Δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμα τον θέμα των αποδείξεων, καθώς το υπουργείο Οικονομικών περιμένει την έκβαση της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές για το ύψος του αφορολόγητου μισθωτών-συνταξιούχων.
Οι δανειστές επιμένουν ότι το ύψος του αφορολόγητου που προτείνει η Αθήνα είναι πολύ υψηλό.
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό του ΥΠΟΙΚ, για τις ηλεκτρονικές αποδείξεις δεν θα προβλέπεται ενιαίος, αλλά κλιμακούμενος συντελεστής από 15% έως 40% ανάλογα με εισόδημα.
Προβλέπεται επίσης ότι θα περνούν όλες οι δαπάνες, ακόμη και για τις ΔΕΚΟ, και είναι ενδεικτικό ότι η ΔΕΗ ετοιμάζεται πυρετωδώς να εγκαταστήσει τερματικά αποδοχής POS ώστε οι πληρωμές να γίνονται και με κάρτα. Μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο, η οδηγία του ΥΠΟΙΚ προς τους φορολογούμενους είναι να συλλέγουν τις “χάρτινες” αποδείξεις.
Σύμφωνα με το Εθνος, το σχέδιο για τις αποδείξεις με κάρτες με τις οποίες θα χτίζεται το αφορολόγητο όριο για τους μισθωτούς και συνταξιούχους που προωθεί το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει την καθιέρωση κλίμακας με συντελεστές που θα ξεκινούν από 15% και θα φθάνουν έως 40%, ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος.
Αυτό σημαίνει ότι δεν θα ισχύει ένα ενιαίο ποσοστό π.χ. 10% του συνολικού εισοδήματος που θα πρέπει να καλύπτεται με αποδείξεις για να κατοχυρώσουν οι μισθωτοί και συνταξιούχοι την έκπτωση φόρου των 2.100 ευρώ που οδηγεί σε έμμεσο αφορολόγητο όριο 9.550 ευρώ. Συγκεκριμένα, με βάση το νέο σχέδιο που επεξεργάζονται στο υπουργείο Οικονομικών, θα θεσπιστεί διαφορετικό ποσοστό δαπανών μέσω καρτών, με δεδομένο ότι το αφορολόγητο θα χτίζεται μόνο με πλαστικό χρήμα, που θα καλούνται να καλύψουν οι μισθωτοί και συνταξιούχοι ανάλογα με το ύψος των εισοδημάτων που δηλώνουν στην Eφορία. Η κλιμάκωσή του, σύμφωνα με τις εισηγήσεις, θα κυμαίνεται από 15% για τα χαμηλότερα εισοδήματα και θα φθάνει έως και 40% για τα υψηλά εισοδήματα.
Oσο πιο υψηλό είναι το εισόδημα τόσο μεγαλύτερο θα είναι το ποσοστό που θα πρέπει να καλυφθεί με δαπάνες που πραγματοποιούνται με κάρτες ή συναλλαγή μέσω τραπεζών. Επίσης καταργείται και το πλαφόν των 10.500 ευρώ στην αξία των αποδείξεων για τα εισοδήματα που ξεπερνούν τις 42.000 ευρώ. Το οικονομικό επιτελείο σχεδιάζει να καταθέσει τη σχετική διάταξη στη Βουλή τις επόμενες ημέρες, αφού πρώτα λάβει το «πράσινο φως» από τους δανειστές, οι οποίοι φέρεται να θέτουν θέμα μείωσης του αφορολόγητου ορίου των 9.550 ευρώ που προκύπτει σήμερα μέσω της έκπτωσης φόρου των 2.100 ευρώ. Πάντως για συναλλαγές που πραγματοποιούνται μέχρι την ψήφιση της διάταξης, οι πολίτες μπορούν να κρατούν και τις αποδείξεις που γίνονται με μετρητά οι οποίες θα ληφθούν υπόψη για την κατοχύρωση της έκπτωσης φόρου. Ωστόσο, για άτομα που έχουν γεννηθεί ως 31 Δεκεμβρίου 1950, δηλαδή για όσους είναι πάνω από 65 ετών, δεν θα ισχύει, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, η υποχρεωτικότητα χρήσης πλαστικού χρήματος για τη συγκέντρωση αποδείξεων.
Η συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών θα μπορούν να χρησιμοποιούν μετρητά προκειμένου να καλύψουν με αποδείξεις το ποσοστό του εισοδήματός τους το οποίο θα καθοριστεί για να τύχουν την έκπτωση φόρου των 2.100 ευρώ που οδηγεί αυτόματα σε αφορολόγητο 9.550 ευρώ. Στη διάταξη θα καθορίζονται και οι δαπάνες με πλαστικό χρήμα που θα «χτίζουν» το αφορολόγητο όριο. Oπως έχει δηλώσει ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Τρ. Αλεξιάδης θα «μετράνε» όλες οι αποδείξεις. Ετσι μεταξύ των δαπανών θα περιλαμβάνονται: αγορές από σούπερ μάρκετ, πολυκαταστήματα, καύσιμα, λογαριασμοί ΔΕΚΟ, κινητής και σταθερής τηλεφωνίας, αγορές ηλεκτρικών- ηλεκτρονικών συσκευών, έπιπλα, είδη οικιακής χρήσης, δίδακτρα σε φροντιστήρια, ξενοδοχεία, παροχή υπηρεσιών από υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, λογιστές, ψυχολόγους, εστιατόρια, ταβέρνες, μπαρ, κέντρα διασκέδασης. Για τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με «πλαστικό χρήμα» οι φορολογούμενοι δεν χρειάζεται να διακρατούν τις αποδείξεις στο σπίτι τους
Οι τράπεζες θα αποστέλλουν στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων το σύνολο των δαπανών που πραγματοποιούν οι φορολογούμενοι μέσω χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών που είναι στο όνομά τους. Το σχέδιο προβλέπει υψηλό φοροπέναλτι με τη μορφή του πρόσθετου φόρου για όσους φορολογούμενους προσκομίζουν αποδείξεις λιγότερες από τις απαιτούμενες. Αν και δεν έχει ακόμα προσδιορισθεί το ακριβές ποσοστό του φόρου που θα επιβάλλεται στη διαφορά μεταξύ της αξίας των αποδείξεων που απαιτούνται και εκείνης που συγκεντρώνει ο φορολογούμενος, αρμόδιοι παράγοντες αφήνουν να εννοηθεί ότι μπορεί να φθάνει και το 30%. Επισημαίνεται ότι για τα εισοδήματα του 2015 που θα δηλωθούν φέτος δεν θα ισχύσουν οι αποδείξεις και ο σχετικός κωδικός που έχει προβλεφθεί στο έντυπο Ε1 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος θα είναι ανενεργός.