Δεν γίνεται εύκολα πιστευτεί η αντιδεοντολογική και έξω από κάθε αρχή της ιατρικής επιστήμης και των ιατρικών κανόνων, συμπεριφορά που επέδειξαν οι γιατροί κρατικού νοσοκομείου, οι οποίοι αντιμετώπισαν ως άψυχο εμπόρευμα και μάλιστα ευτελούς αξίας, 16χρόνο ασθενή, ο οποίος μέσα σε τρεις μέρες απεβίωσε, αφού προηγούμενα του έδωσαν παράνομα εξιτήριο –όπως κρίθηκε από το ΣτΕ- από κρατικό νοσοκομείο και ενώ δεν είχε διακριβωθεί η ασθένεια που τον οδήγησε στο νοσοκομείο.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας με μια ιστορική απόφασή του, όπως την χαρακτηρίζουν δικηγόροι, αλλά και γιατροί, θέτει τους κανόνες κάτω από τους οποίους πρέπει να λειτουργεί ο ιατρικός κόσμος εν ώρα υπηρεσίας, για να περιοριστούν τα ιατρικά λάθη, να κινηθούν οι γιατροί μέσα στους κανόνες που επιτάσσει η νομική επιστήμη και οι κανόνες της ιατρικής επιστήμης, αλλά και να αναγνωρισθεί ο σεβασμός στην ανθρώπινη οντότητα.
Τριτοκοσμικά λειτουργούσε το 2003 κρατικό νοσοκομείο της Πελοποννήσου, καθώς οι γιατροί αντιμετώπισαν το άτυχο 16χρόνο με την πλέον αντιιατρική συμπεριφορά και ανευθυνότητα, χωρίς το ελάχιστο στοιχείο ευσυνειδησίας, αλλά και έξω από κάθε κανόνα ιατρικής δεοντολογίας.
Ευτυχώς, οι σύμβουλοι Επικρατείας είδαν το μέγεθος των λαθών τόσο σε ιατρικό επίπεδο, όσο και σε νομικό και έτσι έσωσαν το κύρος της Δικαιοσύνης και εξασφάλισαν, τουλάχιστον μια αποζημίωση στους γονείς και τα αδέλφια του αδικοχαμένου 16χρόνου.
Η πορεία των τριών ημερών του 16χρόνου
Την 15η Νοεμβρίου 2003 ο 16χρόνος παρουσίασε εμετούς και διάρροια και πήγε σε κρατικό νοσοκομείο της Πελοποννήσου. Εκεί οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι έπασχε από γαστρεντερίτιδα και αποφάσισαν την εισαγωγή του στο νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε ιατρικές και μικροβιολογικές εξετάσεις. Του χορηγήθηκε ορός και φάρμακο προς αντιμετώπιση των εμετών.
Την επόμενη ημέρα υποβλήθηκε σε νέες εξετάσεις, ενώ τον εξέτασε και καρδιολόγος. Το πρωί της δεύτερης ημέρας, σταμάτησε η διάρροια, αλλά συνεχίστηκαν οι εμετοί, ενώ το μεσημέρι εμφανίστηκαν έντονες διαταραχές στην συμπεριφορά του (υπνηλία, διεγέρσεις, άναρθρες κραυγές, κ.λπ.). Οι διαταραχές εντάθηκαν, ενώ την τρίτη ημέρα ο 16χρόνος περιήλθε σε κωματώδη κατάσταση.
Ο ψυχίατρος αποφάνθηκε ότι έπασχε από διαταραχές συμπεριφοράς με πιθανή φοβική νεύρωση. Πάντως, και οι τρεις γιατροί αποφάνθηκαν ότι έπασχε από οξεία γαστρεντερίτιδα, αφυδάτωση και διαταραχές συμπεριφοράς.
Παρ΄ όλα αυτά, το μεσημέρι της τρίτης ημέρας, οι γιατροί αποφάσισαν και του έδωσαν εξιτήριο, με την διάγνωση «οξεία γαστρεντερίτιδα, αφυδάτωση, διαταραχές συμπεριφοράς και σύνδρομο W.P.W.» (σ.σ.: πρόκειται για καρδιακή πάθηση που προκαλεί ταχυκαρδία).
Το εξιτήριο όπως αναφέρεται στις δικαστικές αποφάσεις, δόθηκε καθώς, μεταξύ των άλλων, θεωρήθηκε ότι «το περιβάλλον του σπιτιού θα δράσει θεραπευτικά», ενώ ο ψυχίατρος του νοσοκομείου αποφάνθηκε ότι «καλό θα ήταν το παιδί να εξέλθει από το νοσοκομείο ώστε να ελεγχθούν οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες στρες, δηλαδή να ηρεμήσουν στο γνώριμο οικείο περιβάλλον».
Αφού ο 16χρόνος επέστρεψε σπίτι του, λίγες ώρες μετά απεβίωσε. Η σορός μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, μετά από αστυνομική εντολή. Επειδή δεν υπήρχε ιατροδικαστής, γιατρός του νοσοκομείο έκανε την νεκροψία και νεκροτομή και στην ιατροδικαστική έκθεσή του, ως αιτία θανάτου αναφέρει: «Πνευμονικό οίδημα- μεταβολικές διαταραχές- εγκεφαλίτις».
Η οικογένεια του 16χρόνου ζητάει αποζημίωση
Στην συνέχεια οι γονείς και τα δύο αδέλφια του άτυχου 16χρόνου κατέθεσαν αγωγή κατά του κρατικού νοσοκομείου με την οποία ζητούσαν χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον αιφνίδιο θάνατο του γιου, αδελφού και εγγονού τους.
Ειδικότερα, διεκδικούν από 250.000 ευρώ ο πατέρας και η μητέρα του 16χρόνου, από 230.000 ο καθένας από τα αδέλφια του και η γιαγιά 110.000 ευρώ. Ακόμη, οι γονείς διεκδικούν το ποσό των 88.200 ευρώ, για την στέρηση των υπηρεσιών τις οποίες θα προσέφερε ο άτυχος γιος τους εάν ζούσε από την ηλικία των 18 έως 25 ετών, όπως και το ποσό των 1.134 ευρώ για τα έξοδα κηδείας.
Από εκεί και πέρα ξεκίνησε ένα χάος συντεχνιακών ιατρικών απόψεων, θεωριών και γνωματεύσεων, αλλά και προδικαστικών αποφάσεων που διέτασσαν πραγματογνωμοσύνες, τόσο για τα αίτια του θανάτου, όσο και για την ορθότητα της απόφασης των γιατρών να δώσουν στον 16χρόνο εξιτήριο από το νοσοκομείο.
Οι θέσεις των γιατρών για τα αίτια του θανάτου δεν αφήνουν έξω κανένα ενδεχόμενο και καμία πιθανότητα ύπαρξης ιατρικού λάθους.
Δεν υπήρχε ιατροδικαστής
Ενδεικτική είναι η κατάθεση ενώπιον του Εφετείου Πατρών (ποινικό σκέλος) του γιατρού του νοσοκομείου που έκανε την νεκροτομή, ο οποίος κατέθεσε ότι «διενήργησε τη νεκροτομή ελλείψει ιατροδικαστή, χωρίς να έχει την εμπειρία και τη γνώση να κάνει γνωματεύσεις». Σε άλλο σημείο κατέθεσε ότι «χαρακτήρισε τις λευκάζουσες εστίες, δηλαδή τα ευρήματα του εγκεφάλου ως εγκεφαλίτιδα, χωρίς να έχει ενημερωθεί για το τι ακριβώς είπε η ιστολογική εξέταση» και προσέθεσε ότι «θεώρησε ότι οι βλάβες (σ.σ.: του εγκεφάλου) μπορεί να οφείλονται σε εγκεφαλίτιδα».
Από το Διοικητικό Εφετείο Πατρών, τελικά, επιδικάστηκε αποζημίωση στον πατέρα του 16χρόνου 81.134 ευρώ, στην μητέρα του 80.000 ευρώ και στα δύο αδέλφιά του από 50.000 ευρώ.
Οι συγγενείς του άτυχου 16χρόνου κατέθεσαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας αίτηση με την οποία ζητούν να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση.
Τι αποφάνθηκαν οι σύμβουλοι Επικρατείας
Το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και εισηγήτρια την πάρεδρο Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη, με μια απόφαση η οποία τοποθετεί την ανθρώπινη αξία εκεί που οφείλει να είναι και κάνοντας παράλληλα, στην ουσία, μαθήματα στους γιατρούς, αποφάνθηκε ότι το εξιτήριο που δόθηκε στον 16χρόνο, ήταν παράνομη ιατρική πράξη, λόγω της παραβίασης των γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων ιατρικής επιστήμης.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι είναι μη νόμιμη ιατρική πράξη η έκδοση εξιτηρίου αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτουν οι κανόνες της ιατρικής επιστήμης.
Το ΣτΕ, με την με την επίμαχη πρωτοποριακή απόφασή του οριοθέτησε τους κανόνες κάτω από τους οποίους είναι επιτρεπτή και νόμιμη η έκδοση εξιτηρίου ασθενούς από νοσοκομείο, ενώ παράλληλα καθόρισε τις ιατρικές πράξεις και ενέργειες που πρέπει προηγηθούν πριν την έκδοση του εξιτηρίου των ασθενών.
Το ΣτΕ το απασχόλησε το ζήτημα αν συνιστά παράνομη ιατρική πράξη η έκδοση εξιτηρίου ασθενούς όταν αυτός βρίσκεται σε κατάσταση ιδιαίτερα νοσηρή. Με άλλα λόγια, απασχόλησε τους συμβούλους Επικρατείας, το ζήτημα των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και τους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, ώστε η έκδοση του εξιτηρίου να συνιστά νόμιμη πράξη, σε συνδυασμό με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης.
Σύμφωνα με την νομοθεσία, υπογραμμίζουν οι δικαστές του ΣτΕ, συνιστούν γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, μεταξύ των άλλων, η λήψη πλήρους ιστορικού του ασθενούς από τον θεράποντα ιατρό, μη δυνάμενου του ιατρού να επαφίεται στον ασθενή για να τον ενημερώσει σχετικώς, δεδομένου ότι ο τελευταίος, ελλείψει ιατρικών γνώσεων δεν γνωρίζει ποιες είναι οι κρίσιμες από ιατρική άποψη πληροφορίες, περαιτέρω δε, η διενέργεια όλων των αναγκαίων ιατρικών εξετάσεων μέχρι να καταστεί εφικτή η εκ μέρους του τεκμηριωμένη και σαφής διάγνωση, καθώς και η παραπομπή του ασθενούς σε ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, η συμβολή των οποίων είναι αναγκαία με βάση τις εκάστοτε αντικειμενικές συνθήκες του υπό διερεύνηση ιατρικού περιστατικού.
Περαιτέρω, συνεχίζει η δικαστική απόφαση, ως αντικειμενικές συνθήκες κάθε ιατρικού περιστατικού νοούνται ιδίως τα ευρήματα και συμπτώματα του ασθενούς, τα οποία, κατόπιν συνθετικής και δημιουργικής αξιοποίησής τους από τον θεράποντα ιατρό κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, καθορίζουν τις κατευθύνσεις της ιατρικής έρευνας στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Αναφορά δε στους κανόνες αυτούς (ιστορικό – κλινική εξέταση – εργαστηριακό έλεγχο) ως «βασικών πυλώνων» στους οποίους πρέπει να στηρίζεται κάθε ιατρός για να προβεί σε διαφορική διάγνωση γίνεται και στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συντάχθηκε για τη συγκεκριμένη υπόθεση από ιατρό παθολόγο – καρδιολόγο.
Επομένως, έκδοση εξιτηρίου στον ασθενή πριν διενεργηθούν εκ μέρους των θεραπόντων ιατρών του οι ιατρικές πράξεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και ενώ αυτός παραμένει σε νοσηρή κατάσταση συνιστά παράνομη πράξη, κατά την έννοια των διατάξεων του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα.
Δεν παραλείπουν οι σύμβουλοι Επικρατείας να αναφέρουν ότι το Διοικητικό Εφετείο δεν ερεύνησε αν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις έκδοσης του εξιτηρίου και διακοπής της νοσηλείας που επιβάλλονται από τους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης.
Ειδικότερα, το Διοικητικό Εφετείο, κατά πρώτον, αναφέρει το ΣτΕ, δεν εξέφερε κρίση για το αν πριν από την έκδοση του εξιτηρίου για τον μετέπειτα αποβιώσαντα ασθενή είχε ληφθεί πλήρες και σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης ιστορικό αυτού (ατομικό και κληρονομικό, προηγούμενες νοσηλείες αυτού κ.λπ.) από όλους τους ιατρούς των διαφόρων ειδικοτήτων που ενεπλάκησαν με το ένδικο ιατρικό περιστατικό, δεδομένου ότι από την εφετειακή απόφαση προκύπτουν αντιφατικές παραδοχές σε σχέση με την κατάσταση του ασθενούς από ψυχιατρική άποψη, ενώ δεν προκύπτει ότι οι θεράποντες ιατροί υπέβαλαν προς τον ασθενή και τους γονείς του τις ερωτήσεις που προβλέπονται, με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, προκειμένου να συντάξουν πλήρες ιστορικό του ασθενούς.
Κατά δεύτερον, συνεχίζει το ΣτΕ, το Διοικητικό Εφετείο δεν εξέφερε κρίση για το αν πριν από την έκδοση εξιτηρίου έγινε αξιολόγηση των συλλεγεισών κατά τη νοσηλεία του ασθενούς πληροφοριών και αξιοποίησή τους προκειμένου να αποφασιστεί ποιες είναι οι απαραίτητες διαγνωστικές εξετάσεις και να καταστεί εφικτή η διαφορική διάγνωση για τον ασθενή, να αποκλειστούν δηλαδή παθήσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τα συμπτώματα που αυτός εμφάνισε τόσο κατά την εισαγωγή του όσο και κατά την παραμονή του στο κρατικό νοσοκομείο.
Ειδικότερα, στην εφετειακή απόφαση –σημειώνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας- δεν βεβαιώνεται ότι οι θεράποντες ιατροί διενήργησαν περαιτέρω ιατρικές εξετάσεις προκειμένου να διερευνήσουν και να αποκλείσουν άλλες πιθανές αιτίες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τις περιγραφείσες διαταραχές συμπεριφοράς, οι οποίες εμφανίστηκαν το μεσημέρι της δεύτερης ημέρας της νοσηλείας και όχι εξ αρχής (υπνηλία, διεγέρσεις, άναρθρες κραυγές, φοβικές αντιδράσεις, έλλειψη συνεργασίας για την εφαρμογή νοσηλευτικών πράξεων) και έβαιναν εντεινόμενες μέχρι την τρίτη ημέρα της νοσηλείας, οπότε ο ασθενής περιήλθε σε κωματώδη κατάσταση και αποφασίστηκε από τους θεράποντες ιατρούς η διακοπή της νοσηλείας του και η έκδοση του επίμαχου εξιτηρίου.
Επίσης, προκύπτει, υπογραμμίζει το ΣτΕ, από την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου και ειδικότερα από τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης στην οποίες κυρίως στηρίχθηκε το Εφετείο ότι οι πραγματογνώμονες δεν εξέφεραν άποψη για την ορθότητα ή μη της διάγνωσης περί ψυχωσικού επεισοδίου ή περί φοβικής νεύρωσης ή περί διαταραχών συμπεριφοράς και το αν ορθώς δεν ερευνήθηκαν και δεν αποκλείστηκαν άλλες πιθανές αιτίες των διαταραχών αυτών δεδομένου ότι δεν ρωτήθηκαν γι΄ αυτό, αλλά περιορίστηκαν οι πραγματογνώμονες στη διατύπωση της γενικής παραδοχής ότι η ύπαρξη διαταραχών συμπεριφοράς μπορεί να αποτελέσει λόγο για να προκριθεί η κατ΄ οίκον νοσηλεία του ασθενούς.
Καταλήγουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι δεν είναι νόμιμη η κρίση του Διοικητικού Εφετείου ότι η έκδοση εξιτηρίου από τους ιατρούς του νοσοκομείου ήταν ιατρική πράξη σύμφωνη με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης. Για το λόγο αυτό αναίρεσε το ΣτΕ την εφετειακή απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών για νέα κρίση.
protothema