Στο νεκροταφείο των Σεβαστιανών, ανάμεσα σε δεκάδες αναμμένα κεριά, που οι φλόγες τους τρεμοπαίζουν στο απογευματινό φως, αρχίζει ξαφνικά να αναδύεται μια ψαλμωδία σε γλώσσα μη οικεία. Έξι μελωδικές φωνές, ανάμεσά τους και παιδικές. Τις ακούς και ριγείς. Κι ας μην καταλαβαίνεις τι σημαίνουν τα λόγια. Φωνές προσφύγων, που μόνο λίγες ημέρες πριν έχουν φτάσει στα Σεβαστιανά της Σκύδρας, μετά από ένα ταξίδι 36 ωρών και χιλιάδων χιλιομέτρων, ξεριζωμένοι από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Στέκονται ανάμεσα σε δύο τάφους Ελλήνων. Και ο ψαλμός τους είναι μια προσευχή για την ανάπαυση της ψυχής των δύο ξένων προς αυτούς νεκρών, διατυπωμένη σε αρχαία σλαβική γλώσσα. Οι νεκροί είναι ο πατέρας και ο αδερφός της Ιφιγένειας Παραστατίδου, της γυναίκας που υποδέχτηκε τους έξι πρόσφυγες στην Ελλάδα και τους πρόσφερε στέγη στο άδειο πατρικό της σπίτι. Η επιθυμία τους να συνοδέψουν τη γυναίκα στο νεκροταφείο και να προσευχηθούν μαζί της, ψάλλοντας για τους νεκρούς της, αυθόρμητη. Οικογένεια με τέσσερα παιδιά, ηλικίας οκτώ έως 14 ετών. Όλοι τους μουσικοί. Φεύγοντας από την Οδησσό, μπορεί να πήραν ελάχιστα ρούχα μαζί τους, αλλά μετέφεραν τα περισσότερα από τα μουσικά τους όργανα: ένα τσέλο, ένα σαξόφωνο, ένα κλαρινέτο και ένα φλάουτο.
“Το τσέλο είναι κομμάτι της κόρης μας”
“Τα μουσικά μας όργανα είναι η προέκταση του εαυτού μας, ένας μουσικός θα δυσκολευόταν πολύ να τα αφήσει πίσω” λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πατέρας της οικογένειας Μαξίμ, μέλος της Δημοτικής Ορχήστρας της Οδησσού. Όταν τον ρωτάμε ειδικά για το τσέλο, ένα όργανο τόσο ογκώδες, που δύσκολα το φαντάζεσαι στην πλάτη ενός ανθρώπου που αφήνει τη χώρα του πρόσφυγας, διωγμένος από τον πόλεμο, η απάντησή του είναι αφοπλιστική: “Το τσέλο είναι ένα κομμάτι της κόρης μας, της Ράια”. Το δεκατετράχρονο κορίτσι σπουδάζει στο Μουσικό Σχολείο της Οδησσού. Το τσέλο είναι εργαλείο και διαφυγή, και έχοντάς το μαζί της μπορεί να συνεχίσει τις πρόβες και τις σπουδές της -μια σταθερά σε ένα παρόν που έχει αλλάξει άρδην από τη μία μέρα στην άλλη.
Τα τέσσερα παιδιά -η Ράια, ο δωδεκάχρονος Ιβάν που παίζει πνευστά, η δεκάχρονη πιανίστρια Άννα, που της λείπει ένα πιάνο, και ο οκτάχρονος Βύρων, που κι αυτός ασχολείται με τη μουσική- στην αρχή δυσκολεύτηκαν, αλλά τώρα άρχισαν να χαλαρώνουν. Προς το παρόν παρακολουθούν διαδικτυακά μαθήματα στο σχολείο τους στην Οδησσό, αλλά όπως λέει ο Μαξίμ, ίσως πρέπει να πάνε στο ελληνικό σχολείο, να μάθουν ελληνικά.
“Βασιζόμαστε στο θέλημα του Θεού, να βοηθήσει τους ανθρώπους να επιστρέψουν. Αλλά δεν ξέρω πού θα επιστρέψουν”
Η εξαμελής οικογένεια εγκατέλειψε την Οδησσό περίπου δύο εβδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου. “Πήραμε την απόφαση, όταν είδαμε πως βομβαρδίζονται ακόμα και σπίτια στη Χερσώνα και το Νικολάεφ. Φύγαμε για να σώσουμε τα παιδιά μας” εξηγεί. Την ώρα που έκλεινε για τελευταία φορά την πόρτα του σπιτιού τους στην Οδησσό, σκεφτόταν την ογδοντατετράχρονη γιαγιά της οικογένειας, που δεν ήρθε μαζί τους, δεν έκανε το μεγάλο ταξίδι. Αποχαιρέτησε τα εγγόνια και τα δισέγγονά της και στο πλάι της βρέθηκαν τα δικά της παιδιά, οι γονείς του Μαξίμ, που κι αυτοί έμειναν πίσω.
“Θέλουμε να επιστρέψουμε στην Οδησσό. Την ώρα που φεύγαμε, αυτό σκεφτόμουν, “είναι προσωρινό, θα επιστρέψουμε σύντομα”, μα καθώς βλέπω ποια είναι η κατάσταση στην Ουκρανία τώρα, καθώς βλέπω τους βομβαρδισμούς, καταλαβαίνω πως αυτό δεν μπορεί να γίνει σύντομα, ότι πρέπει να μείνουμε στην Ελλάδα. Για πόσο; Βασιζόμαστε στο θέλημα του Θεού, να βοηθήσει τους ανθρώπους να επιστρέψουν. Αλλά δεν ξέρω πού θα επιστρέψουν” λέει, ενώ προσθέτει ότι, στις τηλεφωνικές επικοινωνίες τους, ο πατέρας του τού διηγείται πώς έχει αρχίσει να επηρεάζεται από τον πόλεμο και η πόλη της Οδησσού: “βενζίνη δεν υπάρχει. Στα μαγαζιά, τα φθηνά προϊόντα έχουν εξαφανιστεί και έμειναν μόνο τα ακριβά. Ήδη φαίνεται αισθητά πως δημιουργείται πρόβλημα για την επιβίωση”.
Πώς αποφάσισαν να έρθουν στην Ελλάδα, αντί για κάποια άλλη χώρα; “Μας είπαν πως η Ελλάδα είναι βαθιά θρησκευόμενη χώρα, με έντονο αίσθημα αλληλεγγύης κι αυτός ήταν ο λόγος” επισημαίνει και προσθέτει ότι αυτό που δεν περίμενε ήταν ότι η οικογένεια θα λάβει τόσο πολλή αγάπη: “Όταν μπήκαμε στο λεωφορείο, μας είπαν ότι θα μας περιμένει στην Ελλάδα μια κυρία που θα μας φιλοξενούσε, αλλά δεν περιμέναμε τόση αγάπη. Τόσο από εκείνη, όσο και από όλους τους ανθρώπους στο χωριό. Μέχρι που μας τηλεφωνούν κάθε μέρα και μας ρωτούν αν θέλουμε να μας φέρουν καφέ!” σημειώνει, αναφερόμενος στην κοινότητα των Σεβαστιανών.
Όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η δικηγόρος από τη Θεσσαλονίκη, Ιφιγένεια Παραστατίδου, που φιλοξενεί την οικογένεια στο πατρικό της στα Σεβαστιανά, η ανταπόκριση των κατοίκων του χωριού, όπου ζουν πολλοί πρόσφυγες από τον Πόντο, ήταν μεγαλειώδης: “Έχουν μαζευτεί προμήθειες για μήνες. Ήρθε γυναίκα με “πι”, με την αγκαλιά της γεμάτη καλούδια: κοτόπουλο, σάλτσες, μαρμελάδες, κρεμμύδια. Στέλνουν γλυκά για τα παιδιά κάθε μέρα. Την πρώτη Κυριακή που η οικογένεια ήρθε στη χωριό, μου ζήτησαν να πάνε στην εκκλησία, στις 8 το πρωί, και όταν η λειτουργία τελείωσε, υπήρξε συρροή ανθρώπων στο σπίτι, που έφερναν διάφορα πράγματα”.
Η Ιφιγένεια Παραστατίδου προέρχεται και η ίδια από οικογένεια προσφύγων και μεταναστών και γνωρίζει τι σημαίνει να βρίσκεσαι ξαφνικά μακριά από την πατρίδα σου. Οι παππούδες της έφτασαν στην Ελλάδα από τη Σεβάστεια στα βάθη της Τουρκίας. Και οι γονείς της μετανάστευσαν για δουλειά στη Γερμανία, αντιμετωπίζοντας όλες τις δυσκολίες του “ξένου”. “Νιώθει” τον/την πρόσφυγα, γνωρίζει από τις διηγήσεις των δικών της τις δυσκολίες του ξεριζωμού. Και δεν είναι η μόνη, που σπεύδει να βοηθήσει έμπρακτα.
“Έχω ξαναγαπήσει το πατρικό μου”
Περιγράφει αυτό που ζει ως συγκλονιστικό. Μέσα από την οικογένεια γνωρίζει μια χώρα, εξηγεί. “Τις πρώτες ημέρες, που έμεινα μαζί τους, ξυπνούσα με φλάουτο και αποκοιμόμουν με τσέλο. Στο δωμάτιο των γονιών μου, σε αυτό το σπίτι από το οποίο μόνο απουσίες μετρούσα και είχα δυσάρεστες αναμνήσεις μετά τον θάνατο του πατέρα και του αδερφού μου και την ασθένεια της μητέρας μου, αυτή τη στιγμή κάθονται πάνω στο κρεβάτι παιδιά, και παίζουν φλάουτο και τσέλο. Έχω ξαναγαπήσει το πατρικό μου, ένα σπίτι που σκεφτόμουν να το πουλήσω, γιατί πια με συνέδεαν με αυτό μόνο δυσάρεστες αναμνήσεις” προσθέτει και λέει πως το ζευγάρι των γονιών, ο Μαξίμ και η Χριστίνα, τη φωνάζουν αδερφή -και τα μικρότερα παιδιά “μπάμπουσκα”.
Η Ιφιγένεια Παραστατίδου διηγείται τις πρώτες στιγμές της συνάντησης με την οικογένεια: “Σούρουπο ενός Σαββάτου συννεφιασμένου, στην βάση Ναυτοπροσκόπων στην Καλαμαριά, έμελλε να ζήσω αυτό που ποτέ δεν φανταζόμουνα! Νωρίτερα έσπευσα και προετοίμασα το σπίτι, το καθάρισα, το ασβέστωσα, γέμισα τη δεξαμενή του πετρελαίου, να μην λείπει τίποτα, να είναι καθαρό και ζεστό για να υποδεχθεί έξι ψυχές. Το μόνο που γνώριζα ήταν πως είναι καλλιτεχνική οικογένεια και έχουν τέσσερα παιδιά. Φτάνοντας στο σημείο συνάντησης -μόλις είχε έρθει το λεωφορείο από την Οδησσό- έψαχνα εναγωνίως να δω ποια είναι η καινούργια μου οικογένεια. Κάπου στην γωνιά του δρόμου βλέπω έξι προσωπάκια να κοιτούν με αγωνία, ποιος θα έρθει να τους παραλάβει. Λίγες σακούλες με τα ρουχαλάκια τους, μια μεγάλη βαλίτσα και ένας σάκος και …το τσέλο και το σαξόφωνο. Τα βλέμματά τους λυπημένα και η κούραση εμφανής μετά από το ταξίδι. Έσφιξα την καρδιά μου και προσποιήθηκα την ευχάριστη και χαμογελαστή, για να μην πονέσουμε όλοι. Στη διαδρομή προς το χωριό ήμασταν σιωπηλοί και αφουγκραζόμασταν τις λύπες μας. Όταν φτάσαμε στο σπιτικό μου, μας περίμενε η χόβολη του τζακιού και μια σπέσιαλ κοτόσουπα, που τη “φιλοτέχνησε” η φίλη μου, η Σοφία Καλλιανίδου. Νιώθω μεγάλη ευλογία που τους φιλοξενώ. Είναι βιωματικό μάθημα ζωής. Η οικογένεια είναι υπέροχη… Είναι ευσεβείς με πνευματικότητα και ευγένεια, με διαρκή ευγνωμοσύνη που την εκφράζουν με αγκαλιές και προσευχές. Με συγκινούν γιατί μέσα μου δόνησαν τόσο όμορφα συναισθήματα, τόσο σημαντικά για την υπόλοιπη ζωή μου”.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ