Με το βλέμμα στραμμένο στις εξελίξεις της διαπραγμάτευσης ελληνικής κυβέρνησης – “Θεσμών”, βρίσκονται οι ξένοι επενδυτές, εξαρτώντας από την αξιολόγηση τις προοπτικές εξόδου της ελληνικής Οικονομίας από την ύφεση.
Στις συναντήσεις με τους Έλληνες τραπεζίτες την εβδομάδα αυτή στο Λονδίνο, οι ερωτήσεις για τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών έπεφταν “βροχή” και οι απαντήσεις κρίνονταν από… την “ομπρέλα” της αξιολόγησης. Η μόνιμη επωδός για το πότε θα κλείσει η αξιολόγηση και εάν η διαπραγμάτευση με τους “Θεσμούς” θα καθυστερήσει κι άλλο, ήταν ενδεικτική της ανησυχίας και της κούρασης των επενδυτών που βλέπουν στην αξιολόγηση το “πράσινο φως” για ένα θετικό σοκ στην ελληνική Οικονομία. Στις ανησυχίες των επενδυτών, οι Έλληνες τραπεζίτες έδωσαν νότα αισιοδοξίας, δηλώνοντας πεπεισμένοι ότι η αξιολόγηση θα κλείσει, διαμορφώνοντας συνθήκες εξόδου από την ύφεση ήδη από το β΄ εξάμηνο του έτους, εφόσον βεβαίως δεν υπάρξει χειροτέρευση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
Στο… “παρασύνθημα”, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ο χειρισμός τους από τις τράπεζες και τα αποτελέσματα σε ποσότητα, ποιότητα και χρόνο στα οποία προσβλέπουν, αποτελούν το κυρίαρχο θέμα για τους ξένους επενδυτές.
Το γεγονός ότι η “μάχη” για τη μείωση των “κόκκινων” δανείων αφορά ήδη έναν όγκο επισφαλών ανοιγμάτων άνω των 100 δις. ευρώ, ενώ επιπλέον απειλείται περαιτέρω αύξησή τους αν δεν προχωρήσουν αξιολόγηση και μεταρρυθμίσεις, ανησυχεί σφόδρα τους επενδυτές για τις επιπτώσεις στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Ενδεικτική της ανησυχίας τους ήταν η επαναφορά του θέματος της bad bank, καθώς ρωτούσαν επιμόνως τους Έλληνες τραπεζίτες για το εάν υπάρχει πρόβλεψη για τη δημιουργία μία κακής τράπεζας στην οποία θα μεταβιβαστούν τα “κόκκινα” δάνεια.
Οι χειρισμοί των τραπεζών στα “κόκκινα” δάνεια, είτε σε εσωτερικό επίπεδο είτε υπό την προοπτική σύμπραξης των funds, συναρτήθηκαν από τους ξένους επενδυτές με την προοπτική κερδοφορίας των τραπεζών. Η δυνατότητα επιστροφής των ελληνικών τραπεζών σε κέρδη από φέτος, ερευνήθηκε διεξοδικά, με τους επενδυτές να ζητούν να μάθουν και το πόσες πιθανότητες υπάρχουν ο στόχος να μην επιτευχθεί.
Ερωτήματα υπήρξαν ακόμη και για το σκέλος της εταιρικής διακυβέρνησης στις τράπεζες και για το εάν η αξιολόγηση των μελών των διοικητικών συμβουλίων, θα οδηγήσει στην ανάγκη μεγάλων αλλαγών.
Σχετικά με τις άλλες βασικές δράσεις των τραπεζών, ενδιαφέρον υπήρξε για τις εξελίξεις στο μέτωπο των θυγατρικών, για την έκταση των πωλήσεων στις οποίες πρέπει να προχωρήσουν οι τράπεζες και για το πώς σχεδιάζονται.
Στην “ατζέντα” των ξένων επενδυτών ήταν και οι προοπτικές βελτίωσης των συνθηκών ρευστότητας και χρηματοδότησης των τραπεζών (με ρυθμό απεξάρτησης από τον ELA και τα ακριβά ομόλογα των πυλώνων ΙΙ και ΙΙΙ), οι οποίες κρίνονται από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Και αυτό διότι μετά την αξιολόγηση αναμένεται: α) τα ελληνικά ομόλογα να ξαναγίνουν αποδεκτά ως ενέχυρα για την άντληση απευθείας ρευστότητας από την ΕΚΤ, μειώνοντας το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, β) να καταστεί δυνατή η συμμετοχή και ελληνικών κρατικών τίτλων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, γ) να βελτιωθεί το κλίμα εμπιστοσύνης που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιστροφή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα και δ) να επιταχυνθούν οι διαδικασίες χαλάρωσης των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.