Πώς ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, ο πληθωρισμός και η άνοδος του λαϊκισμού μπορούν να διαμορφώσουν τις εξελίξεις τα επόμενα χρόνια
Ζούμε σε ένα κόσμο «βαθιών γεωπολιτικών ρήξεων και μεγάλης οικονομικής αβεβαιότητας», σημειώνει σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του στον ιστότοπο The Conversation o Ντέιβιντ Μπαχ, καθηγητής Στρατηγικής και Πολιτικής Οικονομίας στο Διεθνές Ινστιτούτο Διαχείρισης Ανάπτυξης (IMD) της Ελβετίας.
Ως πλέον ενδεικτική αυτής μνημονεύει την πρόσφατη ομιλία του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ στο συνέδριο του ΚΚΚ. Ίσως θα μπορούσε να είναι μία από τις πιο σημαντικές της δεκαετίας, υπογραμμίζει.
Είπε στο ακροατήριο -και στον κόσμο- ότι η πολιτική του «μηδενικών κρουσμάτων COVID-19» που συντρίβει την οικονομική ανάπτυξη, είναι εδώ για να μείνει και ότι το Πεκίνο είναι πιο αποφασισμένο από ποτέ να επανενωθεί με την Ταϊβάν, ειρηνικά εάν είναι δυνατόν και με τη βία εφόσον χρειαστεί.
«Είναι σαφές ότι ο κόσμος δεν επανέρχεται σε κάποιο προ-COVID status quo», τονίζει ο Μπαχ. «Αντίθετα, ένας συνδυασμός από θεμελιώδεις δυναμικές έχει ανατρέψει την προηγούμενη διεθνή τάξη πραγμάτων και έχει εγκαινιάσει μια περίοδο βαθιάς αταξίας».
Με ζητούμενο λοιπόν να καταλήξει σε πολιτικο-οικονομικά σενάρια για τα επόμενα δύο έως πέντε χρόνια, ξεχωρίζει από τέσσερις παραμέτρους: την επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας, τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον αναδυόμενο λαϊκισμό και τον καλπάζοντα πληθωρισμό.
Κατά τη θεώρησή του, είναι οι τομείς που θα έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο τα επόμενα χρόνια στο παγκόσμιο επιχειρηματικό γίγνεσθαι (και όχι μόνο) «ιδίως λόγω της αναμενόμενης αλληλεπίδρασής τους», όπως επισημαίνει.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία
Τα ρωσικά στρατεύματα όχι μόνο απέτυχαν να καταλάβουν τάχιστα το Κίεβο, όπως υπέθεταν στο Κρεμλίνο όσο και πολλοί παρατηρητές στη Δύση, αλλά φαντάζει όλο και πιο πιθανό η Ρωσία να χάσει τον πόλεμο -εκτιμά ο Ντέβιντ Μπαχ- παρά την κινητοποίηση εφέδρων και τις πυρηνικές απειλές.
Υπάρχουν τρεις λόγοι για αυτό, εξηγεί. Η εξαιρετική ψυχραιμία και το θάρρος του ουκρανικού λαού, των Ενόπλων Δυνάμεων και της ηγεσίας της Ουκρανίας. Το απόλυτο χάος στη ρωσική πλευρά. Και η έως τώρα αξιοσημείωτη ενότητα στη Δύση, που παρέχει στις ουκρανικές δυνάμεις προηγμένα οπλικά συστήματα, εκπαίδευση και πληροφορίες, ενόσω «ακρωτηριάζει» σιγά-σιγά τη ρωσική οικονομία μέσω των κυρώσεων.
Ωστόσο, επισημαίνει, η δυτική ενότητα αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη δοκιμασία αυτόν τον χειμώνα, μπροστά στο ενδεχόμενο οι προμήθειες φυσικού αερίου στην Ευρώπη να εξαντληθούν και οι τιμές ενέργειας που έχουν εκτοξευτεί στα ύψη να επιταχύνουν την αναμενόμενη διολίσθηση στην ύφεση
«Ξεχωριστά, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μπορεί κάλλιστα να αμφιταλαντευτούν ως προς την Ουκρανία, αν βρεθούν αντιμέτωπες με θυμωμένους και ξεπαγιασμένους ψηφοφόρους», γράφει χαρακτηριστικά ο Μπαχ, κάνοντας λόγο για μια λίγο-πολύ αυτοεκπληρούμενη προφητεία, εξαιτίας της μεγάλης έως σήμερα εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Και δη της Γερμανίας.
«Το Βερολίνο», γράφει, «το θεωρούσε φθηνότερο και πιο βιώσιμο από τις εναλλακτικές λύσεις. Η μεγαλύτερη εξάρτηση ταίριαζε επίσης σε ένα δόγμα της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής σε βάθος πέντε δεκαετιών έναντι της ΕΣΣΔ και της Ρωσίας, που ονομάζεται “wandel durch handel”: αλλαγή μέσω του εμπορίου».
«Αν και επικίνδυνα αφελής εκ των υστέρων, μια παρόμοια φιλοσοφία συνέχιζε να διέπει την πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Κίνας μέχρι πρόσφατα», παρατηρεί, «δημιουργώντας όχι και τόσο διαφορετικές εξαρτήσεις»…
Οι σινο-αμερικανικές σχέσεις
«Επί τέσσερις δεκαετίες -μετά το ρηξικέλευθο ταξίδι το 1972 του τότε προέδρου των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον στην Κίνα», υπογραμμίζει, «οι ΗΠΑ επεδίωκαν καλύτερες σχέσεις με το Πεκίνο, μέσω στενότερης οικονομικής ολοκλήρωσης».
Όμως το σκηνικό άρχισε να αλλάζει κατά τη δεύτερη προεδρική θητεία του Μπαράκ Ομπάμα, σε απάντηση στην επίδειξη ισχύος από τον πρόεδρο Σι εντός κι εκτός της Κίνας. Στη συνέχεια δε επήλθε η ρήξη με τον εμπορικό πόλεμο επί προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ.
«Αν μη τι άλλο, η κυβέρνηση Μπάιντεν επιτάχυνε τη μετάβαση από τη συνεργασία στην αντιπαράθεση, μέσω ενισχυμένων συμμαχιών ασφαλείας στην περιοχή [Ασίας-Ειρηνικού] με χώρες όπως η Αυστραλία, ελέγχων των εξαγωγών προηγμένης τεχνολογίας, π.χ. στους μικροεπεξεργαστές, και των de facto αμυντικών δεσμεύσεων [των ΗΠΑ] προς την Ταϊβάν», υπενθυμίζει.
Επικαλούμενος επαφές που είχε τους τελευταίους μήνες με εκατοντάδες -κυρίως σε επίπεδο ΕΕ- ανώτερα στελέχη, με αντικείμενο το νέο υπό διαμόρφωση γεωπολιτικό σκηνικό, «πολλοί επεσήμαναν τη δύσκολη απόφαση να αποσυρθούν από τη Ρωσία», γράφει ο Μπαχ.
«Παρ’ όλα αυτά, για τους περισσότερους, η Ρωσία αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 5% της οικονομικής δραστηριότητας» των χωρών τους, τονίζει. «Όταν ρωτήθηκαν τι θα έκαναν αν η κατάσταση στην Ταϊβάν κλιμακωθεί, η σιωπή ήταν εκκωφαντική»…
«Με τεράστια έκθεση τόσο στην αμερικανική, όσο και στην κινεζική αγορά», υπογραμμίζει, «ηγετικά στελέχη σε κλάδους όπως η αυτοκινητοβιομηχανία και πολυτελή αγαθά, παραδέχονται ότι δεν έχουν κανένα εγχειρίδιο δράσης».
Λαϊκισμός
Ένας λόγος για τον οποίο η πολιτική των ΗΠΑ έναντι του Πεκίνου είναι απίθανο να αμβλυνθεί έγκειται στο ότι το θέμα της Κίνας είναι ένα από τα λίγα για τα οποία υπάρχει συναίνεση στο εξαιρετικά πολωμένο εκλογικό σώμα των Αμερικανών, αναφέρει ο Μπαχ.
Ενώ το 2011 μόνο το 36% δήλωνε ότι έβλεπε αρνητικά την Κίνα, με το 51% να έχει θετική γνώμη, μέχρι το 2022 ένα εντυπωσιακό 82% ήταν αρνητικά διακείμενο. Ποσοστό που έπεται αντίστοιχων στη Σουηδία, στην Ιαπωνία και στην Αυστραλία, επισημαίνει.
Στο μεσοδιάστημα, οι ψηφοφόροι σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες δυσπιστούν όλο και περισσότερο έναντι της παγκοσμιοποίησης, τονίζει, με ώθηση την αυξανόμενη οικονομική ανισότητα.
«Παράλληλα, η υποστήριξη για τη δημοκρατία έχει αποδυναμωθεί, ιδίως μεταξύ των νέων», αναφέρει. Προς τούτο, επικαλείται σχετική, παλαιότερη έρευνα πολιτικών επιστημόνων των πανεπιστημίων Τζον Χόπκινς και Κέιμπριτζ, βάσει της οποίας το 75% των Αμερικανών που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1930 συμφωνούσαν ότι είναι «απαραίτητο να ζει κανείς σε μια δημοκρατία». Το αντίστοιχο ποσοστό στις τάξεις των millennials ήταν μόλις 28%.
«Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται σε πολλές άλλες χώρες», γράφει ο Μπαχ. «Κάτι που έχει ωθήσει στην εξουσία διάφορους λαϊκιστές, από τον Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία και τον Ζαΐρ Μπολσονάρου στη Βραζιλία, μέχρι τον Ντόναλντ Τραμπ και, πιο πρόσφατα, την Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία -την πιο ακροδεξιά επικεφαλής στη χώρα μετά τον Μουσολίνι». «Σημειώστε ότι η Ιταλία είχε τα δεύτερα υψηλότερα ποσοστά δυσαρέσκειας με τη Δημοκρατία παγκοσμίως σε έρευνα του 2021», υπογραμμίζει. Πρώτη ήταν η Ελλάδα…
Πληθωρισμός
Αυτή η βαθιά δυσαρέσκεια με την επικρατούσα πολιτικο-οικονομική τάξη υπήρχε, δε, πριν καν ο πληθωρισμός φτάσει σε επίπεδα που είχαν να καταγραφούν εδώ και τέσσερις δεκαετίες.
«Αυξάνοντας τα επιτόκια αναφοράς ως απάντηση, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποδέχονται ότι μπορεί να προκαλέσουν ύφεση», συμπληρώνει ο Μπαν. «Οι περισσότεροι αναλυτές την αναμένουν και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού εντός του 2023».
Στο μεσοδιάστημα, παρατηρεί, η πολιτική «μηδενικών κρουσμάτων COVID19» στην Κίνα συνεχίζει να αποδυναμώνει τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, ενώ η προβληματική κινεζική αγορά ακινήτων απειλεί να «καταπιεί» το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ο Γάλλος νέος επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, Πιέρ-Ολιβιέ Γκουρενσά, δεν μάσησε τα λόγια του για την παγκόσμια οικονομία στην ετήσια σύνοδο του οργανισμού, στις αρχές Οκτωβρίου. Προειδοποίησε ότι «τα χειρότερα» δεν έχουν ακόμη έρθει, χαρακτηρίζοντας τις προοπτικές «πολύ οδυνηρές».
Όμως ένας ακόμη μεγαλύτερος φόβος, τονίζει ο Μπαχ, είναι ο στασιμοπληθωρισμός, με αυξήσεις των επιτοκίων που συνθλίβουν την ανάπτυξη, εκτοξεύουν την ανεργία στα ύψη και αποτυγχάνουν να μειώσουν ουσιαστικά τον πληθωρισμό.
Η δε αλληλεπίδραση μιας τέτοιας οικονομικής δυναμικής με τον αντικαθεστωτικό λαϊκισμό -επισημαίνει- θα ήταν σίγουρα βαθιά αποσταθεροποιητική σε μια ήδη κλονισμένη παγκόσμια τάξη.
Τέσσερα σενάρια
Ξεκαθαρίζοντας ότι τα σενάρια με τα οποία καταπιάνεται «δεν αφορούν την πρόβλεψη του μέλλοντος», αλλά «την προετοιμασία για το μέλλον εν μέσω αβεβαιότητας», ο Ντέιβιντ Μπαχ «στενεύει» τη στόχευσή του σε δύο διαστάσεις: την οικονομική και τη γεωπολιτική.
«Όσον αφορά την οικονομική διάσταση, η καλύτερη περίπτωση είναι οι Κεντρικές Τράπεζες και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να θέσουν γρήγορα υπό έλεγχο τον πληθωρισμό, η ύφεση στις μεγάλες αγορές να είναι βραχύβια και η παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη να αρχίζει το δεύτερο εξάμηνο του 2023 και επιταχύνεται το 2024», αναφέρει.
«Στο άλλο άκρο, οι επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων μπορεί να φέρουν στην επιφάνεια και να επιδεινώσουν τις διαρθρωτικές αδυναμίες της παγκόσμιας οικονομίας, οδηγώντας σε μια περίοδο παρατεταμένου στασιμοπληθωρισμού».
Παρομοίως στη γεωπολιτική, προσθέτει, ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν μπορεί να ανακαλύψει μια υποχώρηση στην Ουκρανία που θα σώζει τα προσχήματα, ενώ ο Σι -έχοντας εξασφαλισμένη την τρίτη θητεία του- μπορεί να περιορίσει τη ρητορική του όσον αφορά την Ταϊβάν.
Στον αντίποδα και στο δυσμενές σενάριο, η κατάσταση στην Ουκρανία θα μπορούσε να επιδεινωθεί απότομα, εάν για παράδειγμα ο Πούτιν επιλέξει να χρησιμοποιήσει τακτικά πυρηνικά όπλα ή εάν το ΝΑΤΟ εμπλακεί άμεσα στη σύγκρουση.
Εν τω μεταξύ, ο εθνικιστικός οίστρος θα μπορούσε να οδηγήσει τον Σι να θέσει τελεσίγραφο στην Ταϊβάν ή ακόμη μια ακούσια χρήση βίας, από οποιαδήποτε πλευρά, να πυροδοτήσει μια ευρύτερη σύγκρουση.
Με βάση τον συνδυασμό αυτών των διαφορετικών πιθανοτήτων και με γνώμονα τα «μαθήματα» του παρελθόντος, ο καθηγητής Μπαζ επιχειρεί να διαβλέψει τις πιθανές εξελίξεις.
Μια νέα τάξη πραγμάτων
Ο Μπαχ δεν αποκλείει θεωρητικά και εξ ορισμού μια περίοδο διεθνούς συνεργασίας, με άμβλυνση των παγκόσμιων εντάσεων και γρήγορη ανάκαμψη της οικονομίας, ως μια οιονεί αναβίωση της «χρυσής δεκαετίας» του 1920 που πολλοί προέβλεπαν, καθώς είχαν αρχίσει να αναπτερώνονται οι ελπίδες για το τέλος της πανδημίας της COVID-19.
«Εναλλακτικά, μπορούμε να φανταστούμε μια οικονομική ανάκαμψη χωρίς χαλάρωση των παγκόσμιων εντάσεων», αναφέρει, παραπέμποντας χρονικά στις αρχές της δεκαετίας του 1980, «όταν η αποφασιστική δράση του προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Πολ Βόλκερ, μείωσε τον πληθωρισμό και μετά από μια σύντομη ύφεση, η ανάπτυξη επανήλθε και το χρηματιστήριο γνώρισε άνθιση».
Σε διεθνές επίπεδο ωστόσο τα πράγματα ήταν λιγότερο ρόδινα, υπενθυμίζει. Η αμερικανο-σοβιετική εκτόνωση της δεκαετίας του 1970 έφτασε στο τέλος της έπειτα από μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών Αγώνων του 1980 και του 1984, έναν πόλεμο δια αντιπροσώπων στο Αφγανιστάν και μια νέα κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών.
Η δεκαετία του 1970 είναι το τρίτο ιστορικό παράδειγμα που επικαλείται. Είχε στασιμοπληθωρισμό, με εκτίναξη των τιμών, επίμονα υψηλή ανεργία και πολλές εργατικές διαμάχες. «Ωστόσο οι παγκόσμιες εντάσεις είχαν χαλαρώσει, τουλάχιστον μεταξύ των υπερδυνάμεων», παρατηρεί.
Υπάρχει εν τω μεταξύ και μια άλλη δεκαετία του 20ου αιώνα με υψηλή ανεργία, χαμηλή ανάπτυξη και οικονομική αναταραχή: εκείνη του 1930.
«Ο φασισμός σάρωσε τις εκκολαπτόμενες δημοκρατίες, οι παγκόσμιες εντάσεις κλιμακώθηκαν και ο κόσμος βίωσε μια καταστροφή που παραμένει», μέχρι σήμερα τουλάχιστον, «μοναδική στην παγκόσμια ιστορία».
Σε κάθε περίπτωση «ο σημερινός κόσμος είναι πολύ διαφορετικός από εκείνες τις δεκαετίες», καταλήγει, και «πιο σημαντικό είναι να γίνει αντιληπτό από επικεφαλής επιχειρήσεων, κυβερνήσεις και καθέναν ξεχωριστά ότι η προηγούμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων έχει χαθεί».
«Η παγκοσμιοποίηση δεν θα τελειώσει ξαφνικά, όμως οι επιχειρήσεις θα λαμβάνουν όλο και περισσότερο αποφάσεις που θα υπερβαίνουν την αναζήτηση του φθηνότερου προμηθευτή ή της μεγαλύτερης νέας αγοράς».
Αυτή η περίοδος αναταραχής θα μπορούσε να είναι σύντομη ή μακρά, υπογραμμίζει, και ο αντίκτυπος σε οργανισμούς και σε κοινωνίες θα μπορούσε να είναι από περιορισμένος έως δραματικός, με σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ βιομηχανιών και περιοχών.
in.gr