Ο Ελβετός εξτρεμιστής που κατηγορήθηκε για τρομοκρατία χάθηκε μυστηριωδώς το 1995 πάνω από ένα ελληνικό πλοίο ανοιχτά της Ηγουμενίτσας – Βιβλίο ισχυρίζεται ότι δεν πέθανε, αλλά «απήχθη» και ζει μόνιμα στην Κούβα
Κατευθείαν από τον τίτλο του -«Τρομοκράτης και πράκτορας της CIA»- το τελευταίο βιβλίο του δρος Αντριαν Χένι πυροδοτεί μια βόμβα μεγατόνων στην πολιτική ιστοριογραφία και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά ειδικά στη μελέτη της τρομοκρατίας. Βάσει νέων τεκμηρίων που ανακάλυψε ο ίδιος και τα οποία ήταν καταχωνιασμένα στα αρχεία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, ο Χένι γκρεμίζει τον δήθεν ηρωικό μύθο του Μπρούνο Μπρεγκέ ενός αστέρα της «ένοπλης πάλης» εναντίον του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού κ.λπ., όπως παρουσιαζόταν και αυτοπροσδιοριζόταν η τρομοκρατία την περίοδο κορύφωσης του Ψυχρού Πολέμου και για περίπου τρεις δεκαετίες (’60-’90).
Ο Μπρεγκέ έζησε, έδρασε και χάθηκε μυστηριωδώς, αφήνοντας πίσω του πλήθος αναπάντητων ερωτηματικών – αλλά και ένα μισοερειπωμένο πέτρινο σπίτι στο χωριό Πέρδικα Θεσπρωτίας, όπου και ζούσε τα τελευταία χρόνια της εμφανούς παρουσίας του σε αυτόν τον κόσμο, παριστάνοντας τον ταπεινό ξυλουργό, ενδεχομένως κατά το πρότυπο του Ιωσήφ. Ο Μπρεγκέ, άλλωστε, είχε στενές σχέσεις με την Ελλάδα, καθώς, π.χ., η έως σήμερα ανεξήγητη εξαφάνισή του συνέβη ενώ επέβαινε σε ελληνικό πλοίο, ταξιδεύοντας οικογενειακώς προς την Ιταλία. Επίσης, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, ο Μπρεγκέ φέρεται να είχε επαφές με εγχώριες εξτρεμιστικές οργανώσεις, όπως η «17 Νοέμβρη», ο ΕΛΑ κ.λπ.
Στο βιβλίο του ο Χένι δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για τον διπλό ρόλο του Μπρεγκέ: κι όμως, αυτός ο άνθρωπος, ένα αρχέτυπο για κάθε επίδοξο αντάρτη πόλεων και ανατροπέα του φαύλου καπιταλισμού, αυτός ο «ήρωας» δεν ήταν μόνο ένας ανιδιοτελής επαναστάτης που έπαιζε τη ζωή του κορόνα-γράμματα για μια πιο δίκαιη κοινωνία κ.λπ. Ο Μπρούνο Μπρεγκέ λάμβανε επί χρόνια μηνιαίο μισθό ύψους 3.000 δολαρίων από τη CIA, εν είδει ανταμοιβής για τις υπηρεσίες που προσέφερε ως σκιώδης πληροφοριοδότης, σαν «καρφί» και σπιούνος των συντρόφων του, κυρίως στην οργάνωση του διαβόητου αρχιτρομοκράτη Κάρλος, γνωστότερου με το προσωνύμιο «Τσακάλι».
Η συγκεκριμένη αποκάλυψη αποτελεί μείζονα ανατροπή στη μυθολογία που ως έναν βαθμό καλλιεργήθηκε συστηματικά από την άκρα, την αυτοαποκαλούμενη «Επαναστατική» Αριστερά και, φυσικά, από τους πιο μαχητικούς κύκλους του αντεξουσιαστικού χώρου. Με άλλα λόγια, το βιβλίο του Χένι αποκαθηλώνει τον Μπρούνο Μπρεγκέ από το βάθρο του ειδώλου και ολίγον τι «μάρτυρα» της ένοπλης πάλης καταφέροντας πλήγμα στην ιδιότυπη γοητεία που υποτίθεται πως ασκεί ο επαναστατικός ρομαντισμός της Αριστεράς γενικότερα. Ο Μπρεγκέ θεωρούνταν τόσο σημαντικός ώστε ακόμη και το 2011, δηλαδή 16 ολόκληρα χρόνια μετά από την εξαφάνισή του, ο Κάρλος απηύθυνε ιδιαίτερη έκκληση στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, τον Μπαράκ Ομπάμα, ειδικά για εκείνον.
Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια μιας από τις δίκες εις βάρος του στο παρισινό Ανάκτορο της Δικαιοσύνης (το Palais de Justice), ο Κάρλος διάβασε το κείμενο της έκκλησης προς τον πλανητάρχη, η οποία κατήγγειλε ότι οι ΗΠΑ έφεραν ακέραια την ευθύνη για τη σύλληψη και την εξαφάνιση ενός «διεθνούς μαχητή», όπως τον χαρακτήριζε. Ως εκ τούτου, ζητούσε από τον Ομπάμα να απελευθερώσει αμέσως τον Μπρεγκέ. Σε περίπτωση, δε, που οι πράκτορες της CIA τον είχαν ξεπαστρέψει, ο Κάρλος απαιτούσε από τον Αμερικανό πρόεδρο «να επιστρέψετε τα υπολείμματά του».
Γιατί έγινε προδότης
Ο δρ Αντριαν Χένι είναι καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας, με πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό έργο ειδικά στον τομέα της τρομοκρατίας. «Εστιάζω στη σύγχρονη ιστορία της κατασκοπείας, της προπαγάνδας και της πολιτικής βίας», αναφέρει ο ίδιος, καθώς αυτοσυστήνεται, συνοψίζοντας το βιογραφικό του σε μερικές λέξεις. Αν και σχετικά νέος -43 ετών- ο Χένι ήδη θεωρείται αυθεντία διεθνώς στην ιστορία της τρομοκρατίας, η οποία πλέον αποτελεί αντικείμενο συστηματικής διερεύνησης σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Ο δρ Χένι, μάλιστα, είναι διακεκριμένος συνεργάτης του Κέντρου Μελετών Τρομοκρατίας της Ουάσινγκτον. Επίσης, είναι Ελβετός, όπως και ο Μπρούνο Μπρεγκέ.
Σε συνέντευξή του σε ελβετικό τηλεοπτικό δίκτυο πριν από μερικές ημέρες, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του, ο Χένι αποκάλυψε ότι «με βάση τα αρχεία που βρήκα στις ΗΠΑ, προκύπτει ότι ο Μπρεγκέ άρχισε να εργάζεται για λογαριασμό των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών το 1991. Εκτοτε και για αρκετά χρόνια, ως πράκτορας, έδινε πληροφορίες στη CIA για τις κινήσεις που σχεδίαζε ιδιαίτερα η ομάδα του Κάρλος, καθώς και άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις ανά τον κόσμο. Τα έγγραφα που ανακάλυψα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης ότι ο Μπρούνο Μπρεγκέ δούλεψε για τη CIA επί ένα μεγάλο διάστημα. Η CIA τον πλήρωνε 3.000 δολάρια τον μήνα. Από αυτή την άποψη, ήταν ένας κανονικός πράκτοράς της».
Ο Χένι αναφέρει επίσης κάτι σημαντικό, από την άποψη ελληνικού ενδιαφέροντος: «Ο Μπρεγκέ θα πρέπει να έδωσε στη CIA πληροφορίες σχετικά με τις ακροαριστερές εξτρεμιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα. Βέβαια, αυτό είναι μια δική μου υπόθεση, διότι δεν βρήκα χειροπιαστές αποδείξεις. Γενικότερα είναι δύσκολο να αξιολογήσει κάποιος τι είδους στοιχεία έδινε στη CIA. Το σίγουρο είναι ότι ενημέρωνε τους Αμερικανούς σχετικά με το τι κάνουν μέλη της ομάδας του Κάρλος, τα οποία όμως ήταν ανενεργά για αρκετό καιρό ως προς τις τρομοκρατικές επιθέσεις, διότι μετακινούνταν διαρκώς για να αποφύγουν τη σύλληψη».
Ο Χένι έφτασε στο καυτό μυστικό, ότι δηλαδή o Μπρεγκέ ήταν πράκτορας, από σπόντα, καθώς η αναφορά στη στρατολόγησή του βρισκόταν στον φάκελο που τηρούσε η CIA για κάποιον άλλον, τον Φρανσουά Ζενού, έναν νεοναζιστή Ελβετό τραπεζίτη ο οποίος συμπεριλαμβανόταν στα πρόσωπα που κατασκόπευε ο Μπρεγκέ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκαλύφθηκε το τι πραγματικά έκρυβε πίσω από το προσωπείο του θανάσιμα επικίνδυνου τρομοκράτη.
Ωστόσο, παρά την εις βάθος έρευνά του, ο καθηγητής Χένι παραδέχεται πως δεν έχει ξεκλειδώσει εντελώς τον γρίφο του Μπρούνο Μπρεγκέ. Υπό την έννοια ότι δεν κατάφερε να εξακριβώσει το κίνητρό του, το γιατί από πολέμιος του status quo, ο Μπρεγκέ αποφάσισε να γίνει υπηρέτης του: «Γιατί, άραγε, να προδώσει την οργάνωσή του, τις πεποιθήσεις του, για να συνεργαστεί με τους αντιπάλους του, τη CIA, που τη μισούσε ανέκαθεν;
Είναι πιθανόν να απογοητεύτηκε, να ένιωσε ο ίδιος προδομένος. Από τη μία, ο Κάρλος είχε αρχίσει να χάνει την εμπιστοσύνη του στον Μπρεγκέ. Από την άλλη, ο Μπρεγκέ αναλάμβανε να εκτελέσει όλο και πιο επικίνδυνες αποστολές, ενώ την ίδια στιγμή οι επικεφαλής της οργάνωσης ζούσαν μέσα στην ασφάλεια και την πολυτέλεια στη Δαμασκό. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι του έταξαν διάφορα, υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν. Του χρωστούσαν χρήματα από κάποια επιχείρηση “απαλλοτρίωσης”, κοινώς ληστεία. Και, ύστερα, ήταν το ιστορικό σκηνικό της εποχής».
Στο σημείο αυτό, ο Χένι τόσο στη συνέντευξη όσο και στο βιβλίο του αναλύει το πώς άτομα όπως ο Μπρεγκέ μεσουράνησαν σε μια ιστορική συγκυρία όπου η σκληρή τρομοκρατία εν ονόματι κάποιας ιδεολογίας είχε νόημα, το οποίο χάθηκε, σχεδόν αυτοστιγμεί, μετά την κατάρρευση του Σιδηρού Παραπετάσματος και του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Οπως εξηγεί ο δρ Χένι, «στην αρχή της δεκαετίας του ’90, ύστερα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, τότε που η Σοβιετική Ενωση βρισκόταν στα τελευταία της, ο Μπρούνο Μπρεγκέ συνειδητοποίησε ότι ο κόσμος του ακροαριστερού εξτρεμισμού τελείωνε. Και ότι η συνεργασία με τη CIA ήταν η τελευταία ευκαιρία για να πουλήσει ακριβά το τομάρι του».
Το μεγάλο πάρτυ της τρομοκρατίας
Ο Μπρούνο Μπρεγκέ γεννήθηκε το 1950 στην Ελβετία. Το 1970, σε ηλικία μόλις 20 ετών, είχε ήδη συλληφθεί για πρώτη φορά στη Χάιφα, ως ιδιαίτερα επικίνδυνος τρομοκράτης. Επάνω του βρέθηκαν 2 κιλά εκρηκτικής ύλης. Ως τα 27 του ο Μπρεγκέ γνώρισε εκ των έσω το ισραηλινό σωφρονιστικό σύστημα και ιδιαίτερα τη μεταχείριση που επιφυλάσσει σε όσους αποτελούν απειλή για την κρατική ασφάλεια. Υστερα από την εμπειρία του στις ισραηλινές φυλακές, ο Μπρεγκέ συνέγραψε ένα μικρό βιβλίο με τις αναμνήσεις του, με τίτλο «Η σχολή του μίσους».
Εκτοτε, η σταδιοδρομία του στον ένοπλο/επαναστατικό χώρο ακολούθησε λίγο πολύ την προδιαγεγραμμένη τροχιά κάθε διεθνούς τρομοκράτη: καταζητούμενος, κρυπτόμενος, περιφερόμενος ανά την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή κ.ο.κ. Ωστόσο, ακριβώς όπως επισημαίνει ο δρ Χένι, ο Μπρεγκέ ήταν ένας τρομοκράτης με το προφίλ της εποχής του. Και σε εκείνη την εποχή, την προ της πτώσεως του υπαρκτού σοσιαλισμού, μια ιστορική περίοδο εντελώς διαφορετική απ’ ό,τι μπορεί να φαντάζεται κάποιος σήμερα, η τρομοκρατία κατείχε πρωταγωνιστικό ρόλο στον δημόσιο βίο ολόκληρου του πλανήτη.
Οι βομβιστικές επιθέσεις, οι απαγωγές, οι πειρατείες σε αεροπλάνα και πλοία, τα πτώματα και το αίμα στους δρόμους των πόλεων ήταν μέρος της καθημερινής -σχεδόν- επικαιρότητας. Για παράδειγμα, το 1974 το «Τσακάλι» απήγαγε στη Χάγη τον Γάλλο πρεσβευτή μαζί με 10 ακόμη άτομα. Ο Κάρλος απαιτούσε την ανταλλαγή των 11 ομήρων με την απελευθέρωση ενός Ιάπωνα, ο οποίος είχε συλληφθεί στη Γαλλία ως τρομοκράτης. Το 1975, ο Κάρλος ανέβηκε επίπεδο, πραγματοποιώντας ένα παρανοϊκά τολμηρό σχέδιο: εισέβαλε στη σύνοδο των κρατών-μελών του πετρελαϊκού συνδέσμου OPEC στη Βιέννη και πήρε ομήρους 70 από τους συνέδρους. Ακολούθως σκότωσε τρεις από αυτούς, εν τέλει όμως διέφυγε με τα λύτρα, κάπου 15 με 50 εκατ. δολάρια.
Περίπου την ίδια εποχή, το 1976, η γερμανική τρομοκρατική οργάνωση «Επαναστατικοί Πυρήνες» προχώρησε στην αιματηρή αεροπειρατεία σκάφους της Air France, γνωστή και ως «Επιχείρηση Εντεμπε», μια και το αεροσκάφος κατέληξε στην Ουγκάντα, όπου επενέβησαν Ισραηλινοί κομάντο, σκοτώνοντας δύο από τους τρομοκράτες.
Το 1977, η «Φράξια Κόκκινος Στρατός» (RAF), δηλαδή ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ, αιματοκύλισε τη Γερμανία με μια σειρά από φονικά χτυπήματα. Και την επόμενη χρονιά οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» στην Ιταλία απήγαγαν, πέρασαν από «προλεταριακό δικαστήριο» και εν τέλει θανάτωσαν τον πρώην πρωθυπουργό και ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών Αλντο Μόρο.
Τα προηγούμενα είναι μερικά μόνο από τα πιο θεαματικά -και εξίσου τραγικά- τρομοκρατικά εγχειρήματα. Ακολούθησαν κι άλλα, ενώ ο φόρος αίματος εν ονόματι πολιτικών και εθνικοθρησκευτικών διεκδικήσεων (με τη δράση οργανώσεων όπως η βασκική ΕΤΑ, ο ιρλανδικός ΙRΑ, διάφορες παλαιστινιακές οργανώσεις κ.ά.) είχε ξεκινήσει επισήμως το 1972, με το μακελειό στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, με 17 νεκρούς. Αυτό είναι το ιστορικό σκηνικό στο οποίο εντάσσονται η προσωπικότητα, ο βίος και η πολιτεία του Μπρούνο Μπρεγκέ.
Ο Ελβετός τρομοκράτης
Η μεσοαστική οικογένεια Μπρεγκέ κατοικούσε στην κωμόπολη Μινούσιο, στο καντόνι του Τιτσίνο, κοντά στo Λοκάρνο. O Μπρούνο, o μεγαλύτερος από τους δύο γιους, γεννήθηκε το 1950 και, μεγαλώνοντας, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Σε κάποια στιγμή της ιδεολογικής ανατροφής του, ο Μπρεγκέ μυήθηκε στη θεωρία και την πρακτική του επαναστατικού μαρξισμού-λενινισμού – και δη στη στρατιωτική εκδοχή του καθαυτή. Τάχθηκε στο πλευρό του παλαιστινιακού λαού, ο οποίος πάλευε για την ανεξαρτησία του, γι’ αυτό και εντάχθηκε ως εθελοντής στο Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης.
Παρότι δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία σχετικά, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι έλαβε πολεμική εκπαίδευση σε στρατόπεδο Παλαιστινίων μαχητών στον Λίβανο, ακολουθώντας έναν δρόμο που πήραν εκείνη την εποχή πολλοί εξεγερμένοι Ευρωπαίοι, νεαροί αλλά και όχι μόνο. Το 1970, όταν αποπειράθηκε να περάσει στο Ισραήλ, έχοντας κρυμμένα στη ζώνη του εκρηκτικά, συνελήφθη. Καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκισης, δεν εξέτισε όμως ολόκληρη την ποινή του, κατόπιν μιας συντονισμένης εκστρατείας υποστήριξης του εκ μέρους διαπρεπέστατων Ευρωπαίων διανοουμένων, όπως οι Ζαν-Πολ Σαρτρ, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Γκίντερ Γκρας, Λουί Αλτουσέρ, Ρολάν Μπαρτ, Μισέλ Φουκό, Ντάριο Φο, Αλμπέρτο Μοράβια, Νόαμ Τσόμσκι κ.α.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Μπρεγκέ γνωρίστηκε με τον Φρανσουά Ζενού, τον Ελβετό θαυμαστή του Χίτλερ, ο οποίος βοήθησε τον Μπρεγκέ να βρει δικηγόρο, στηρίζοντας παράλληλα την οικογένειά του.
Η απόλυσή του από τις φυλακές και αμέσως μετά η συγγραφή του βιωματικού βιβλίου «Η σχολή του μίσους» ανέδειξαν τον Μπρεγκέ σε ίνδαλμα της διεθνούς τρομοκρατίας – παρότι το μόνο «κατόρθωμά» του ήταν ότι συνελήφθη προτού καν προβεί σε οποιαδήποτε εξτρεμιστική ενέργεια. Και, μάλιστα, όχι μόνο στη Χάιφα το 1970, αλλά και στο Παρίσι το 1982, όταν εντοπίστηκε και ακινητοποιήθηκε από Γάλλους αστυνομικούς ενώ βρισκόταν μαζί με τη Γερμανίδα σύντροφο του Κάρλος, Μαγκνταλένα Κοπ, μέσα σε ένα αυτοκίνητο γεμάτο με εκρηκτικά, χειροβομβίδες, μηχανισμούς κ.λπ. κοντά στο Μέγαρο των Ηλυσίων.
Αφότου απελάθηκε από το Ισραήλ, το 1977, ο Μπρεγκέ είχε αναπτύξει δεσμούς με την Prima Linea, μια ιταλική οργάνωση της άκρας Αριστεράς. Και, μάλλον, γύρω στο 1980 εντάχθηκε στην οργάνωση του Κάρλος, εξ ου και φέρεται να συμμετείχε σε μια βομβιστική επίθεση που έγινε το 1981 στο Μόναχο, με στόχο τις εγκαταστάσεις του ραδιοφωνικού σταθμού Radio Free Europe. Γι’ αυτή την ενέργεια, αρκετά χρόνια αργότερα και ενώ ο Μπρεγκέ είχε χαθεί από προσώπου γης, το 1996, οι γερμανικές αρχές θα εξέδιδαν ένταλμα σύλληψης εις βάρος του.
Εν τω μεταξύ όμως, ύστερα από τη σύλληψη του Μπρεγκέ και της Κοπ στο κέντρο του Παρισιού, το 1982, εν είδει αντιποίνων, ο Κάρλος πραγματοποίησε πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις σε τρένα και εγκαταστάσεις εντός και εκτός Γαλλίας. Ασχέτως της αρχικής καταδίκης τους σε 5 και 4 χρόνια αντίστοιχα, ο Μπρεγκέ και η Κοπ αφέθηκαν ελεύθεροι ύστερα από τρία χρόνια.
Η εξαφάνιση
Για μια ολόκληρη δεκαετία και έως τον Νοέμβριο του 1995, ο Μπρεγκέ δεν απασχόλησε ξανά τις υπηρεσίες ασφαλείας ή δίωξης στην Ευρώπη, παρά μόνο ως ανεπιθύμητος ταξιδιώτης στον οποίο δεν επιτρεπόταν η είσοδος. Αυτό συνέβη στις αρχές Απριλίου του 1987, όταν αφίχθη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Ζυρίχη, καθώς το όνομά του βρισκόταν ψηλά στον κατάλογο των επικίνδυνων κακοποιών.
Κάτι παρόμοιο επαναλήφθηκε τον Φεβρουάριο του ’91, αυτή τη φορά στο λιμάνι της Πάτρας, όπου έγινε μπαλάκι του πινγκ πονγκ ανάμεσα σε Ελλάδα και Ιταλία, έως ότου απελαθεί από τη χώρα μας. Τελικά, το 1992 και αφού οι ελληνικές αρχές μετρίασαν την αυστηρότητά τους, ο Μπρεγκέ κατάφερε να εισέλθει στην Ελλάδα, να αγοράσει ένα παλιό, διώροφο πέτρινο σπίτι στην Πέρδικα Θεσπρωτίας, όπου και εγκαταστάθηκε. Για τον βιοπορισμό της οικογενείας του εργαζόταν ως ξυλουργός. Υποτίθεται πως είχε αποτραβηχτεί πλέον από την ενεργό επαναστατική δράση -ασχέτως εάν θεωρούνταν υπασπιστής του Κάρλος- και διέμενε σε ημιμόνιμη βάση, στην Πέρδικα, μαζί με τη Βρετανίδα σύντροφό του Κάρολ Τόμσον και την κόρη τους, τη Σόνα, η οποία γεννήθηκε το 1993.
Την επόμενη φορά που το όνομά του αναδύθηκε στην επικαιρότητα ήταν τον Νοέμβριο του 1995 – αλλά επειδή εξαφανίστηκε όλως αιφνιδίως. Συνοδευόμενος από τη συμβία και την κόρη του επιβιβάστηκε στο «Λατώ», τη ναυαρχίδα του τότε στόλου της ΑΝΕΚ Lines, ένα φέρι μήκους 190 μέτρων, με μεταφορική χωρητικότητα 800 οχημάτων και περίπου 1.500 επιβατών. Το δρομολόγιο ήταν Ηγουμενίτσα – Ανκόνα και αν ο Μπρεγκέ ήθελε να αποβιβαστεί κρυφά ή ακόμη και να πέσει στη θάλασσα, θα μπορούσε να το κάνει εύκολα. Ωστόσο δεν υπήρχε κανένας, εύλογος ή εμφανής λόγος να διαφύγει, εξάλλου δεν εκκρεμούσε -ακόμη- εις βάρος του κανένα ένταλμα σύλληψης. Γι’ αυτό και από το 1995 και εξής μόνο υποθέσεις γίνονται για την τύχη του. Το «Λατώ» έφτασε στην Ανκόνα, αλλά η είσοδος στην Ιταλία επετράπη μόνο στην Τόμσον και το παιδί.
Ο Μπρεγκέ υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα, με τα ταξιδιωτικά του έγγραφα να περνούν από τους άνδρες της Ιταλικής Ακτοφυλακής στον πλοίαρχο του «Λατώ», ο οποίος, όμως, λίγα λεπτά πριν από τον ελλιμενισμό του πλοίου στην Ηγουμενίτσα, όταν κάλεσε τον Μπρεγκέ να παραλάβει το διαβατήριό του, δεν πήρε καμία απάντηση. Ο Ελβετός δεν εμφανίστηκε ξανά και από τον Νοέμβριο του 1995 βρίσκεται στο επίκεντρο μιας ολόκληρης φιλολογίας στην οποία εμφανίζονται ως ύποπτοι για την απαγωγή ή και τη δολοφονία του ο Κάρλος, η Μοσάντ, η CIA κ.λπ. Τα τελευταία λόγια που άκουσε οποιοσδήποτε από τον Μπρούνο Μπρεγκέ ήταν μια φράση του σε τηλεφώνημα με την οικογένειά του στο Τιτσίνο: «Αν δεν έχετε νέα μου σε 3-4 ημέρες, τότε να ξέρετε ότι υπάρχει πρόβλημα».
Μέχρι σήμερα, φέρεται είτε νεκρός είτε ζωντανός στην Αβάνα, κυκλοφορώντας μεταμφιεσμένος και εν κρυπτώ, ως προστατευόμενος μάρτυρας κατά του Κάρλος. Στον οποίον εστιάζει, και πάλι, ο δρ Αντριαν Χένι: «Η αποκάλυψη ότι ο Μπρούνο Μπρεγκέ ήταν πράκτορας της CIA, θα πρέπει να οδηγήσει σε μια αναθεώρηση της βιογραφίας του. Οσο για την εξαφάνισή του, προσωπικά θεωρώ πιο πιθανό να έπεσε θύμα εκδίκησης από τους πρώην συντρόφους του. Ο ίδιος ο Κάρλος, το “Τσακάλι”, είχε σκοτώσει δύο δικούς του με την υποψία ότι τον πρόδωσαν. Εκτός εάν υποθέσουμε ότι πιθανοί εκτελεστές του Μπρεγκέ θα μπορούσαν να είναι Ελληνες ακροαριστεροί εξτρεμιστές».
protothema.gr