Το Ψηφιακό Μουσείο της Ακαδημίας Πλάτωνος εγκαινίασαν ο δήμαρχος Αθηναίων κ. Γιώργος Καμίνης και η αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού κυρία Σοφία Κουνενάκη – Εφραίμογλου.
Το ψηφιακό εκπαιδευτικό Μουσείο, αφιερωμένο στον Πλάτωνα και το έργο του, ξεκίνησε τη λειτουργία του. Προσκαλεί τους κατοίκους και τους επισκέπτες της πόλης, να περπατήσουν δρόμους που περπάτησε και δίδαξε ο ίδιος ο φιλόσοφος και να μυηθούν στο έργο του, μέσω των ψηφιακών αναπαραστάσεων και των ειδικών κατασκευών που περιλαμβάνει το νέο μουσείο.
Η κατασκευή του κτιρίου του ψηφιακού μουσείου υλοποιήθηκε από τον δήμο Αθηναίων. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός, η μουσειολογική μελέτη, οι εφαρμογές και τα εκθέματα πραγματοποιήθηκαν από το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, στο πλαίσιο του συγχρηματοδοτούμενου έργου ΕΣΠΑ «Ακαδημία Πλάτωνος, Η Πολιτεία και ο Πολίτης» του υπουργείου Παιδείας, που σχεδιάστηκε ξεκίνησε επί της υπουργίας της κυρίας Άννας Διαμαντοπούλου, η οποία παρέστη στα εγκαίνια.
«Η Αθήνα αναδεικνύεται σε ισχυρό πόλο και σταυροδρόμι πολιτισμού, πρωτοπορίας και δημιουργικής έκφρασης στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς. Σε αυτόν το νέο πολιτιστικό χάρτη, το Ψηφιακό Μουσείο – Ακαδημία Πλάτωνος θα αποτελέσει ένα ακόμη σημείο αναφοράς για την πόλη» δήλωσε ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης, εγκαινιάζοντας το μουσείο και σημείωσε: «η ολοκλήρωση και λειτουργία του Ψηφιακού και Διαδραστικού Μουσείου – Ακαδημίας Πλάτωνος, είναι καρπός μιας ιδιαίτερα παραγωγικής και καλής συνεργασίας του δήμου Αθηναίων με το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Συγχαρητήρια και σε όσους εργάσθηκαν με έμπνευση και σοβαρότητα για το σημερινό αρχιτεκτονικό, και μουσειολογικό αποτέλεσμα. Και στις αρμόδιες υπηρεσίες του δήμου Αθηναίων».
H Αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, κυρία Σοφία Κουνενάκη – Εφραίμογλου δήλωσε: «Με μεγάλη χαρά παραδίδουμε στο κοινό έναν νέο χώρο πολιτισμού, που ευελπιστούμε να αποτελέσει σημείο αναφοράς για την περιοχή και για την ευρύτερη πολιτιστική δραστηριότητα της πόλης. Στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι και στις δύσκολες εποχές που διανύουμε, πιστεύω ακράδαντα ότι η παιδεία και ο πολιτισμός μπορούν να αποτελέσουν τις κυριότερες ασπίδες για την διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και της ποιότητας ζωής. Το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού υλοποίησε τη δημιουργία του Ψηφιακού Μουσείου με στόχο την ανάδειξη νέων μοντέλων αξιοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς με τη χρήση και συμμετοχή νέων τεχνολογιών. Είμαστε βέβαιοι ότι το Μουσείο θα συμβάλει τα μέγιστα στην ανάδειξη της περιοχής σε μοναδικό τουριστικό πόλο έλξης».
Η πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη και πρώην υπουργός Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, κυρία Άννα Διαμαντοπούλου, δήλωσε : «Η Ακαδημία Πλάτωνος πρέπει και μπορεί να γίνει ένας από τους σημαντικότερους χώρους της Αθήνας. Αυτό που συμβαίνει τα τελευταία τέσσερα χρόνια εκεί, αποτελεί παράδειγμα για τη συνολική οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη που έχει ανάγκη σήμερα η χώρα μας. Ένα μεγάλο Μπράβο σε όλους αυτούς τους λαμπρούς νέους επιστήμονες που δημιούργησαν αυτό το μοναδικό Μουσείο. Προσωπικά, για εμένα, είναι μια από αυτές τις όμορφες στιγμές στην πολιτική που βλέπεις κάτι που οραματίστηκες να πραγματοποιείται».
Από την 1η Δεκεμβρίου τη λειτουργία του Ψηφιακού Μουσείου – Ακαδημία Πλάτωνος αναλαμβάνει ο Οργανισμός Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΨΗΦΙΑΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Λέγοντας σήμερα «Ακαδημία Πλάτωνος», ο νους μας πάει αφενός στη συγκεκριμένη γειτονιά της Αθήνας και αφετέρου στην Ακαδημία, τη φιλοσοφική Σχολή του Πλάτωνα. Στόχος της έκθεσης είναι να αποτελέσει μια γέφυρα ανάμεσα στα δύο αυτά θέματα, να συνδέσει, δηλαδή, μια παγκοσμίως γνωστή ιστορία με τον τόπο στον οποίο διαδραματίστηκε.
Μια έκθεση για τον Πλάτωνα θα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιοδήποτε μεγάλο μουσείο του κόσμου. Όμως, αυτή η ιστορία ξεκίνησε σε αυτή την πόλη και αυτό αποτελεί κύριο στοιχείο της αφήγησης του Μουσείου.
Μία διαδρομή με ξεναγό τον Πλάτωνα
Η έκθεση είναι μια «βουτιά» στον χρόνο. Ξεκινάει από τη σημερινή αθηναϊκή γειτονιά «Ακαδημία Πλάτωνος». Σε μία διαδρομή, στον εξωτερικό χώρο του κτιρίου, ο χρόνος κυλάει προς τα πίσω και μας οδηγεί στο κατώφλι του Πλάτωνα. Ο επισκέπτης ετοιμάζεται να χτυπήσει την πόρτα του.
Στην πρώτη αίθουσα του Μουσείου παρουσιάζεται ο Πλάτωνας ως ιστορικό πρόσωπο, που έδρασε στην Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ. Ταυτοχρόνως, παρουσιάζεται ο τόπος που έδρασε, δηλαδή ο αρχαιολογικός χώρος της «Ακαδημίας Πλάτωνος».
Η δεύτερη αίθουσα αφιερώνεται στο έργο και τις μεθόδους του. Εκεί, δίνεται η ευκαιρία στον επισκέπτη να «φιλοσοφήσει» και να συνειδητοποιήσει κατά πόσο η σκέψη του Πλάτωνα τον αφορά.
Στην τρίτη αίθουσα βλέπουμε τους τρόπους με τους οποίους η μορφή και το έργο του Πλάτωνα ταξίδεψαν μέσα στον χρόνο, ξεκινώντας από τους άμεσους συνεχιστές της Ακαδημίας και φτάνοντας στο σήμερα.
Η έκθεση καταλήγει στο «τώρα» με την έξοδο στη σημερινή γειτονιά. Τι σημαίνει άραγε να ζει κανείς σήμερα στη «γειτονιά του Πλάτωνα»;
Με τη βοήθεια διαδραστικών εκθεμάτων οι επισκέπτες καλούνται να αναλάβουν ενεργό ρόλο στην «εξερεύνηση» του Μουσείου. Για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκαν σύγχρονα ψηφιακά μέσα αναπαράστασης και φυσικά εκθέματα, προκειμένου οι επισκέπτες να έχουν τη δυνατότητα να εμβαθύνουν σε θέματα που τους ενδιαφέρουν.
Πρωτοποριακή αρχιτεκτονική σύνθεση
Ένας χώρος που αφορά στον Πλάτωνα πρέπει να συνδιαλέγεται διακριτικά με τον ομώνυμο χώρο. Το κτήριο του νέου Μουσείου μοιάζει με ένα «κουτί», μία κατασκευή που ανοίγει, χρησιμοποιείται και ξανακλείνει.
Η πορεία προς την είσοδο και η έξοδος του κτηρίου ακολουθεί τον άξονα του κεντρικού δρόμου (οδός Μοναστηρίου) αρχίζει και καταλήγει στη διαμορφωμένη πλατεία, μέσω της οποίας συνδέεται με το σήμερα και τις δράσεις των πολιτών.
Ο σχεδιασμός του κτηρίου συμβολίζει τη διαδρομή προς το φως: Ανοίγματα υπάρχουν μόνο στην αρχή και το τέλος της διαδρομής. Μπαίνοντας μέσα στην έκθεση, ο επισκέπτης διανύει μια πορεία προς το φωτεινό άλλο άκρο του Μουσείου. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, θα μάθει πράγματα και θα ζήσει εμπειρίες. Στο τέλος της έκθεσης, βγαίνει πάλι στην καθημερινότητά του.
Το κτίριο, λοιπόν, έχει τοποθετηθεί με τέτοιο τρόπο, αφενός για να συνδέεται με τις λειτουργίες και τις δράσεις των πολιτών της περιοχής, αφετέρου για να αποτελέσει πόλο έλξης επισκεπτών, έτσι ώστε να συνδεθεί με το ευρύτερο δίκτυο των μουσείων και εκθέσεων της Αθήνας.