Ως μαχόμενη Δικηγόρος και δεδομένου ότι όλοι ημείς οι νομικοί οφείλουμε να είμαστε ενεργοί εκφραστές της κοινωνίας και άμεσοι σύμμαχοι και υπερασπιστές των δικαιωμάτων της , νιώθω την ανάγκη να μοιραστώ δημόσια τις θέσεις μου για τις νέες αλλαγές στον Ποινικό μας Κώδικα.
Επιχειρώντας μία μικρή ιστορική αναδρομή , ο Ποινικός Κώδικας στη χώρα μας συντάχθηκε για πρώτη φορά από τα μέλη της Αντιβασιλείας του Όθωνα και συγκεκριμένα από τον Γεώργιο φον Μάουρερ, με βάση τον βαυαρικό κώδικα του 1813, όπως αυτός είχε στη συνέχεια τροποποιηθεί με νεότερα βαυαρικά νομοσχέδια των ετών 1822, 1827 και 1831 και μέχρι τις μέρες έχει υποστεί πολλές τροποποιήσεις με σχετικά νομοθετήματα.
Ευτυχώς αν και αποσοβήθηκε ο κίνδυνος να εξυφαίνονται επί μακρόν , ως «πέπλος της Πηνελόπης» , οι νέες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα – που αποτέλεσαν προϊόν πολυετών διαβουλεύσεων φθάνοντας στο σημείο να προκαλέσουν πολυεπίπεδες κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις – ψηφίστηκαν από το Ελληνικό μας Κοινοβούλιο.
Πιστεύω ακράδαντα , ότι ο νέος Ποινικός Κώδικας ως αποκρυσταλλώθηκε εγκαινιάζει μία νέα εποχή στην νομική πραγματικότητα , εξορθολογίζοντας κατά την άποψή μου την βαρύτητα των αδικημάτων με το επαπειλούμενο πλαίσιο ποινής , αναδεικνύοντας ταυτόχρονα μία σημαντική τάση εξευρωπαϊσμού και εναρμονισμού της νομοθεσίας μας με διεθνή πρότυπα , ανταποκρινόμενη στις νέες ανάγκες της εποχής.
Συγκεκριμένα, τούτο καταδεικνύεται από το γεγονός , ότι σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα διευρύνεται η κατ’ έγκληση δίωξη ορισμένων εγκλημάτων εν όψει του ατομικού χαρακτήρα των πληττομένων εννόμων αγαθών και προβλέπεται ότι σε ορισμένα εκ των αυτεπαγγέλτως διωκόμενων εγκλημάτων (όπως η κλοπή και η φθορά κτλ) η εναντία δήλωση του παθόντος συνιστά λόγο οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης. Με τη ρύθμιση αυτή εξυπηρετούνται πρακτικές ανάγκες (π.χ. επ’ αυτοφώρω καταλαμβανόμενες κλοπές ή φθορές) αλλά λαμβάνεται υπόψη και ο ατομικός χαρακτήρας των προσβαλλόμενων αγαθών.
Ειδικά ως προς το αδίκημα της δωροδοκίας εκείνος που δωροδοκεί θα αντιμετωπίζει ποινές έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, ενώ τώρα ισχύει φυλάκιση από ένα έως πέντε έτη και χρηματική ποινή. Εάν πρόκειται για δωροδοκία κρατικού αξιωματούχου, οι μέχρι τώρα ποινή ήταν μέχρι δέκα έτη, ενώ τώρα ορίζονται ποινές τουλάχιστον τριών ετών.
Αυτό που είναι σημαντικό όμως , είναι , πως για την κακουργηματική απιστία του άρθρου 390 παρ.1 εδ. β’ διατηρήθηκε τελικώς η αυτεπάγγελτη δίωξη κατόπιν των σοβαρών επιφυλάξεων που διατυπώθηκαν κατά τη διαβούλευση επί του σχεδίου σε σχέση με το ενδεχόμενο καταχρηστικής μη υποβολής εγκλήσεως για την πράξη αυτή, ιδίως σε επιχειρηματικούς φορείς μεγάλου μεγέθους εκ μέρους των οργάνων της διοίκησης των ιδίων.
Όσον αφορά τώρα το φλέγον ζήτημα που προέκυψε από το άρθρο 336 ΠΚ που ορίζει την ποινική μεταχείριση του εγκλήματος του βιασμού , το οποίο ορθώς προκάλεσε κοινωνικές αντιδράσεις αν λάβουμε υπόψιν και τα συναφή αυξανόμενα κρούσματα κοινωνικής παθογένειας , με τη νομοτεχνική και κατ’ εμέ νομοβελτιωτική τροποποίηση, αναδιατυπώθηκε η επίμαχη παράγραφος του άρθρου 336 και έτσι αποσαφηνίζεται ο κακουργηματικός χαρακτήρας κάθε εκδοχής του αδικήματος και απαλείφεται η αμφιλεγόμενη ηπιότερη πρόβλεψη ποινής .
Θεωρώ ότι είναι επιβεβλημένη σε ένα κράτος δικαίου η προστασία της γενετήσιας αυτοδιάθεσης και επί τη βάση αυτή θα πρέπει οι ποινές να είναι παραδειγματικές και η στάση της Δικαιοσύνης αμείλικτη ώστε να περιοριστεί άρδην η έξαρση των φαινομένων αυτών.
Επιπλέον , ως κοινωνικά ορθός μπορεί να εκληφθεί και ο περιορισμός του πλαισίου της ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης από 5 έως 20 χρόνια σε 5 έως 15 χρόνια στέρησης της προσωπικής ελευθερίας.
Άτοπη όμως κατά την γνώμη μου θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η πρόβλεψη της μη μετατροπής της ποινής από 3 έως 5 έτη φυλάκισης, γιατί τοιουτοτρόπως επιβαρύνονται πρακτικά σε μεγάλο βαθμό τα σωφρονιστικά κατάστημα .Το εσφαλμένο της ως άνω διάταξης δεν «ισοσκελίζεται» με την δυνατότητα να ζητήσει ο κατάδικος – αφού παραμείνει στις φυλακές από 3,5 έως 6 μήνες – την μετατροπή του υπολοίπου της ποινής του σε παροχή κοινωφελούς εργασίας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η υφιστάμενη αντιρατσιστική νομοθεσία δεν καταργείται αλλά ενισχύεται με τον Νέο Νόμο καθότι το ρατσιστικό κίνητρο συνεκτιμάται στη σωστή συστημικά θέση του και λειτουργεί εις βάρος του καταδικασθέντος κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Με θετικό πρόσημο , από την γενική θεώρηση , των ριζικών αλλαγών που εισφέρονται , θα πρέπει να αξιολογηθεί η απλοποίηση σε γενικές γραμμές των διαδικασιών κίνησης και εξέλιξης της ποινικής δίκης και η εισαγωγή μοντέλων που ανταποκρίνονται στα καλύτερα διεθνή πρότυπα, η συγκέντρωση του ποινικού ενδιαφέροντος στα σημαντικότερα εγκλήματα και η αποκλιμάκωση των απειλούμενων ποινικών κυρώσεων ανάλογα με την βαρύτητα και τη φύση του αδικήματος , αφού πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι νέες διατάξεις έχουν τις προδιαγραφές να οδηγήσουν σε αποτελεσματικές λύσεις, με ταυτόχρονη διατήρηση εις το ακέραιο της προστασίας των συνταγματικών έννομων αγαθών και των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.
Θεωρώ , συμπερασματικά ότι οι νέες ρυθμίσεις έχουν ως κύρια επιδίωξή τους την άμεση και ανεμπόδιστη απονομή της δικαιοσύνης σε ένα σύγχρονο νομικό πλαίσιο. Φυσικά, το αν και κατά πόσο οι νέες ρυθμίσεις θα ανταποκριθούν σε αυτή την ανάγκη και θα επιτελέσουν τον ως άνω σκοπό, θα το δούμε στην πράξη με βάση και τα πορίσματα της νομολογίας. Άλλωστε σύμφωνα με την λατινική ρήση Ratio legis est anima legis. Οψόμεθα..