Γλίτωσαν απλώς τον πέλεκυ της μουβιόλας ή μήπως ο δημιουργός αγάπησε τόσο πολύ το υλικό του που δεν μπορούσε να αποχωριστεί ούτε δευτερόλεπτο;
Κάτι τέτοια σε κάνουν να αναρωτιέσαι ταινίες που σε αναγκάζουν να συμβουλεύεσαι συχνά το ρολόι σου, εκείνη την άβολη ώρα που στριφογυρνάς στη θέση σου μπας και βολευτείς.
Κι ενώ η μεγάλη διάρκεια δεν έχει εγγενώς τίποτα το κακό, ίσα-ίσα, υπάρχουν απλώς ταινίες που υποφέρουν από τον χρόνο. Λες και το τραβάνε επίτηδες χωρίς να έχουν κάτι φοβερό να δείξουν.
Εκεί που άλλα φιλμ παίρνουν τον χρόνο τους δηλαδή για να εισάγουν ή να χτίσουν χαρακτήρες και να περιγράψουν μεγαλειώδεις σκηνές μάχης, άλλα πάλι το κάνουν αυτάρεσκα. Αφήνοντάς σε να χτυπιέσαι στην καρέκλα σου.
Υπάρχει λοιπόν που λέτε μια σπάνια ράτσα ταινιών που ωφελούνται από το μακροσκελές του πράγματος. Όπως τα βαριά και κλασικά κινηματογραφικά έπη του παρελθόντος.
Ο «Σπάρτακος» (1960), ας πούμε, του Κιούμπρικ που παιζόταν για 3 ώρες και 18 λεπτά. Ή ο «Λόρενς της Αραβίας» (1962), που ο Ντέβιντ Λιν τον έδειχνε σε 3 ώρες και 48 λεπτά, πριν επέμβει το στούντιο και τον κόψει στα… 222 λεπτά (3 ώρες και 42 λεπτά).
Κάπου εκεί (220 λεπτά) ήταν και οι «Δέκα Εντολές» (1956), αλλά και ο «Μπεν Χουρ» του 1959 (212 λεπτά).
Τον χορό του σπάστε τα ρολόγια ξεκίνησε το «Όσα παίρνει ο άνεμος» (1939) με τα 221 λεπτά του, κάτι που έφτασε στα ακρότατα όριά της η «Κλεοπάτρα» (1963) των 5 ωρών και 20 λεπτών! Που έπεσε στα 248 λεπτά τελικά και τα 192 λεπτά αργότερα.
Πολλές τέτοιες ταινίες που κράτησαν πολύ τις αγαπήσαμε και μάλιστα πολύ. Όπως τον δεύτερο «Νονό» (1974), που ο Κόπολα τον έκανε 25 λεπτά μεγαλύτερο από τον πρώτο, στις 3 ώρες και 20 λεπτά δηλαδή.
Όπως το «Μπάρι Λίντον» (1975) των 3 ωρών και 23 λεπτών ή το μπεργκμανικό αριστούργημα «Φάνι και Αλέξανδρος», που τα 188 λεπτά του είναι η συντομευμένη εκδοχή του (312 λεπτά είναι το πλήρες έργο!).
Όπως το «Κάποτε στην Αμερική» (1984), το γκαγκστερικό έπος του Σέρτζιο Λεόνε των 229 λεπτών. Ακόμα και το JFK (1991) του Όλιβερ Στόουν δεν κούρασε καθόλου, παρά τις 3 ώρες και 26 λεπτά του.
Ούτε ο «Άμλετ» (1996) του Κένεθ Μπράουν σε έκανε να βαρεθείς, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον για 242 ολόκληρα λεπτά.
Όπως και ο τρίτος «Άρχοντας» («Η επιστροφή του βασιλιά») του 2003, που σου φάνηκε λες και πέρασε νεράκι παρά τα 201 λεπτά του. Ή το σχεδόν 3,5 ωρών «Inland Empire» (2006) του Ντέιβιντ Λιντς, πέρασε κι αυτό σαν αέρας.
Και κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε βεβαίως για τα 179 λεπτά του σχεδόν πορνογραφικού «Η ζωή της Αντέλ» (2013). Ή την τετράωρη πραγματεία του Λαρς φον Τρίερ περί σεξουαλικής αχρειότητας «Nymphomaniac» (2013), που βγήκε τελικά στις αίθουσες ως δύο ξεχωριστές ταινίες.
Οι φίλοι του μεγάλου Μπέλα Ταρ πίνουν άλλωστε ακόμα νερό στο εξαίσιο «Sátántangó» (1994) των 7,5 ωρών, όπως κάνουν και οι λάτρεις του ιδιαίτερου Λαβ Ντιάζ, καμία ταινία του οποίου δεν πέφτει κάτω από τις 5 ώρες.
Όλα αυτά έχουν όμως λόγο που κρατούν τόσο. Μια δικαιολόγηση που τη βλέπεις μπροστά στα μάτια σου. Κάτι που δεν μπορούμε να πούμε δυστυχώς για τα παρακάτω…
Σε σχέση με τα «Κινγκ Κονγκ» του 1933 και του 1976, η ταινία καταστροφής του Πίτερ Τζάκσον τραβά άλλη μιάμιση ώρα. Διπλάσιο χρόνο χρειάστηκε δηλαδή ο σκηνοθέτης για να μας διηγηθεί την ίδια ιστορία! Και παρά το γεγονός ότι τα ειδικά εφέ ήταν εκπληκτικά για την εποχή τους, οι 3 ώρες ήταν εντελώς αχρείαστες. Τις γέμισε άλλωστε με άσχετες μικρές ιστορίες των βασικών συντελεστών.
Υπήρχε όμως και το άλλο. Πως παρά τις καλές ερμηνείες, όλοι έρχονται σε μια ταινία «Κινγκ Κονγκ» για να δουν το τέρας. Το οποίο εδώ δεν το βλέπουμε παρά μία ώρα μετά τους τίτλους αρχής! Όλο το πρώτο 1/3 της ταινίας θα μπορούσε κάλλιστα να αφαιρεθεί χωρίς να χάσει τίποτα η ταινία…