Οι φιλέλληνες είναι ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ελληνική ιστορία, που βοήθησαν τη χώρα σε δύσκολες στιγμές.
Σε αυτή την ξεχωριστή κατηγορία ανήκει ένας άνθρωπος που ενώ αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την πόλη μας, στην πορεία αποτέλεσε εμβληματική μορφή!
Ο λόγος για τον Ηλία Κόκκινο που όταν ήρθε στην Ελλάδα προσέφερε μεγάλο καλό.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωσήφ Μπλέχινγκερ και γεννήθηκε το 1911 σε μία πόλη στα σύνορα της Δρέσδης. Βαφτίστηκε χριστιανός ορθόδοξος και ονομάστηκε Ηλίας Κόκκινος από το όνομα του πρώτου Λαμιώτη που σκοτώθηκε στο αλβανικό μέτωπο. Η μητέρα του κατάγονταν από την Τσεχία, ο πατέρας του ήταν Αυστριακός και αυτός Γερμανός υπήκοος. Ήταν 30 χρόνων όταν ξέσπασε ο Β” Παγκόσμιος Πόλεμος και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την οικογένειά του και να στρατολογηθεί στον γερμανικό στρατό. Τον πρώτο καιρό υπηρέτησε στην Πολωνία και ύστερα μετατέθηκε στην Ελλάδα.
Η χώρα βρισκόταν υπό την γερμανική κατοχή και ο Μπλέχινγκερ ανέλαβε τη θέση του υπεύθυνου κλειδούχου στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λαμίας. Παρότι βρισκόταν στις υπηρεσίες του γερμανικού στρατού ο Μπλέχινγκερ δεν ήταν Ναζί και όσο μπορούσε βοηθούσε τον κατοίκους της περιοχής. Δεν εμπόδιζε τους Λαμιώτες να κλέβουν τα τρόφιμα των Γερμανών από τα βαγόνια και απελευθέρωσε πολλούς Έλληνες που θα εκτελούνταν. Συνεργάστηκε με τον ΕΑΜ και ενημέρωνε τους αντάρτες για τις ενέργειες των Γερμανών. Πολλοί άρρωστοι Έλληνες, μεταφέρθηκαν με τα γερμανικά τρένα νύχτα στην Λαμία, χάρη στον θαρραλέο Αυστριακό. Η πράξη του να εμποδίσει την καταστροφή της Λαμίας που σχεδίασαν οι Γερμανοί ήταν το αποκορύφωμα της δράσης του. Στις 18 Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί εγκατέλειπαν επιτέλους τη Λαμία.
Στην πόλη παρέμειναν μόνο πέντε Γερμανοί με εντολή να ανατινάξουν όσα κτίρια και εγκαταστάσεις της πόλης μπορούσαν, όταν τα στρατεύματα θα έχουν απομακρυνθεί. Τα πυρομαχικά τοποθετήθηκαν στις αποθήκες του στρατοπέδου με στόχο να εκραγούν τις πρωινές ώρες.
Σύμφωνα με την ιστορία που ήρθε στο φως από τον αείμνηστο Ντίνο Καπράνο περίπου δέκα ημέρες πριν από την αποχώρηση των Γερμανών, ο Μπλέχιγκερ ετοίμασε τα πράγματά του και πήγε να χαιρετίσει τους φίλους του, καθώς και τη Μαρία, μία κοπέλα που εργαζόταν στους οίκους ανοχής των αξιωματικών, την οποία επισκεπτόταν και αντλούσε πληροφορίες. Εκείνη όμως, είχε καταφέρει με τα λίγα γερμανικά που γνώριζε, να αποσπάσει κάποιες πληροφορίες και τον ενημέρωσε ότι οι Γερμανοί είχαν σκοπό να ανατινάξουν το στρατόπεδο Τσαλτάκη.
Ο ίδιος ήξερε ότι υπήρχε τεράστια αποθήκη πυρομαχικών στο στρατόπεδο γιατί όλα τα πυρομαχικά μεταφέρονταν με τρένο από τον σταθμό Λιανοκλαδίου προς τη Στυλίδα για φόρτωση στα καράβια με προορισμό τη Νότια Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή. Μάλιστα αυτή η σιδηροδρομική γραμμή τότε έμπαινε μέσα στο στρατόπεδο και πολλές φορές ο ίδιος ξεφόρτωνε πυρομαχικά από τα βαγόνια.
Μόλις πληροφορήθηκε από τη Μαρία ότι πρόκειται να ανατιναχθεί το στρατόπεδο Τσαλτάκη, πήρε τη μεγάλη απόφαση να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του ώστε να αποτραπούν οι ανατινάξεις και να βοηθήσει τον κόσμο, που είχε γνωρίσει. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να έρθει σε επαφή με έναν Ιταλό, φίλο της Μαρίας, ονόματι Μάριον, που γνώριζε το στρατόπεδο, και του ζήτησε να βρίσκεται εκεί σκοπός για να μπορέσει να μπει από εκεί που έμπαινε συνήθως με τα βαγόνια για να αδειάζουν τα πυρομαχικά. Μετά από αυτό ειδοποίησε την Εθνική Αντίσταση για να προετοιμαστεί το ΕΛΑΝ για το γεγονός, να γνωρίζουν πού θα βρισκόταν ο ίδιος και ότι θα έπρεπε να τον βοηθήσουν για την απεμπλοκή του. Είχε πάρει πλέον την απόφαση ότι δεν θα μπορούσε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του. Δε θα μπορούσε να ίσως να ξαναδεί την οικογένειά του.
Πράγματι, πήγε στο στρατόπεδο, του άνοιξε την πόρτα ο Μάριον και προχώρησε μέσα, όπου υπήρχε ένα ξύλινο κατασκεύασμα με καλώδια. Ο Μπλέχιγκερ δεν ήταν ηλεκτρολόγος, αλλά έβλεπε ότι έπρεπε να καταστρέψει τον μηχανισμό που υπήρχε. Τράβηξε κάποια καλώδια αποσυνέδεσε κάποια άλλα, είδε ότι σταμάτησαν να είναι αναμμένα τα λαμπιόνια που υπήρχαν και θεώρησε ότι είχε κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει. Στη συνέχεια τον παρέλαβαν οι άνδρες της Εθνικής Αντίστασης που τον περίμεναν.
Πηγαίνοντας στη Στυλίδα, στον καπετάνιο Μπεγνή, όταν τον είδαν οι άνδρες που είχαν μαζευτεί εκεί εξοπλισμένοι με όπλα, επειδή ήταν πολύ ξανθός κατάλαβαν ότι ήταν ξένος και νομίζοντας ότι τον οδηγούσαν ως όμηρο όρμησαν πάνω του. Τότε, όμως, ο καπετάν Μπεγνής φώναξε: «Αυτός είναι ο Ιωσήφ». Ο Ιωσήφ ο Αυστριακός γι’ αυτούς, ήταν ένα όνομα γνωστό, γιατί ήταν το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ως συνθηματικό, «οπότε τον πήραν στα χέρια και τον πετούσαν πάνω σαν να ήταν μπάλα», όπως περιγράφει ο γιος του.
Στη συνέχεια, ο Μπεγνής του πρότεινε να τους ακολουθήσει και να του δώσει οπλισμό. Όμως ο Μπλέχιγκερ του είπε: «Εγώ έχω έναν άλλο αγώνα να κάνω. Ο δικός σας αγώνας είναι άλλος και ο δικός μου είναι άλλος. Εγώ πρέπει να επιστρέψω τώρα στην οικογένεια».
Σύμφωνα με τον γιο του, ο πατέρας του αποφάσισε να ενεργήσει έτσι για ανθρωπιστικούς λόγους, γιατί ήταν ένας δημοκράτης και δεν άνηκε στον φασιστικό χώρο. Ο ίδιος δεν θεωρούσε σωτηρία την πράξη του, γιατί πίστευε ότι αυτό θα έκανε κάθε ανθρωπιστής. Θεώρησε ότι έπρεπε να βοηθήσει τον ελληνικό λαό που υπέφερε. Μάλιστα έλεγε «είδα την αδικία, είδα πραγματικά ότι υπήρχε μία μεγάλη αδικία από το χιτλερισμό», ενώ όταν μία δημοσιογράφος τον είχε ρωτήσει για τη δράση του, της είχε πει: «Γράψτε πως είμαι Έλληνας δημοκράτης, τίποτε άλλο».
Ο Μπλέχινγκερ δεν έφυγε ποτέ ξανά από την Ελλάδα, παντρεύτηκε την Αγγελική Καρακώστα και απέκτησε έναν γιο. Ασχολήθηκε με τη βυζαντινή αγιογραφία και πέθανε το 1995. Ταπεινός μέχρι το τέλος ποτέ δεν επιδείκνυε τις πράξεις του και όταν του ζητούσαν να μιλήσει έλεγε: «Γράψτε πως είμαι Έλληνας δημοκράτης, τίποτε άλλο».
Διαβάστε την συνέντευξη που παραχώρησαν στην Λίλιαν Χαχοπούλου για τον Ηλία Κόκκινο, ο γιός του Νίκος και η εγγονή του Αγγελική .
Μια συνέντευξη-αφιέρωμα με φωτογραφίες από το προσωπικό τους αρχείο.
Ο Ηλίας Κόκκινος έφυγε από τη ζωή, στα 84 του χρόνια, ευτυχισμένος που έζησε σε αυτόν τον τόπο και που τον έκανε πατρίδα του.