Την τελευταία πεντηκονταετία, το κομματικό φαινόμενο κυριάρχησε στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος αποκτώντας προνομιακή θέση ανάμεσα στην κοινωνία και το κράτος. Βιώσαμε την εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών και την εμβάθυνση της γόνιμης συμμετοχής των πολιτών στις δημοκρατικές διαδικασίες. Γύρω και μέσα από το κομματικό φαινόμενο. Η κοινωνία των πολιτών λειτούργησε συμπληρωματικά και ουδέποτε μέχρι σήμερα υποκατέστησε τα πολιτικά κόμματα. Μάλιστα, δίπλα στους γνωστούς κομματικούς τύπους (στελεχών, μαζών, πολυσυλλεκτικά, καρτέλ) ήρθαν να προστεθούν οι έννοιες του ψηφιακού και κινηματικού κόμματος.
Η ζώσα πραγματικότητα, όμως, δίνει αρκετές αφορμές για αναστοχασμό. Ειδικά όσα ζούμε το τελευταίο διάστημα μας δίνουν πολυποίκιλες αφορμές τόσο για ατομική ενδοσκόπηση όσο και για συλλογικό προβληματισμό. Έχουμε κόμματα σήμερα στη χώρα; Μήπως η συμπλήρωση των 50 χρόνων από τη μεταπολίτευση δίνει την αφορμή για τον αναπροσδιορισμό του κομματικού φαινομένου; Ειδικά στο χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης (μείζονος και ελάσσονος) γίναμε όλοι μάρτυρες μιας μοναδικά ιστορικής συγκυρίας.
Το ένα κόμμα το «κατέλαβε» – με δημοκρατικές, φευ, διαδικασίες – ένας άνθρωπος που ήλθε από το πουθενά, με ελάχιστη σχέση με την ιστορική αριστερά και την ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Σε ελάχιστο χρόνο, το διαμορφώνει σε ένα προσωποπαγές «τραμπικό» κόμμα, στο πλαίσιο της περιλάλητης αδιαμεσολάβητης σχέσης με τις κοινωνικές ομάδες που τον υποστηρίζουν.
Την ίδια ώρα, το ΠΑΣΟΚ απέφυγε να επιβάλει κομματική πειθαρχία στο γάμο των ομόφυλων ζευγαριών –με αποτέλεσμα η κοινοβουλευτική του ομάδα να βρεθεί σχεδόν διαιρεμένη στην κοινοβουλευτική ψηφοφορία – σε ένα ζήτημα δικαιωμάτων, ταυτοτικού χαρακτήρα, για την παράταξη που έφερε επανάσταση στο οικογενειακό δίκαιο στη δεκαετία του 1980 και θέσπισε την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή πριν δύο δεκαετίες. Στον αντίποδα, στο ζήτημα των μη κρατικών πανεπιστημίων, τα οποία στήριζε – κακώς – βάσει προγράμματος αλλά και δηλώσεων μέχρι πρότινος του ίδιου του προέδρου του, αίφνης άλλαξε γνώμη – δίχως να την τεκμηριώνει επαρκώς – και θυμήθηκε την πολιτική ορθότητα της κομματικής πειθαρχίας. Η τελευταία εμφανίστηκε ως αναγκαιότητα, λόγω των πολλών διαφωνιών που ακούστηκαν.
Αλλά και η κυβερνητική παράταξη στα ζητήματα που η ίδια θεωρεί ως «σοβαρές μεταρρυθμίσεις» δεν εμφανίζει αρραγές μέτωπο, κυρίως στην κοινωνική της βάση. Χαρακτηριστικές ήταν οι δύο τελευταίες περιπτώσεις (ομόφυλα ζευγάρια και ιδιωτικά πανεπιστήμια) όπου υπήρξαν ουσιαστικές και συμπαγείς διαφωνίες στο χώρο των ψηφοφόρων της.
Κάποιος θα παρατηρούσε ότι όλα τα ανωτέρω είναι εύλογα στο πλαίσιο της «πολυσυλλεκτικότητας» των ελληνικών κομμάτων. Είναι, όμως, πράγματι αυτή η αιτία; Ή μήπως τα κόμματα έπαψαν να αποτελούν σημείο «συνάντησης ατόμων με κοινό πολιτικό πρίσμα» και μετατράπηκαν σε μηχανισμούς συσπείρωσης ατόμων που οργανώνονται με αποκλειστικό στόχο την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας;
Κατά τη γνώμη μας θετική απάντηση προσήκει στο δεύτερο ερώτημα. Και κάπως έτσι οδηγηθήκαμε στα «απολίτικα κόμματα». Με μέλη δίχως πολιτική ώσμωση, δίχως εσωκομματική δημοκρατία και με ανύπαρκτες διαδικασίες παραγωγής κοινού οραματικού πολιτικού λόγου. Όσο θα συνεχιστεί αυτό τόσο θα παρατηρούμε πανσπερμία απόψεων ακόμη και για ζητήματα που θα θεωρούσαμε αυτονόητα. Έτσι, όμως, ούτε το δημοκρατικό πολίτευμα υπηρετούμε ούτε ανατρέπουμε την τάση συλλογικής αποστασιοποίησης των ψηφοφόρων από τα κόμματα. Ήδη χάθηκαν, τα τελευταία είκοσι χρόνια, περισσότεροι από 1.500.000 ψηφοφόροι από τις κάλπες και θα χαθούν ακόμη περισσότεροι στο μέλλον. Εκτός εάν κάτι αλλάξει …