Ο DESI παρακολουθεί τις συνολικές ψηφιακές επιδόσεις της Ευρώπης και καταγράφει την πρόοδο των χωρών της ΕΕ, όσον αφορά την ψηφιακή ανταγωνιστικότητά τους, με κριτήριο το Ίντερνετ.
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, η Ελλάδα σημείωσε ελαφρώς μεγαλύτερη πρόοδο από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η βελτίωση της βαθμολογίας της (38 μονάδες το 2019 έναντι 34,9 το 2018 και 33,1 το 2017) οφείλεται στις βελτιωμένες επιδόσεις της σε ορισμένες παραμέτρους του δείκτη DESI.
Η Ελλάδα βελτίωσε οριακά τις επιδόσεις της στο ανθρώπινο κεφάλαιο, αυξάνοντας αφενός το ποσοστό των ειδικών στον τομέα της Τεχνολογίας των Πληροφοριών και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ) επί της συνολικής απασχόλησης για τρίτο συνεχόμενο έτος και αφετέρου τον αριθμό των πτυχιούχων ΤΠΕ για δεύτερο συναπτό έτος.
Βελτίωσε, επίσης, την προσφορά ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών. Ωστόσο, η βαθμολογία της συνεχίζει να παραμένει κάτω του μέσου όρου της ΕΕ.
Όσον αφορά τη συνδεσιμότητα, η μετάβαση της Ελλάδας σε ευρυζωνικές επικοινωνίες υψηλής και υπερυψηλής ταχύτητας, πραγματοποιείται με πολύ πιο αργούς ρυθμούς απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Παρότι το εθνικό σχέδιο ευρυζωνικής πρόσβασης επικαιροποιήθηκε, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρατηρούνται ακόμη σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση των έργων και στην απορρόφηση των κονδυλίων που διατίθενται.
Έλληνες και Ίντερνετ
Θετικό στοιχείο αποτελεί ότι ο αριθμός των χρηστών του διαδικτύου αυξάνεται. Οι Έλληνες είναι ενεργοί χρήστες διαδικτυακών υπηρεσιών, όπως οι βιντεοκλήσεις και η παρακολούθηση μαθημάτων στο διαδίκτυο.
Η Ελλάδα καταλαμβάνει την υψηλότερη επιμέρους βαθμολογία της στην ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας.
Από την άλλη, με συνολική βαθμολογία συνδεσιμότητας 41,2, η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών της ΕΕ, καθώς δεν έχει σημειωθεί βελτίωση στην κατάταξή της σε σχέση με το 2017.
Η χώρα παρουσιάζει ευρεία διαθεσιμότητα σταθερών ευρυζωνικών συνδέσεων (κάλυψη 96%, ελαφρώς μικρότερη από το 97% της κάλυψης της ΕΕ), αλλά η διείσδυση εξακολουθεί να κινείται με αργούς ρυθμούς, καθώς ανέρχεται στο 74%, κάτω από τον μέσο όρο 77% της ΕΕ).
Αυτό πιθανώς οφείλεται στις εγχώριες τιμές, οι οποίες παραμένουν σχετικά υψηλές σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση του δείκτη DESI 2019, η χώρα μας δεν διαθέτει σχεδόν κανένα ευρυζωνικό δίκτυο υπερυψηλής ταχύτητας.
Παρά την αύξηση της διείσδυσης κινητών ευρυζωνικών επικοινωνιών κατά 8%, ο τρέχων αριθμός είναι 74 συνδρομές ανά 100 άτομα, πολύ χαμηλότερος από τον μέσο όρο των 96 συνδρομών ανά 100 άτομα στην ΕΕ.
Παρότι οι συνδρομές σε ευρυζωνικές συνδέσεις υψηλής ταχύτητας έχουν αυξηθεί κατά 4%, αγγίζοντας το 11%, παραμένουν αρκετά κάτω από τον μέσο όρο 41% της ΕΕ. Οι επιδόσεις της Ελλάδας στην τεχνολογία 4G είναι καλύτερες, καθώς η κάλυψη αγγίζει το 92%, πλησιάζοντας τον μέσο όρο 94% της ΕΕ.
Η συνδεσιμότητα υπερυψηλής ταχύτητας τουλάχιστον 100 Mbps είναι διαθέσιμη για το 60% των ευρωπαϊκών νοικοκυριών και ο αριθμός των συνδρομών σε ευρυζωνικές υπηρεσίες αυξάνεται.
Το 20% των κατοικιών χρησιμοποιεί υπερταχείες ευρυζωνικές συνδέσεις, αριθμός τέσσερις φορές υψηλότερος σε σχέση με το 2014.
Η Σουηδία και η Πορτογαλία έχουν τα υψηλότερα ποσοστά χρήσης υπερταχέων ευρυζωνικών συνδέσεων, ενώ η Φινλανδία και η Ιταλία είναι οι πλέον προηγμένες στην εκχώρηση του φάσματος 5G.
Το 83% των Ευρωπαίων χρησιμοποιεί το διαδίκτυο τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα (έναντι 75% το 2014), ενώ μόνο το 11% του πληθυσμού της ΕΕ δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ το διαδίκτυο (έναντι 18% το 2014).
newsit