Ο Παλαιοκώστας πρώτη φορά είχε αποδράσει το 1991 από τις φυλακές Χαλκίδας με ένα σχοινί από σεντόνια. Tη δεύτερη φορά, με τον Αλκέτ Ριζάι το 2006, από τον Κορυδαλλό με ελικόπτερο. Τότε ήταν τόσο πρωτόγνωρο το θέαμα του ελικοπτέρου που ένας φρουρός βλέποντάς το να πετάει πάνω από τη φυλακή θεώρησε πως κάποιος επίσημος τους επισκεπτόταν.
Ο Ριζάι συνελήφθη έπειτα από μερικούς μήνες, ενώ ο Παλαιοκώστας δύο χρόνια αργότερα. Οταν τέλη του 2008 μεταφέρθηκε από την Κέρκυρα για να δικαστεί για εκείνη την πρώτη απόδραση, οδηγήθηκε στην απομόνωση – έναν μακρόστενο ενιαίο χώρο, με δέκα κελιά και ένα μικροσκοπικό προαύλιο στο ψηλότερο σημείο της Γ΄ πτέρυγας και ακριβώς στο κέντρο της φυλακής. Μπαίνοντας στον χώρο αυτό αντίκρισε τον Ριζάι. Οπως γράφει, ξαφνιάστηκε που τον έβαζαν στον ίδιο χώρο με τον συνεργό του. Από τη διοίκηση της φυλακής είχαν αποφασίσει όμως πως ήταν πιο διαχειρίσιμο να τους έχουν μαζί και απομονωμένους. Ηταν πεπεισμένοι, λένε σήμερα, πως απόδραση με ελικόπτερο για δεύτερη φορά, με τους ίδιους δραπέτες, δεν θα μπορούσε να ξανασυμβεί αλλά και πως το σημείο ήταν ασφαλές και όχι προσβάσιμο σε εναέρια μέσα. Kαι ας μην είχαν υλοποιηθεί τα μέτρα ασφαλείας στις ταράτσες μετά την πρώτη απόδραση.
Κάθε πρωί, οι δύο κακοποιοί έμπαιναν στην κλούβα για το δικαστήριο του Πειραιά υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Το απόγευμα επέστρεφαν στην απομόνωση. Ισως γι’ αυτό, όταν ο Ριζάι πρότεινε στον Παλαιοκώστα να αποδράσουν ξανά, εκείνος ήταν αρνητικός. «Δεν έχουν περάσει έξι μήνες από τότε που με έπιασαν, είναι πολύ νωρίς» του είπε. Ο Ριζάι, όμως, σύμφωνα με τον Παλαιοκώστα επέμενε. Δεν ήθελε απλά να αποδράσει, ήθελε να το κάνει πάλι με ελικόπτερο. «Πάντα λαρτζ ήσουν!» θυμάται να του λέει ο Παλαιοκώστας. Στην πραγματικότητα, θεωρούσε την ιδέα εξωπραγματική, δεν το απέκλεισε όμως: «Δεν έχω καμία δυνατότητα οργάνωσης. Διαθέτω όμως μυαλό και χρήματα. Εάν εσύ μπορείς να καλύψεις τα υπόλοιπα, προχωράμε» γράφει πως του είπε. Ο Ριζάι ενθουσιάστηκε: «Θα τα κανονίσω όλα εγώ» είπε. Και έτσι έγινε.
Στις εικόνες που έχει στη διάθεσή της η «Κ», κανείς δεν φαίνεται να βγάζει κάτι από την μπαγκαζιέρα στο πίσω μέρος του ελικοπτέρου, εκεί δηλαδή όπου θα μπορούσαν να έχουν κρύψει τη σκάλα για να περάσει απαρατήρητη, την οποία –σύμφωνα με τον Παλαιοκώστα– πέταξε στους δραπέτες η συνεργός τους.
Κατάφερε να περάσει ένα ρολόι που ήταν κινητό τηλέφωνο και με αυτό ξεκίνησε τις επικοινωνίες για να εξασφαλίσει οπλισμό και αυτοκίνητα. Το σημαντικότερο εφόδιο όμως, τους συνεργούς, πήρε χρόνο να τους βρει. Τελικά πρότεινε μια κοπέλα (στο βιβλίο λέγεται Βούλα) η οποία πέρασε από τηλεφωνική συνέντευξη από τον Παλαιοκώστα και τότε ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση: Εκείνη παρέλαβε από κάποιον χρήματα, μια αεροφωτογραφία της φυλακής με το σημείο προσγείωσης, μια χειρόγραφη επιστολή με το πλήρες σχέδιο και μια πλαστή ταυτότητα.
Τα σχέδια, όμως, παραλίγο να ανατραπούν. Κάποιος συγκρατούμενος είχε μαρτυρήσει στους φύλακες πως συζητούσαν για απόδραση και πως είχαν βάλει μέσα στη φυλακή ένα κινητό. Τότε ξεκίνησαν έρευνες στα κελιά. Ο Παλαιοκώστας γράφει πως έπεισε τον Ριζάι να παραδώσει το ρολόι-κινητό. Θεωρούσε πως ήταν ο μοναδικός τρόπος να σταματήσουν οι έρευνες. Σωφρονιστικοί υπάλληλοι θυμούνται τον αρχιφύλακα να τους δείχνει περήφανος το ρολόι. Ηταν πεπεισμένος πως είχε μόλις αποτρέψει κάποιο σχέδιό τους. Κάποιοι, όμως, ήταν επιφυλακτικοί: «Θέλουν να σας αποπροσανατολίσουν για να σταματήσετε να ψάχνετε» είχαν προειδοποιήσει. Πράγματι, έχοντας καταφέρει να προμηθευτούν ένα ακόμη κινητό συνέχισαν ανενόχλητοι να οργανώνονται.
Η αντίστροφη μέτρηση
Το μεσημέρι της 22ας Φεβρουαρίου 2009, γύρω στις 15.00 έλαβαν το πρώτο μήνυμα πως το ελικόπτερο ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Λίγα λεπτά μετά την απογείωση, η Βούλα έβαλε ένα μαχαίρι στον λαιμό του χειριστή και ο συνοδός της που καθόταν πίσω, τον ακούμπησε με μια χειροβομβίδα. Χωρίς πολλά λόγια τον οδήγησαν στον Κορυδαλλό. Στο σημείο είχαν τοποθετήσει μια μπλε σακούλα σκουπιδιών ώστε να είναι ορατή απο ψηλά.
Οταν στις 15.45 ακούστηκε το βουητό του ελικοπτέρου, ένας υπάλληλος θυμάται πως ενστικτωδώς έτρεξε προς τα κελιά της απομόνωσης. «Το είχαν κάνει μια φορά με επιτυχία, τι τους εμπόδιζε να το ξανακάνουν;» είχε σκεφθεί. Βρήκε όμως τις δύο πόρτες σφραγισμένες. Η μία με σιδερόβεργα και η άλλη με έναν ιμάντα. Ενας άλλος υπάλληλος είχε ήδη φτάσει στην ταράτσα, αλλά στην κάμερα ασφαλείας φαίνεται να κρύβεται.
Το ελικόπτερο προσγειώνεται, ο ένας συνεργός στοχεύει με όπλο επάνω στον υπάλληλο και η Βούλα βγάζει κάτι από την τσάντα της. Ο Παλαιοκώστας ισχυρίζεται πως εκείνη τους έριξε τη σκάλα, σύμφωνα με την κατάθεση του πιλότου όμως αυτό που τους πέταξε ήταν ένα σχοινί πάνω στο οποίο εκείνοι έδεσαν μια σκάλα ορειβατική, 10 περίπου μέτρων, με δύο συρματόσχοινα και αλουμίνια για σκαλοπάτια. Εάν αυτό συνέβη, ενισχύεται το σενάριο πως είχαν βοήθεια εκ των έσω. Πράγματι, στην εικόνα που έχει καταγραφεί από την κάμερα ασφαλείας, κανείς δεν φαίνεται να βγάζει κάτι από την μπαγκαζιέρα στο πίσω μέρος του ελικοπτέρου, εκεί δηλαδή όπου είχαν βάλει τη βαλίτσα τους (και το μοναδικό σημείο στο οποίο θα μπορούσαν να έχουν κρύψει τη σκάλα στο ξεκίνημα του ταξιδιού για να περάσει απαρατήρητη).
Οι τελευταίες στιγμές
Οταν οι υπάλληλοι κατάφεραν να ανοίξουν τις δύο πόρτες, αντίκρισαν τους δύο κακοποιούς να ετοιμάζονται να σκαρφαλώσουν από το προαύλιο προς την ταράτσα. Ο Παλαιοκώστας στο βιβλίο ισχυρίζεται πως είχε μείνει τελευταίος και πως προσπαθούσε να ξεφύγει από τους φρουρούς που τον κυνηγούσαν – πως κάποιος τον τράβηξε από το πόδι και πως έδωσε μάχη πριν καταφέρει να μπει στο ελικόπτερο. Ομως οι μαρτυρίες, οι καταθέσεις αλλά και η εικόνα όπως έχει καταγραφεί στην κάμερα ασφαλείας τον διαψεύδουν. Ο Παλαιοκώστας δεν πάλεψε με κανέναν για να φύγει. Οι υπάλληλοι υπό την απειλή χειροβομβίδας κράτησαν αποστάσεις. Κανείς εκείνο το απόγευμα δεν σκόπευε να ρισκάρει τη ζωή του για να τον σταματήσει. Αυτό που πράγματι συνέβη είναι πως όταν το ελικότερο απογειώθηκε ακούστηκαν χειροκροτήματα από άλλους κρατουμένους αλλά και πυροβολισμοί. Μία σφαίρα χτύπησε μία από τις δύο δεξαμενές καυσίμων, μισό μέτρο πίσω από τον χειριστή, ο οποίος καθ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης παρέμεινε ψύχραιμος. «Τι θα γίνει με εμένα;
Για αλλού πήγαινα και αλλού βρέθηκα» είπε στον Παλαιοκώστα. «Μην ανησυχείς. Κάνε τη δουλειά σου και θα κάνουμε εμείς τη δική μας» του είπε εκείνος. Ο Ριζάι γελούσε, ενώ ο Παλαιοκώστας παρέμεινε σιωπηλός. Προσγειώθηκαν στις Αφίδνες και από εκεί εξαφανίστηκαν. Ο Ριζάι θα συλληφθεί στις 16 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ο Βασίλης Παλαιοκώστας έκτοτε καταζητείται.
kathimerini.gr