Βρισκόμαστε στο Λος Άντζελες, την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Στην πόλη των Αγγέλων ζει ένας πάμπλουτος ηλικιωμένος στρατηγός μαζί με τις δυο… ανήσυχες κόρες του, που διανύουν την κρίσιμη και ευαίσθητη ηλικία των είκοσι ετών.
«Ήταν περίπου έντεκα η ώρα το πρωί, μέσα του Οκτώβρη, ο ήλιος μουντός και πάνω απ’ την καθαρή κορυφογραμμή ο μολυβί ουρανός υποσχόταν γερή βροχή. Φορούσα το ανοιχτό μπλε κοστούμι μου, σκούρο μπλε πουκάμισο, γραβάτα και μαντηλάκι στο πέτο, μαύρα σκληρά παπούτσια και μαύρες μάλλινες σκωτσέζικες κάλτσες. Ήμουν κομψός, καθαρός, ξυρισμένος και νηφάλιος και δεν έδινα δεκάρα αν το καταλάβαινε κανείς αυτό. Ήμουν όπως ακριβώς ένα καλοντυμένος ιδιωτικός ντετέκτιβ όφειλε να είναι. Έτοιμος να συναντήσω τέσσερα εκατομμύρια δολάρια».
Ο Φίλιπ Μάρλοου, ο πιο κουλ ντετέκτιβ όλων των εποχών, ταυτισμένος για πολλούς με το πρόσωπο του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ που πολύ νωρίς τον υποδύθηκε στην ομώνυμη ταινία (1946), είναι έξυπνος, είρων, πεισματάρης, έντιμος και, προϊόντος του χρόνου, όλο και πιο θλιμμένος.
Στην ηλικία του Ιησού στο σταυρό, ανύπαντρος επειδή δεν του αρέσουν οι γυναίκες των αστυνομικών και εκ πεποιθήσεως απείθαρχος, ο Μάρλοου καλείται να λύσει μια υπόθεση εκβιασμού που ταλαιπωρεί τον στρατηγό Στέρνγουντ και αφορά τη μία από τις κόρες του – την οποία ο Μάρλοου έχει δει πριν ακόμη συναντήσει τον πελάτη του. Σε εκείνη τον έχουν εντυπωσιάσει τα κοφτερά δοντάκια της σαν του αρπακτικού, «λευκά σαν φρέσκια ψίχα πορτοκαλιού και γυαλιστερά σαν πορσελάνη», το παίξιμο των βλεφαρίδων της, που υποτίθεται θα κάνει τον Μάρλοου να πέσει ανάσκελα και να κουνάει τα τέσσερα πόδια στον αέρα, το νάζι με το οποίο βυζαίνει τον αντίχειρά της και τα κενά της μάτια.
Ο γέρος στρατηγός ξέρει πολύ καλά ότι οι δύο κόρες του «έχουν την ηθική γάτας» και ότι εφόσον «τις έκανε στα πενήντα πέντε του καλά να πάθει». Αυτό δεν τον εμποδίζει, ωστόσο, να θέλει να συγκαλύψει τα σκάνδαλά τους.
Στα χέρια του στρατηγού, φτάνει ένα γράμμα το οποίο τον πληροφορεί ότι η μεγάλη του κόρη έχει ένα χρέος στο καζίνο της περιοχής, η άλλη εικονίζεται να ποζάρει γυμνή σε μια φωτογραφία την ώρα που ο άντρας της πρώτης εξαφανίζεται.
«Κανένας από τους δύο ανθρώπους που βρίσκονταν μέσα στο δωμάτιο δεν έδωσε σημασία στον τρόπο που μπήκα, παρότι μόνο ο ένας ήταν νεκρός».
Αναλαμβάνοντας μια φαινομενικά εύκολη υπόθεση εκβιασμού ο δαιμόνιος ντετέκτιβ έρχεται αντιμέτωπος με μια σειρά από αλλεπάλληλα εγκλήματα, με τις αρπακτικές σεξουαλικές επιθυμίες που εκδηλώνουν αδίστακτα οι κόρες του στρατηγού, με απόπειρες δωροδοκίας κι όλα αυτά αναμειγνύονται αριστοτεχνικά με στρατηγούς λαθρέμπορους, με κυρίες της καλής κοινωνίας που σχετίζονται με αρχιτζογαδόρους, με αναμνηστικές φωτογραφίες και πτώματα που δεν είναι και τόσο νεκρά, με μυστηριώδεις συγκάτοικους και μισάνοιχτες πόρτες, συνθέτοντας ένα καλοτυλιγμένο κουβάρι που βυθίζει τον αναγνώστη στον «Μεγάλο Ύπνο».
Η έρευνα του Μάρλοου, για είκοσι πέντε δολάρια την ημέρα συν τα έξοδά του, σε μια χώρα που η μεγάλη αδελφή περιγράφει ως «σάπια, γεμάτη εγκληματίες» και όπου φάκελο έχουν μόνον όσοι τους λείπουν οι κατάλληλες γνωριμίες, θα τον οδηγήσει στην άλλη όψη της λάμψης και της χλιδής, στην πορνογραφία, τα ναρκωτικά, τους προστάτες και στη σκοτεινή όψη της ομορφιάς, την απόλυτη αλλοτρίωση, τον αρρωστημένο ναρκισσισμό, την εξάρτηση, την εμμονή, την ψύχωση.
«O μεγάλος ύπνος ξεκινά με την πιο αγαπημένη μου παράγραφο σε ολόκληρη την αστυνομική λογοτεχνία και συνεχίζει έτσι μέχρι τον υπέροχα γραμμένο επίλογο. Ήταν ένα από τα πρώτα αστυνομικά μυθιστορήματα που διάβασα, και εξακολουθεί να είναι ένα από τα καλύτερα» λέει ο «έτερος Καππαδόκης» της αστυνομικής λογοτεχνίας, Ίαν Ράνκιν, για τον αγαπημένο του Ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου.
Ο Μάρλοου άλλωστε οδήγησε πολλούς να χαρακτηρίσουν τον Τσάντλερ ως «έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων ο οποίος καθιέρωσε ένα πρότυπο που πολλοί προσπαθούν ακόμη να φτάσουν»( Sunday Times). Άλλοι πάλι εξισώνουν τον χαρακτήρα του με εκείνο του Σέρλοκ Χολμς, ξεχωρίζοντάς τον για το αυθεντικό του στυλ.
Με την έναρξη των ερευνών, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με έναν ήρωα του οποίου η προσωπικότητα ζωντανεύει σταδιακά από σελίδα σε σελίδα, έτσι που στο τέλος γίνεται ένας γνώριμος, ένας δικός του άνθρωπος, ένα υπαρκτό πρόσωπο.
Μέσα από μια πλοκή όπου οι ανατροπές ανανεώνουν και ξαναζεσταίνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ο Τσάντλερ ξετυλίγει την ιστορία του με ένα ιδιότυπο προσωπικό ύφος που θα τον κατατάξει στους πιο ξεχωριστούς συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών. Σε αυτή την ιστορία, η μεγαλοαστική κοινωνία συγχρωτίζεται με τον υπόκοσμο σε ένα ανεπανάληπτο… διάλογο χρήματος και όπλων.
Ο πρωτοεμφανιζόμενος σε αυτό το βιβλίο του Τσάντλερ της αστυνομικής λογοτεχνίας, θρυλικός ιδιωτικός ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου, ο σκληρός ιππότης με τους δικούς του ηθικούς κανόνες τριγυρίζει μέσα στην ιστορία του Μεγάλου Ύπνου που θυμίζει τον σεξπιρικό «Βασιλιά Λιρ».
Το 1939, όταν πρωτοεκδίδεται ο «Μεγάλος Ύπνος», ο Ρέιμοντ Τσάντλερ είναι ήδη 50 χρόνων και, όπως συνοψίζει ο Ράνκιν, «έχει δει την ζωή από την καλή και την ανάποδη». Έχει αποφοιτήσει από το κολέγιο Ντάλγουιτς, έχει γράψει ποίηση, έχει περιπλανηθεί ως μποέμ στο προπολεμικό Παρίσι και έχει δει τη φρίκη στα χαρακώματα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Στα 40 του έχει χάσει τη θέση του στην πετρελαϊκή βιομηχανία εξαιτίας του ποτού και της αυτοκαταστροφικής του συμπεριφοράς. Και για να επιβιώσει αρχίζει να γράφει μικρές αστυνομικές ιστορίες για τα φτηνά περιοδικά μυστηρίου.
Δέκα χρόνια μετά παρουσιάζει το πρώτο του μυθιστόρημα που θα τον οδηγήσει στην επιτυχία. «Πρότυπο για το μεγαλύτερο μέρος της αστικής αστυνομικής λογοτεχνίας που ακολούθησε», όπως σημειώνει ο Ράνκιν, «ένα από τα εκατό καλύτερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα», σύμφωνα με τους «Τάιμς», ο «Μεγάλος Ύπνος» μεταφέρθηκε δύο φορές στον κινηματογράφο, το 1946 από τον Χάουαρντ Χοκς όπου τον Μάρλοου ενσάρκωνε ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και το 1978 από τον Μάικλ Γουίνερ με πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Μίτσαμ.
Το μυθιστόρημα συνοψίζει όλη τη φιλοσοφία του Τσάντλερ, που πίστευε ότι ο κόσμος μας είναι γεμάτος ανηθικότητα και υποκρισία και κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό. «Όλοι οι Αμερικανοί», πίστευε, «είναι σκληροί, αλαζόνες, πλούσιοι και θηριώδεις και το έγκλημα είναι το τίμημα που πληρώνουν γι’ αυτό. Όσο για το νόμο, είναι ανίκανος να επιβάλλει δικαιοσύνη».
Τις ίδιες ιδέες ενστερνίζεται και ο ήρωάς του, που λατρεύει το ουίσκι, τις γυναίκες και το σκάκι και δεν εμπιστεύεται παρά μόνο τον εαυτό του. Ο μοναχικός τριαντατριάχρονος ιδιωτικός ντετέκτιβ, που τον έχουν αποτάξει από το αστυνομικό σώμα εξαιτίας της απειθαρχίας του. Ο ρομαντικός που τριγυρνάει στο Λος Άντζελες, «την ποθητή πόλη που μοιάζει με όμορφη γυναίκα που κατέληξε φτηνή πόρνη» και καλύπτει τις αμαρτίες των πλούσιων πελατών του για είκοσι πέντε δολάρια την ημέρα, συν τα έξοδα, μοιράζοντας γροθιές και σφαίρες.
Από την έκδοση του μέχρι τον θάνατο του Τσάντλερ, μια εικοσαετία μετά, ο συγγραφέας ολοκλήρωσε άλλα επτά μυθιστορήματα με πρωταγωνιστή τον Μάρλοου, αφήνοντας ατελείωτο και ένα όγδοο, το «Poodle Springs». Όταν τον ρωτούσαν για τον φημισμένο ήρωά του, έλεγε: «Τον φαντάζομαι πάντα σε μοναχικούς δρόμους, σε μοναχικά δωμάτια, απορημένο αλλά ποτέ ηττημένο».
Με το γνωστό, απαράμιλλο στυλ του, βασισμένο στις ευρηματικές παρομοιώσεις και μεταφορές και στη σκληρή ειρωνεία, με ζωντανούς έως σπαρταριστούς σουρεαλιστικούς διαλόγους, ο Τσάντλερ στήνει ένα θρίλερ όπου όλα τα πιστόλια σημαδεύουν τον Μάρλοου, και κανένα δεν τον πετυχαίνει, ενώ αντίθετα τα πτώματα πολλαπλασιάζονται σε κάθε νέα του κίνηση.
Στον «Μεγάλο ύπνο», η μελαγχολία είναι ήδη εκεί:
«Τι σημασία έχει πού βρίσκεσαι αφότου έχεις πεθάνει;Αν βρίσκεσαι μέσα σε ένα βρωμερό φρεάτιο αποστράγγγισης ή σε έναν μαρμάρινο πύργο στην κορυφή ενός ψηλού λόφου; […] Στη διαδρομή για το κέντρο της πόλης σταμάτησα σε ένα μπαρ και ήπια δυο διπλά ουίσκι. Δεν μου έκαναν καλό»αναφέρει ο Μάρλοου στο τέλος.
Το σίγουρο όμως είναι πως αυτά ακριβώς άνοιξαν μια νέα σελίδα στην αστυνομική λογοτεχνία. Όσο για τον Τσάντλερ, αυτός ζει στις καρδιές των πιστών αναγνωστών του, μαζί με τα βιβλία του, που αποτυπώνουν διαχρονικά τον ζόφο της νεωτερικής κοινωνίας μας.
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»