Με το νέο πακέτο Ενεργειακής Ασφάλειας, η Κομισιόν ζητά να επιβλέπει προληπτικά τις Ενεργειακές Συμφωνίες που θα συνάπτουν Κράτη – Μέλη με Τρίτες Χώρες. Αυτό αφορά όλες τις ενεργειακές συμφωνίες που θα υπογράψει η Ελλάδα από τώρα και στο εξής, αλλά και όλες τις υπάρχουσες εφόσον ανανεωθούν, όπως αυτή με τη Ρωσία. Στο ίδιο νομοθετικό πακέτο, η Κομισιόν ενθαρρύνει τα Κράτη Μέλη να αυξήσουν την ενεργειακή διασυνδεσιμότητα με νέα έργα αγωγών και αποθήκευσης υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).
Εφόσον οι νέες ρυθμίσεις υιοθετηθούν, τα Κράτη – Μέλη υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Κομισιόν τις Διακρατικές Συμφωνίες πριν τις υπογράψουν, και η Κομισιόν υποχρεούται να τους απαντήσει μέσα σε χρονικό διάστημα έξι εβδομάδων.
Η πρόβλεψη αυτή έχει στόχο να μειωθούν οι παραβιάσεις του Κοινοτικού Δικαίου μέσω των Διακρατικών Συμφωνιών για την ενέργεια, που ως τώρα φτάνουν το 1/3 των συνολικών συμφωνιών που έχουν υπογραφεί.
Κατά τη διάρκεια ακρόασης της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και του ΕΛΚ, Μαρία Σπυράκη, ρώτησε τον αρμόδιο Επίτροπο για την Ενέργεια Miguel Arias Cañete εάν η πρόβλεψη αυτή θα ισχύσει και για τις υπάρχουσες Συμφωνίες που ενδεχομένως τα Κράτη – Μέλη θα θελήσουν να επεκτείνουν ή να ανανεώσουν.
Ο Επίτροπος διευκρίνισε ότι οι νέοι κανόνες, δηλαδή η προληπτική επίβλεψη των Διακρατικών Ενεργειακών Συμφωνιών, θα ισχύσει και για τις υπάρχουσες συμφωνίες, εφόσον τα Κράτη – Μέλη θελήσουν να τις ανανεώσουν.
Ολόκληρη η ερώτηση της Μαρίας Σπυράκη στον Επίτροπο Cañete έχει ως εξής:
«Σας ευχαριστώ κύριε πρόεδρε.
Επίτροπε Cañete θα ήθελα να σταθώ στο ότι οι ενεργειακές συμφωνίες που υπεγράφησαν στο παρελθόν από κράτη-μέλη δεν είναι επαρκείς και ικανοποιητικές. Γι’ αυτό θα πρέπει να υπάρξει μετατόπιση της ευθύνης από τα κράτη μέλη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μετά από αυτή την τοποθέτηση, θα ήθελα να θέσω δύο σύντομα ερωτήματα.
Το πρώτο αφορά στην διαδικασία παράβασης και θα ήθελα να σας ρωτήσω ποια είναι η διαδικασία που αφορά στις υπάρχουσες συμφωνίες ανάμεσα στα κράτη- μέλη και στις διακυβερνητικές συμφωνίες. Αν ένα κράτος μέλος θελήσει να επεκτείνει μια τρέχουσα συμφωνία θα πρέπει να πάρει άδεια από την Κομισιόν; Και αν όχι, πώς θα εφαρμόσετε τη στρατηγική της Κομισιόν;
Το δεύτερο ερώτημα έχει να κάνει με το θέμα της βελτίωσης της διασύνδεσης. Όπως έχετε ήδη επισημάνει θα επικεντρωθείτε σε όσες είναι σημαντικές. Θέλω να σας ρωτήσω πώς σκοπεύετε να το κάνετε αυτό στην πράξη. Θα ενθαρρύνετε τα Κράτη-Μέλη να τροποποιήσουν τα επιχειρησιακά σχέδια εντός του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου προκειμένου να αρχίσουν να αναπτύσσουν είτε αγωγούς, είτε χώρους αποθήκευσης στα σύνορα; Σας ευχαριστώ».
Ολόκληρη η απάντηση του Επιτρόπου σχετικά με τις διακυβερνητικές συμφωνίες έχει ως εξής:
«Το έχουμε θέσει στο τραπέζι στο παρελθόν, το ίδιο συμβαίνει και με τις Διακυβερνητικές Συμφωνίες. Τί έγινε; 124 συμφωνίες είχαμε και τί είπαν τα Κράτη-Μέλη για το 1/3; “Δεν μπορούμε να διαπραγματευθούμε, διότι το άλλο κράτος δεν επιθυμεί να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων”, και είχαν δίκιο. Πηγαίνω τα Κράτη Μέλη στο δικαστήριο άνευ λόγου. Τώρα θα έχουμε εκ των προτέρων αξιολόγηση οπότε θα μπορούμε να πούμε στο Κράτος-Μέλος “Μην το κάνετε αυτό, ήλθε η ώρα να αλλάξετε τα πράγματα διότι τώρα έχετε χρόνο στη διάθεσή σας”. Βέβαια, εάν υπάρχει μια ισχύουσα διακυβερνητική συμφωνία και θέλουν να την επαναδιαπραγματευθούν, θα πρέπει να τηρηθούν οι νέες ρυθμίσεις».
Τέλος, σχετικά με τις διασυνδέσεις ο Επίτροπος Cañete ανέφερε:
«Διασυνδέσεις. Να σας πω τί γίνεται αρχικά στην αγορά ηλεκτρισμού. Υπάρχουν υποεπενδύσεις στον τομέα αυτό. Αυτήν τη στιγμή η αγορά, οι κοινωφελείς υπηρεσίες δεν επενδύουν τίποτα. Ούτε σε νέους σταθμούς, ούτε στο δίκτυο, ούτε πουθενά. Άρα θα πρέπει να δώσουμε ώθηση. Τώρα για το φυσικό αέριο, η αγορά του φυσικού αερίου βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση, λειτουργεί πολύ καλύτερα, έχουμε τη στρατηγική LNG, μπαίνει περισσότερος ανταγωνισμός στην αγορά, και πιστεύουμε ότι αυτό είναι θετικό. Όμως τα περισσότερα project γίνονται από τον ιδιωτικό τομέα, από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Έχουμε πολύ μικρή στήριξη, περίπου 5,8 εκ. ευρώ στο πλαίσιο του CEF ( Connecting Europe Facility) και θα πρέπει αυτό το περιορισμένο ποσό να το χρησιμοποιήσουμε πολύ προσεκτικά».