Το σχέδιο εξυγίανσης θα είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες και στις δυνατότητες κάθε χώρας – Η επιτήρηση και οι κυρώσεις
Ως μια καλή βάση, αλλά με επιμέρους «αγκάθια», χαρακτηρίζουν οι αναλυτές στην Αθήνα την πρόταση της Κομισιόν για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, όσον αφορά τη σημασία της για την Ελλάδα. Μια πρόταση που σηματοδοτεί την επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία από το 2024, οπότε και προβλέπεται να τεθούν σε εφαρμογή οι νέοι κανόνες, τερματίζοντας την περίοδο χαλάρωσης που έφερε η COVID-19 και η ενεργειακή κρίση.
Ενα βασικό στοιχείο της πρότασης, που είναι ασφαλώς θετικό για την Ελλάδα, είναι η κατάργηση του λεγόμενου κανόνα του 1/20, δηλαδή της υποχρέωσης μείωσης του χρέους κάθε κράτους-μέλους κάθε χρόνο κατά το 1/20 του υπερβάλλοντος ποσού του 60% του ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο θα υποχρέωνε την Ελλάδα να εμφανίζει εξωπραγματικά πρωτογενή πλεονάσματα 6%-7% του ΑΕΠ ετησίως, βυθίζοντάς τη σε λιτότητα και στερώντας της αναπτυξιακά «καύσιμα». Βεβαίως, στην πράξη αυτός ο κανόνας είχε καταστρατηγηθεί, αλλά οπωσδήποτε έπρεπε να καταργηθεί και τυπικά.
Η πρόταση της Κομισιόν ενδιαφέρεται φυσικά για τη μείωση του χρέους, αλλά τη «βλέπει» να επιτυγχάνεται με διαφορετικό τρόπο. Βάζει στην άκρη την εφαρμογή ενός γενικού κανόνα για όλους και προκρίνει μια προσέγγιση προσαρμοσμένη στις ανάγκες και στις δυνατότητες του κάθε κράτους-μέλους.
Στη βάση της θα βρίσκεται ένα «ολιστικό μεσοπρόθεσμο σχέδιο», όπως το χαρακτηρίζει, που θα ενσωματώνει όχι μόνο δημοσιονομικούς στόχους, αλλά και μεταρρυθμιστικούς και επενδυτικούς, διάρκειας 4 ετών, με δυνατότητα παράτασης για άλλα 3.
Η Κομισιόν, βάσει της ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους τού κάθε κράτους-μέλους, θα εισηγείται μια δημοσιονομική διαδρομή που θα διασφαλίζει την καθοδική πορεία του χρέους. Στη συνέχεια τα κράτη-μέλη θα υποβάλλουν τα σχέδιά τους, δικής τους «ιδιοκτησίας», που θα περιλαμβάνουν και μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, οι οποίες θα διασφαλίζουν τη δημοσιονομική πορεία εξυγίανσης. Τα σχέδια αυτά θα εγκρίνονται από το συμβούλιο υπουργών, κατόπιν εισήγησης της Κομισιόν. Αυτή η α λα καρτ προσέγγιση είναι ασφαλώς πιο ευέλικτη από τους γενικούς κανόνες κι αυτό ικανοποιεί την Ελλάδα. Αντιθέτως, δεν φαίνεται ότι θα αρέσει σε κράτη όπως η Γερμανία, που προτιμούν τους αυστηρούς, ποσοτικούς στόχους.
Κρίσιμο ρόλο στα σχέδια αυτά και σημείο αναφοράς για τον έλεγχο της εφαρμογής τους θα αποτελεί η πορεία των «καθαρών πρωτογενών δαπανών», που θα συμφωνείται, ώστε να διασφαλίζεται η καθοδική πορεία του χρέους. Στην πράξη η αύξηση των δαπανών αυτών δεν μπορεί να ξεπερνάει την αύξηση του μεσοπρόθεσμου ΑΕΠ. Στα αρνητικά για την Αθήνα είναι ότι δεν εξαιρούνται οι επενδύσεις, ούτε οι αμυντικές δαπάνες.
Δύσκολες ισορροπίες
Η παρακολούθηση και κυρίως οι κυρώσεις που προβλέπει η πρόταση της Κομισιόν είναι πιο αμφιλεγόμενες. Κατά τα κοινοτικά ειωθότα, η Κομισιόν επιχειρεί να τηρήσει τις ισορροπίες με τους «βόρειους», προτείνοντας «αυστηρότερους κανόνες εφαρμογής, ώστε να διασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα», όπως αναφέρει η ανακοίνωσή της.
Η αύξηση των δαπανών δεν μπορεί να ξεπερνάει την αύξηση του μεσοπρόθεσμου ΑΕΠ – Δεν εξαιρούνται ούτε οι επενδύσεις ούτε οι αμυντικές δαπάνες.
Συγκεκριμένα, γίνεται αυστηρότερη η λεγόμενη «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος» όσον αφορά την παραβίαση των δεσμεύσεων για το χρέος. Ετσι, αν ένα κράτος-μέλος παρεκκλίνει από την οροφή δαπανών, ενεργοποιείται η διαδικασία.
Σύμφωνα με την πρόταση, τα μεν πρόστιμα που προβλέπονται ήδη (και που επίσης αποδείχθηκαν συχνά ανεφάρμοστα) γίνονται χαμηλότερα, αλλά θα προβλέπεται η αναστολή χρηματοδότησης από τα διαρθρωτικά ταμεία και το Ταμείο Ανάκαμψης σε περίπτωση που δεν λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα από τους παραβάτες των συμφωνιών.
Κυρώσεις προβλέπονται ακόμη και σε περίπτωση μη εφαρμογής των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων.
Η επιτήρηση θα είναι ακόμη αυστηρότερη για τα κράτη που έχουν επωφεληθεί από προγράμματα στήριξης, όπως η Ελλάδα, με το σκεπτικό ότι πρέπει να είναι σε θέση να αποπληρώνουν τα χρέη τους. Ειδικά για τις υπερχρεωμένες χώρες προβλέπονται πιο «σφιχτές» προθεσμίες μείωσης του χρέους τους και πιο εύκολη ένταξη στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, κάτι με το οποίο ήδη εξέφρασε τη διαφωνία της η Ιταλία. Η πρόταση αυτή θεωρείται ότι δύσκολα θα περάσει.
Η στάση της Αθήνας
Η επίσημη αντίδραση του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα στην πρόταση ήταν συγκρατημένη, ενόψει προφανώς μακράς και δύσκολης διαπραγμάτευσης που θα ακολουθήσει. Σύμφωνα με τον κ. Σταϊκούρα, η πρόταση της Κομισιόν «αναγνωρίζει την ανάγκη σημαντικών αλλαγών στο ισχύον πλαίσιο και συμβάλλει ώστε οι σχετικές συζητήσεις να πραγματοποιηθούν σε εποικοδομητική βάση.
»Ολοι οι εμπλεκόμενοι –κράτη-μέλη και θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης– αναγνωρίζουμε την ανάγκη κοινών, ρεαλιστικών κανόνων, οι οποίοι να διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους και παράλληλα να ενισχύουν τη βιώσιμη, χωρίς αποκλεισμούς οικονομική μεγέθυνση στην Ευρώπη, μέσω της υλοποίησης επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων.
»Η Ελλάδα συμμετέχει –και θα συνεχίσει να συμμετέχει– στις συζητήσεις αυτές ενεργά και δημιουργικά, με υπεύθυνες και εμπεριστατωμένες προτάσεις και με στόχο η νέα οικονομική αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ενωσης να διασφαλίζει ότι η μεσομακροπρόθεσμη ευστάθεια και βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών θα συνδυάζεται με την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης».
kathimerini.gr