Τα κουνούπια έχουν ήδη κάνει την εμφάνιση τους λόγω των υψηλών θερμοκρασιών των ημερών και εκτός από την ανεπιθύμητη φαγούρα που προκαλεί το τσίμπημά τους, είναι και φορείς μετάδοσης σοβαρών ασθενειών, όπως η ελονοσία.
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας και Διευθυντής της Ε’ Παθολογικής Κλινικής του «Ευαγγελισμού», Αθανάσιος Σκουτέλης: «Τα κουνούπια πολλές φορές είναι ενδιάμεσοι φορείς διάφορων μεταδοτικών νοσημάτων, δηλαδή τσιμπάνε κάποιον ο οποίος είναι μολυσμένος και το ίδιο κουνούπι τσιμπάει κάποιον άλλο και έτσι μεταδίδεται το μικρόβιο ή ο ιός στο άτομο το οποίο τσιμπάει. Υπάρχουν μερικές λοιμώδεις νόσοι οι οποίες είναι χαρακτηριστικά μεταδιδόμενες με αυτόν τον τρόπο, όπως είναι η ελονοσία», ενώ συνεχίζει, «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να μεταδοθεί και να μην ξεχνάμε ότι η ελονοσία θέριζε στην Ελλάδα, ιδίως στη νότια Ελλάδα περίπου πριν τον πόλεμο. Μετά την αποξήρανση της λίμνης Κοπαΐδας, που ήταν μεγάλο επίτευγμα, σχεδόν εξαφανίστηκε η ελονοσία στην περιοχή. Που σημαίνει ότι όταν εξαφανιστούν οι φορείς εξαφανίζονται και μερικές από τις ασθένειες οι οποίες μεταδίδονται με τα κουνούπια. Γι αυτό και τώρα τελευταία υπάρχουν θύλακες ελονοσίας σε μερικές περιοχές της χώρας, όπως επίσης υπάρχουν και μερικές καινούργιες μεταδιδόμενες νόσοι, όπως είναι ο ιός του Δυτικού Νείλου, αρκετά κρούσματα του οποίου έχουν παρατηρηθεί. Βέβαια, κατά κανόνα είναι καλοήθης νόσος εκτός από ορισμένες περιπτώσεις που μπορεί να προκαλέσει εγκεφαλίτιδα. Σπάνιο μεν, τα νούμερα δεν είναι τόσο ψηλά αλλά υπάρχουν».
Ο πιο καλός τρόπος αντιμετώπισης, καθώς δεν υπάρχει ειδική θεραπεία, εξηγεί ο κ. Σκουτέλης, είναι η εξαφάνιση των ενδιάμεσων φορέων, δηλαδή των κουνουπιών. «Το πρόγραμμα μιας καλής απεντόμωσης, όσον αφορά τα κουνούπια, είναι πολύ βασικό για την εξέλιξη αυτών των νόσων. Πρέπει η απεντόμωση να γίνεται έγκαιρα, δηλαδή πριν από την εμφάνιση του καλοκαιριού, για να εξολοθρευτούν αυτοί οι δυνητικοί φορείς των ιών ή των παρασίτων». Ένα άλλο παράδειγμα, όπως λέει ο κ. Σκουτέλης, είναι ο ιός Τσικουνγκούγια, ο οποίος δεν είναι πολύ συχνός στην Ελλάδα, αλλά, παρόλα αυτά, υπήρχαν μερικά κρούσματα παλιότερα και ουσιαστικά οφείλονταν σε κουνούπια τα οποία φώλιαζαν σε παλιά λάστιχα αυτοκινήτων που ήταν εγκαταλελειμμένα και είχαν κρατήσει λίγο νερό κι αυτό καθιστούσε δύσκολο να εντοπιστούν και να γίνει ψεκασμός.
Αναφορικά με τα συμπτώματα που πρέπει να θεωρηθούν ανησυχητικά, ο καθηγητής λοιμωξιολογίας λέει: «Κυρίως τοπικές αντιδράσεις, όπως είναι ένα ερύθημα ή πυρετός, μπορεί να προκύψουν από ένα τσίμπημα. Ο πυρετός δεν εμφανίζεται αμέσως μετά το τσίμπημα, χρειάζεται κάποιος χρόνος επώασης αλλά σαν ιστορικό πρέπει να το αναφέρουμε στο γιατρό, ότι δηλαδή ήμασταν σε περιοχή όπου υπάρχουν κουνούπια ή ότι μας τσίμπησαν κουνούπια. Δεν σημαίνει φυσικά ότι κάθε φορά που θα μας τσιμπάει ένα κουνούπι θα μας μεταδίδει κάποια αρρώστια. Επειδή όμως ξέρουμε πώς μεταδίδονται κάποιες λοιμώδεις νόσοι καλό θα είναι να αποφεύγουμε να μας τσιμπάνε κουνούπια ή να φροντίζουμε να μην υπάρχουν κουνούπια στην περιοχή».
Ο γεωπόνος Νίκος Θυμάκης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, τονίζει την σημασία της σωστής περιποίησης και συντήρησης του κήπου λέγοντας: «Μία σημαντική αιτία που τα κουνούπια γίνονται περισσότερα στους κήπους ή στις βεράντες είναι η ύπαρξη στάσιμων νερών. Γι αυτό το λόγο, ειδικά εαν έχουμε γκαζόν, προσέχουμε να μην λιμνάζει το νερό. Στη βεράντα, να αδειάζουμε το νερό από τα πιατάκια κάτω από τις γλάστρες. Έτσι, περιορίζουμε τα κουνούπια, ενώ με τη χρήση συγκεκριμένων φυτών, τα απωθούμε». Συγκεκριμένα, επισημαίνει πως, «από τα αρωματικά φυτά, αυτά που απωθούν κουνούπια είναι ο Βασιλικός, το Μελισσόχορτο, η Μέντα και η Αρμπαρόρριζα. Τα 3 πρώτα θέλουν νερό κάθε μέρα, αλλά επαναλαμβάνουμε, προσέχουμε να μην ενροκρατεί το μέρος». Ένα άλλο φυτό που απωθεί τα κουνούπια είναι ο κατηφές, με την άσχημη μυρωδιά του. «Τέλος, αν υπάρχει η δυνατότητα να βρούμε σιτρονέλλα, μη λησμονήσουμε να την βάλουμε σε ευήλια θέση».
Εκτός από τα εντομοκτόνα χώρου και τα εντομοαπωθητικά σώματος τα οποία πωλούνται στο εμπόριο, αντικουνουπική προστασία μπορούμε να δημιουργήσουμε και με τη χρήση φυσικών συστατικών. Αναμειγνύοντας έλαιο ευκαλύπτου με έλαιο λεμονιού, έχουμε ένα αρκετά δυνατό εντομοαπωθητικό, χωρίς τις παρενέργειες των χημικών συστατικών, των αντίστοιχων τυποποιημένων της αγοράς. Ίδιες ιδιότητες έχει και το έλαιο της μέντας το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί στο σώμα ή να ψεκαστεί στο χώρο. Η έντονη μυρωδιά του σκόρδου, το καθιστά επίσης ένα πρώτης τάξης φυσικό εντομοαπωθητικό, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε στο σώμα είτε στο χώρο, αρκεί πρώτα να βραστεί λιωμένο σε νερό.