμότητας στην ευαίσθητη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου.