Ο πρωθυπουργός, σε πρόσφατη ραδιοφωνική συνέντευξή του, φάνηκε να κλείνει ερμητικά την πόρτα στα σενάρια πρόωρων εκλογών. Μια πόρτα που ο ίδιος πριν από περίπου ένα μήνα φρόντισε να ανοίξει με τα γνωστά «μεν αλλά». Πώς μπορεί να αξιολογηθεί αυτή η στάση;
Πρώτα πρώτα, στην περίπτωσή μας, ισχύει το ουδέν μονιμότερον του προσωρινού.
Το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών απομακρύνεται, αλλά ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος ότι δεν θα επανέλθει στο προσκήνιο το προσεχές φθινόπωρο. Άλλωστε, η ζώσα πραγματικότητα ετεροκαθορίζεται σε μεγάλο βαθμό. Εάν κάποια στιγμή τελείωνε ο πόλεμος στην Ουκρανία η πολιτική πραγματικότητα θα αναπρογραμματίζονταν, ενώ εάν η κατάσταση επιδεινωθεί δραματικά ουδείς γνωρίζει το μέλλον.
Δεύτερον, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι το επόμενο δεκάμηνο είναι πυκνός πολιτικός χρόνος για την παρούσα διακυβέρνηση. Τα νέα «μεγάλα έργα» κορυφώνονται (το επόμενο εξάμηνο θα υπάρχουν οριστικοί ανάδοχοι), το νέο ΕΣΠΑ ξεκινάει και οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένονται να κατευθυνθούν σύμφωνα με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς (εν πολλοίς εσφαλμένους αλλά κεντρικά επιλεγμένους). Ο πειρασμός μεγάλος. Καμία κυβέρνηση δεν θέλει να χάσει τούτη την ευκαιρία και προφανώς ούτε η παρούσα.
Τρίτον, ο επόμενος χειμώνας αναμένεται δριμύτατος. Ακρίβεια και πληθωρισμός θα φτάσουν στα ύψη, τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης θα συρρικνωθούν και η κοινωνική συνοχή θα δοκιμαστεί. Ο πρωθυπουργός ορθά επισήμανε ότι και αυτήν την κρίση – έστω για διάστημα ενός μήνα – δεν μπορεί να τη διαχειριστεί μία υπηρεσιακή κυβέρνηση. Μπορεί, όμως, μία εκλεγμένη που τα περισσότερα στελέχη της λοξοκοιτούν επί μακρόν με το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών; Πίσω από αυτήν την επισήμανση, ίσως, να κρύβεται η διαπίστωση ότι πράγματι εκλογές δεν μπορούν να γίνουν το Σεπτέμβριο.
Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε – υπό το καθεστώς της απλής αναλογικής – σε δυσκολία σχηματισμού κυβέρνησης από τη στιγμή που το πρώτο κόμμα επιθυμεί διακαώς την αυτοδυναμία και το τρίτο αδυνατεί να αναπτύξει ένα συγκροτημένο πλέγμα κυβερνητικών θέσεων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την ατζέντα μιας κυβέρνησης συνεργασίας.
Τίποτα, όμως, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο αντί του Σεπτέμβρη η κυβερνητική πλειοψηφία να αποφασίσει να ρίξει τη δική της ζαριά μερικούς μήνες μετά, όταν ίσως τα όρια της ενεργειακής κρίσης θα είναι εμφανή και τα μέτρα αντιμετώπισής της – σε πανευρωπαϊκό επίπεδο – συγκεκριμένα και νομοθετημένα.
Όσο το υφιστάμενο συνταγματικό πλαίσιο επιτρέπει να γίνονται παιχνίδια με το χρόνο των εκλογών και όσο η αντιπολίτευση εμμένει να πολιτεύεται απλώς ζητώντας εκλογές και όχι προτείνοντας λύσεις και θέτοντας μετρήσιμους στόχους τόσο η μόνη «σταθερότητα» που θα μας χαρακτηρίζει, δυστυχώς, θα είναι εκείνη της προεκλογικής … αστάθειας.