Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερο φιλοτεχνείται, στην ημεδαπή, το αφήγημα της ισχυρής ανάκαμψης και της ισχυρής εθνικής οικονομίας. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε ξεφύγει – προσώρας ή οριστικά το μέλλον θα δείξει – από το φαύλο κύκλο της μνημονιακής αποδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, τα στοιχεία που έρχονται από την αλλοδαπή δεν επιτρέπουν εφησυχασμό και ουσιαστικά διαψεύδουν δύο μύθους: πρώτον της «ισχυρής» και δεύτερον της «εθνικής» οικονομίας. Για ποιο λόγο, η οικονομία μας δεν είναι ισχυρή και πώς θα μπορούσε να γίνει είναι κάτι που θα μας απασχολήσει σε άλλη παρέμβαση. Σήμερα, με αφορμή πρόσφατη ανακοίνωση της Eurostat, θα μας απασχολήσει κατά πόσον η οικονομία μας είναι αντιπροσωπευτική σε εθνικό επίπεδο και κατά πόσον συμμετέχουν ισότιμα ή ανάλογα στο «αναπτυξιακό αφήγημα» όλες οι περιφέρειες της χώρας.
Καταρχάς, ας διευκρινίσουμε τι μετράει ως «φτώχια» η αρμόδια ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία. Η τελευταία έχει καθιερώσει το δείκτη EU-SILC που δείχνει την έλλειψη απαραίτητων και επιθυμητών αντικειμένων για μια επαρκή ζωή. Συνεπώς, το ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης (SMSD) είναι ένας δείκτης που αποτυπώνει τα άτομα που δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά την απόκτηση ενός συγκεκριμένου αγαθού, υπηρεσίας ή κοινωνικής δραστηριότητας. Ορίζεται ως το ποσοστό του πληθυσμού που βιώνει αναγκαστική έλλειψη σε τουλάχιστον 7 από τα 13 είδη στέρησης (6 σχετίζονται με το άτομο και 7 σχετίζονται με το νοικοκυριό).
Σε επίπεδο νοικοκυριού, λαμβάνονται υπόψη δυνατότητες όπως η αντιμετώπιση απροσδόκητων εξόδων, η πληρωμή ετήσιων διακοπών μιας εβδομάδας μακριά από το σπίτι, η αντιμετώπιση καθυστερήσεων πληρωμών (υποθηκών ή ενοικίων, λογαριασμών κοινής ωφελείας, δόσεις δανείων), η οικονομική δυνατότητα για ένα γεύμα με κρέας, κοτόπουλο, ψάρι ή χορτοφαγικό ισοδύναμο κάθε δεύτερη ημέρα, η θέρμανση του σπιτικού, η πρόσβαση σε αυτοκίνητο/βαν για προσωπική χρήση και η αντικατάσταση φθαρμένων επίπλων. Σε ατομικό επίπεδο λαμβάνονται υπόψη η δυνατότητα σύνδεσης στο διαδίκτυο, η δυνατότητα αντικατάστασης φθαρμένων ρούχων και παπουτσιών, οι δραστηριότητες αναψυχής, η συνάντηση με φίλους/οικογένεια για ποτό/γεύμα τουλάχιστον μία φορά το μήνα.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο συγκεκριμένος δείκτης δεν αποτυπώνει συνθήκες απόλυτης ένδειας, αλλά μια σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση αγαθών που θα έπρεπε να θεωρούνται δεδομένα στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες.
Αφού διευκρινίσαμε σε τι αναφέρεται η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, ας δούμε τι διαπίστωσε. Η Πελοπόννησος και η Δυτική Ελλάδα συμπεριλαμβάνονται στις περιφέρειες των κρατών μελών της ΕΕ όπου οι κάτοικοί τους αντιμετώπιζαν κίνδυνο για φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό το 2023, σε ποσοστό άνω του 35% των πολιτών τους, ενώ σε πέντε περιφέρειες (Δυτική Μακεδονία, Ανατ. Μακεδονία -Θράκη, Βόρειο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία και Ιόνια Νησιά) περίπου 1 στους 3 πολίτες βρίσκεται σε τέτοιον κίνδυνο. Την ίδια χρονιά, το αντίστοιχο ποσοστό στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι περίπου 1 στους 5 πολίτες. Η υστέρηση με τις άλλες χώρες της ΕΕ είναι προφανής. Ωστόσο, τούτο ήταν αναμενόμενο. Αυτό που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί – εάν πράγματι η χώρα εφάρμοζε πολιτικές ισόρροπης ανάπτυξης – είναι η σημαντική διαφορά μεταξύ περιφερειών. Γιατί η Μακεδονία να υστερεί τόσο σε σχέση με τη Θεσσαλία; Γιατί η Ήπειρος να βρίσκεται σε καλύτερη θέση σε σχέση με τη Δυτική Ελλάδα; Γιατί τα Ιόνια Νησιά να απέχουν σημαντικά από το Νότιο Αιγαίο;
Τα ερωτήματα γίνονται αμείλικτα εάν δούμε τα αποτελέσματα συγκριτικά την περίοδο 2018 – 2023. Για παράδειγμα στην Κρήτη υπήρξε η μεγαλύτερη μείωση του «ποσοστού φτώχειας» (ως ποσοστό του πληθυσμού υπήρξε μείωση κατά 46,8% !!!), ενώ στην Κεντρική Μακεδονία αύξηση (!!!) κατά 1%. Την ίδια περίοδο στην Αττική υπήρξε μείωση κατά 16% περίπου.
Οι αριθμοί τις περισσότερες φορές λένε την αλήθεια και δίνουν πειστικές εξηγήσεις; Οι πολιτικοί;