Πριν από λίγες ημέρες είδε το «φως της δημοσιότητας» μια έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και ελέγχου Νοσημάτων (ΕCDC), σχετικά με τα κρούσματα ιλαράς και ερυθράς στην Ευρώπη κατά την πενταετία 2012-16.
Παιδικές ασθένειες, που τις τελευταίες δεκαετίες υπήρχε η πεποίθηση ότι είχαν εκλείψει λόγω των εμβολίων που χορηγούνταν ήδη από τη βρεφική ηλικία στα παιδιά.
Παρ’ όλα αυτά, τα στοιχεία της έρευνας ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά, προειδοποιώντας πως η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά στην απειλή μιας επιδημίας ιλαράς τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Κατά τους δύο πρώτους μήνες του 2017 περισσότερα από 1.500 κρούσματα ιλαράς καταγράφηκαν σε 14 ευρωπαϊκές χώρες εξαιτίας της «συγκέντρωσης ανεμβολίαστων ανθρώπων» δήλωσαν αξιωματούχοι του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων.
Σε δέκα χώρες – Αυστρία, Βέλγιο, Κροατία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία, Ρουμανία, Ισπανία και Σουηδία – ο αριθμός των κρουσμάτων που αναφέρθηκαν τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2017 ήταν υπερδιπλάσιος εκείνου των δύο πρώτων μηνών του 2016.
Από την 1η Μαρτίου του 2016 ώς τις 28 Φεβρουαρίου 2017, συνολικά 5.881 κρούσματα ιλαράς καταγράφηκαν στην Ευρώπη. Στη Ρουμανία καταγράφηκε το 46% από αυτά, ενώ το 24% στην Ιταλία και το 9% στη Βρετανία.
Η έκθεση του ECDC αναφέρει ότι το πιο ανησυχητικό σχετικά με τις πρόσφατες επιδημίες στην Ευρώπη είναι ότι πρόκειται για μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους και όχι μόνο για παιδιά. Το 2015 και το 2016 σχεδόν το ένα τρίτο όλων των κρουσμάτων ιλαράς στην Ευρώπη αφορούσε ενήλικες άνω των 20 ετών.
Παρ’ όλα αυτά, από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι στην Ελλάδα και την Κύπρο ο τακτικός εμβολιασμός των νηπίων και βρεφών όσον αφορά την πρόληψη των λεγόμενων «παιδικών ασθενειών», αλλά και οι επαναληπτικές δόσεις έως και την ηλικία των 18 χρόνων, οδήγησαν σε μηδενικά κρούσματα ιλαράς και ερυθράς, τόσο το ’15 όσο και το ’16.
«Στην Ελλάδα η ασθένεια της ιλαράς εμφανίστηκε κατά τη διετία 2012-13, κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας που είχε ως συνέπεια πολλές οικογένειες με παιδιά να μείνουν ανασφάλιστες και παράλληλα σε δεινή οικονομική κατάσταση, γεγονός που τους καθιστούσε απαγορευτική ακόμα και τη δαπάνη των δέκα έως είκοσι ευρώ για την αγορά των παιδικών εμβολίων. Εκείνη την περίοδο στο Κοινωνικό Ιατρείο Ελληνικού σημειώθηκε σημαντική αύξηση των επισκέψεων από γονείς οι οποίοι έρχονταν μαζί με τα παιδιά τους, ζητώντας μας να τους κάνουμε τα εμβόλια, γιατί ήταν άνεργοι και δίχως ασφαλιστική κάλυψη.
Τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα κατά την τελευταία διετία, παρά τον στρεβλό τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται η παροχή ιατρικών υπηρεσιών στους ανασφάλιστους, στα δημόσια νοσοκομεία, το συγκεκριμένο μέτρο συνέβαλε στην αύξηση των τακτικών υποχρεωτικών παιδικών εμβολιασμών» επισήμανε στο «Π» ο διευθυντής του Κοινωνικού Ιατρείου Ελληνικού Γιώργος Βήχας.
Νέα απειλή
Παρ’ όλα αυτά η νέα απειλή για την Παγκόσμια Υγεία δεν προκύπτει πλέον μόνο από την οικονομική κρίση, αλλά και από την ανεξέλεγκτη εξάπλωση των «ψεύτικων ειδήσεων» (fake news) που «σαρώνουν» μεταξύ των χρηστών του Διαδικτύου, στα social media.
Στις ψευδείς ειδήσεις και το αντιεμβολιαστικό κίνημα, που έχει κάνει την εμφάνισή του τα τελευταία χρόνια στις λεγόμενες ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και εξαπλώνεται ραγδαία μέσω της διάδοσής του από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποδίδει τα αυξημένα κρούσματα ιλαράς και ερυθράς πέρυσι και κατά τους δύο πρώτους μήνες του ’17 ο Γ. Βήχας.
«Δυστυχώς, διάφορες αμφιβόλου εγκυρότητας επιστημονικές μελέτες και η αρνητική χρήση του Διαδικτύου (social media, αμφιβόλου εγκυρότητας blogs και ενημερωτικές ιστοσελίδες), “γέννησαν” αμφιβολίες σχετικά με την αναγκαιότητα και ασφάλεια των εμβολίων. Προς το παρόν στην Ελλάδα αντίστοιχα φαινόμενα είναι ελάχιστα, όμως θα πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή γιατί ήδη έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους. Εξίσου ανησυχητικό είναι και το γεγονός ότι υποστηρικτές του αντιεμβολιαστικού κινήματος είναι και κάποιοι ιατροί, οι οποίοι προτρέπουν τους ασθενείς και τους γονείς να αποφεύγουν τον εμβολιασμό!» λέει ο Γ. Βήχας, «κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου».
Ψευδείς ειδήσεις
«Το γεγονός ότι δεν βιώνουμε σήμερα τα φοβερά λοιμώδη νοσήματα από τα όποια προστατεύουν τα εμβόλια έχει δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι δεν κινδυνεύουμε πια από αυτά. Ωστόσο αυτό είναι εντελώς λανθασμένο, διότι είναι αποδεδειγμένο πως δίχως επαρκή εμβολιασμό τα “ξεχασμένα” νοσήματα επιστρέφουν πολύ εύκολα» λέει η παιδίατρος Άννα Παρδάλη, επιμελήτρια στο νοσοκομείο Ιασώ Παίδων.
Δυστυχώς, «πολλοί ενήλικοι (σύμφωνα με πρόσφατη διεθνή έρευνα, είναι το 12% κατά μέσον όρο παγκοσμίως και το 25% στη χώρα μας) αμφισβητούν την ασφάλεια των εμβολίων, γεγονός που ο ΠΟΥ αποδίδει τόσο στην παραπάνω ψευδαίσθηση όσο και στη διασπορά μέσω Ίντερνετ αφιλτράριστων και ατεκμηρίωτων πληροφοριών για τις πιθανές παρενέργειές τους» συνεχίζει.
Οι αμφιβολίες για τα εμβόλια άρχισαν το 1998 από μια μελέτη στην οποία ένας Άγγλος γαστρεντερολόγος συσχέτισε το τριπλούν εμβόλιο παρωτίτιδας – ιλαράς – ερυθράς (MMR) με τον αυτισμό.
Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ο γιατρός, που λέγεται Andrew Wakefield, είχε παραποιήσει τα στοιχεία της μελέτης. Για την ενέργειά του αυτή καταδικάστηκε από την αγγλική Δικαιοσύνη και έχασε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος στη Βρετανία, αλλά μετακόμισε στις ΗΠΑ, όπου έχει ιδρύσει ερευνητικό κέντρο και συνεχίζει τις έρευνές του για τα εμβόλια, σύμφωνα με την δρα Ά. Παρδάλη.
Τα εμβόλια σώζουν ζωές
Οι εμβολιασμοί αποτρέπουν σε ετήσια βάση 2-3 εκατομμύρια θανάτους από διφθερίτιδα, τέτανο, κοκκύτη και ιλαρά, αλλά τουλάχιστον άλλο 1,5 εκατομμύριο θάνατοι θα αποφεύγονταν εάν ήταν ικανοποιητική η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού σε όλο τον κόσμο.
Αυτό αναφέρει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, με αφορμή την Παγκόσμια Εβδομάδα Εμβολιασμών (24-30 Απριλίου 2017), τονίζοντας ότι τα υπάρχοντα εμβόλια παρέχουν προστασία εναντίον 26 νοσημάτων, πολλά από τα οποία έχουν σοβαρές και απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές.
Παρότι όμως τα εμβόλια αποτελούν το σημαντικότερο μέτρο προστασίας της δημόσιας Υγείας, πολλοί επίμονα τα αμφισβητούν, με συνέπεια να είναι ανεπαρκής η εμβολιαστική κάλυψη μικρών και μεγάλων εναντίον πολλών ασθενειών.
Στην περίπτωση του αιμόφιλου της ινφλουέντσας, λ.χ., που προκαλεί μηνιγγίτιδα και πνευμονία, η παγκόσμια κάλυψη των νηπίων με τρεις δόσεις του εμβολίου Hib υπολογίζεται σε 64%, ενώ για τον πνευμονιόκοκκο (προκαλεί πνευμονία, μηνιγγίτιδα, βακτηριαιμία, μέση ωτίτιδα, ιγμορίτιδα και βρογχίτιδα) υπολογίζεται σε 37%.
Αντίστοιχα, τρεις δόσεις από το τριπλούν εμβόλιο διφθερίτιδας – τετάνου – κοκίτη έχει κάνει μόνο το 86% των νηπίων όλου του κόσμου (ή 116 εκατομμύρια μωρά, με βάση στατιστικές του 2015), ενώ άλλα 19 εκατομμύρια παραμένουν ανεμβολίαστα.
Στο 83% εξάλλου υπολογίζεται η παγκόσμια κάλυψη με τρεις δόσεις του εμβολίου της ηπατίτιδας Β, ενώ ίδιο είναι και το ποσοστό της παγκόσμιας κάλυψης των βρεφών εναντίον του τετάνου και πολύ χαμηλότερα τα αντίστοιχα ποσοστά άλλων νοσημάτων, όπως της σοβαρής διάρροιας από ροταϊό (23%), της ερυθράς (46%) κ.λπ.
Υπάρχουν επίσης πολλές περιπτώσεις παιδιών που είναι ελλιπώς εμβολιασμένα, καθώς έχουν κάνει μία ή δύο δόσεις αλλά δεν ολοκληρώνουν το εμβολιαστικό σχήμα και δεν κάνουν τις αναμνηστικές δόσεις, πολλές από τις οποίες πρέπει να γίνουν στην προσχολική ηλικία (4-6 ετών).
Η φυσική ανοσία
Ο ΠΟΥ τονίζει πως, ό,τι κι αν θέλουν να πιστεύουν κάποιοι, τα εμβόλια είναι απολύτως απαραίτητα, διότι αφενός η φυσική ανοσία είναι εξαιρετικά επικίνδυνη καθώς ενέχει κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών, αφετέρου η πιστή τήρηση των κανόνων υγιεινής είναι ανεπαρκής για να σταματήσει τα λοιμώδη νοσήματα μια και πολλά από αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την καθαριότητα.
Στην πραγματικότητα, οι πιθανότητες να υπάρξει σοβαρή επιπλοκή από ένα εμβόλιο είναι ένα κλάσμα του κινδύνου που διατρέχουν οι ανεμβολίαστοι άνθρωποι, αν κολλήσουν κάποιο από τα «ξεχασμένα» νοσήματα.
Η ιλαρά, λ.χ., προκαλεί μία ή περισσότερες επιπλοκές στο 30% των ασθενών που την εκδηλώνουν, κυρίως στα παιδιά κάτω των 5 ετών και τους ενήλικες άνω των 20 ετών, σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ. Στις επιπλοκές αυτές συμπεριλαμβάνονται διάρροια, παροδική ηπατίτιδα, πνευμονία (αποτελεί τη συχνότερη αιτία θανάτου από ιλαρά), πυώδης ωτίτιδα, οξεία εγκεφαλίτιδα κ.λπ. Όσον αφορά τους θανάτους, στις ανεπτυγμένες χώρες ανέρχονται σε 1-2 ανά 1.000 κρούσματα ιλαράς (στις αναπτυσσόμενες η θνησιμότητα φθάνει το 25%).
Χωρίς τα εμβόλια, λοιπόν, είναι ορατός ο κίνδυνος να εξαπλωθούν και πάλι (έχουν ήδη επιστρέψει και καταγράφονται μικροεπιδημίες παγκοσμίως) νοσήματα όπως ο κοκκύτης, η ιλαρά ή ακόμα και η πολιομυελίτιδα, που κοντεύει να εκριζωθεί, τονίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1967 στις 04-05-2017