Την Κυριακή 24 Φεβρουαρίου συμπληρώθηκαν 38 χρόνια από εκείνο το βράδυ, στις 22:59, στο οποίο οι Έλληνες πέρασαν, από το σίριαλ «Φως του Αυγερινού» της Κρατικής Τηλεόρασης, στη σκληρή πραγματικότητα των σεισμών.
Εκείνη η στιγμή, για όσους τη ζήσαμε, δεν θα ξεχαστεί ποτέ και τόσα χρόνια μετά η ίδια ερώτηση παραμένει: «Πού ήσουν και τι έκανες στον σεισμό του 1981;».
Ο Κώστας Ασημακόπουλος θυμάται ακόμα εκείνη την τρομερή βοή, από τα έγκατα της γης, τον προάγγελο της σεισμικής δόνησης 6,7 Ρίχτερ που κλόνισε συθέμελα την πρωτεύουσα.
Στο facebook προφίλ του αποτύπωσε όλο αυτό το βίωμα, το οποίο δεν θα ξεχαστεί ποτέ…
Ηταν 24 Φεβρουαρίου του 1981, λίγα λεπτά πριν τις 11 το βράδυ. Σαν σήμερα πριν 38 χρόνια. Θυμάμαι πως το αδελφάκι μου μόλις είχε αποκοιμηθεί, ο μπαμπάς μου μιλούσε στο τηλέφωνο με το νονό τον Ανδρέα. Η μαμά μου μαζί με τον παππού Παναγιώτη έβλεπε τον «Λουκή» στην ΕΡΤ. Είχα μπουσουλήσει κρυφά πίσω από την πολυθρόνα της. Με κομμένη ανάσα για να μη με ανακαλύψει παρακολουθούσα κρυφά κι εγώ το «Το Φως του Αυγερινού». Ολα αυτά, μέχρι που το μικρό μας πέτρινο σπίτι του «συνοικισμού» στη οδό Κοιμήσεως Θεοτόκου 14 στη Νέα Φιλαδέλφεια άρχισε να τρίζει συθέμελα. Σχεδόν ήταν έτοιμο να καταρρεύσει. Δεν είχαμε ιδέα τι σήμαινε σεισμός. Το μάθαμε εκείνο το βράδυ. Μαζί μάθαμε το τι σήμαινε “φόβος”. Από το σοκ έτρεμαν τα πόδια μου. Η μαμά μου πήρε αγκαλιά τον αδελφό μου Γιώργο. Εγώ κρεμάστηκα από την πλάτη της όταν αυτή άρχισε να τρέχει εν μέσω πεσμένων σοβάδων, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Το μπλακ άουτ της ΔΕΗ επέτεινε τον πανικό. Οι πεσμένοι σοβάδες σου έδιναν την εντύπωση πως το σπίτι πέφτει από στιγμή σε στιγμή. Ο μικρός διάδρομος του χολ μου φάνηκε χιλιόμετρο. Πέτρες και μπάζα είχαν πέσει στην αυλή μας, εκεί που παίζαμε όλη μέρα. Δεν τολμούσαμε να σηκώσουμε το βλέμμα μας ψηλά. Φοβόμασταν πως θα αντικρίσουμε την κατάρρευση του β ορόφου – του διώροφου παραδοσιακού σπιτιού μας – που έμεναν η κυρά Κατίνα και ο κύριος Πολυκράτης.
Ο μπαμπάς προσπαθούσε να βγάλει από το γκαράζ το μικρό «τουγιότα – γκορόλα» (όπως λέγαμε το πρώτο μοντέλο της Toyota Corola). Ηταν «ψείρας» με το αυτοκίνητο. Συνήθως έκανε δέκα λεπτά για να το βάλει και να το βγάλει, αλλά εκείνες τις στιγμές πέρασε σε χρόνο dt και πάνω από τις πεσμένες πέτρες. Ουρλιαχτά και πανικός σε όλη την γειτονιά. Oι κολώνες του δημόσιου φωτισμού πηγαινοέρχονταν από τον εγκέλαδο λες και ήταν κεράκια. Βρήκαμε καταφύγιο μέσα στο αυτοκίνητο έξω από το νεόκτιστο γυμναστήριο του Ιωνικού Νέας Φιλαδέλφειας στη συμβολή των οδών Σάρδεων και Νίκου Τρυπιά.
Η μόνη… χαρά μας ήταν το κλείσιμο των σχολείων και μάλιστα επ΄ αόριστον μέχρι να ελεγχθούν τα δημόσια κτήρια. Τα γειτονόπουλα ήταν η δεύτερη οικογένειά μας, ο Μανώλης, ο Μάρκος, ο Νίκος, ο Γιάννης ο «παστάκιας» και τα άλλα παιδιά. Το «τουγιότα – γκορόλα» έγινε το δεύτερο σπίτι μας για μέρες και νυχθημερόν ακούγαμε τις φήμες που μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα. Ήταν μία φοβερή εμπειρία που δρομολόγησε τη δική μας ενηλικίωση, την αλλαγή εποχής στη Ελλάδα, αλλά και τη μεταμόρφωση της Νέας Φιλαδέλφειας (μαζί με τον σεισμό του 1999) σε ένα αστικό κέντρο που έχασε την έννοια της «γειτονιάς»’’…
ethnos.gr