Πριν καλά καλά προλάβει να ολοκληρωθεί το Εurogroup, με το οποίο οι θεσμοί έστελναν μήνυμα στην κυβέρνηση για την επιβολή πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων, ήρθε το άρθρο σοκ του Πάουλ Τόμσεν το οποίο «έραβε» το νέο «κοστούμι» λιτότητας των Ελλήνων συνταξιούχων.
Στο τρισέλιδο κείμενό του, που αναρτήθηκε στο blog του Ταμείου και το οποίο ήταν γραμμένο στην ελληνική γλώσσα, ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤέκρινε επιβεβλημένη τη λήψη πρόσθετων μέτρων ύψους 7 – 9 δισ. ευρώ έως το 2019 (4%-5% του ΑΕΠ) ώστε να διασφαλιστεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ στο τέλος του 2018.
Σύμφωνα με «δεξί χέρι» της Κριστίν Λαγκάρντ, τα μέτρα αυτά θα προέλθουν από την πλευρά των δαπανών, προτρέποντας την κυβέρνηση να προχωρήσει σε νέες περικοπές στις κύριες και τις επικουρικές συντάξεις ώστε το σχετικό μισθολογικό κονδύλι να μειωθεί κατά 13,1 δισ. ευρώ!
Ζητάει, δηλαδή, η Ελλάδα να πλησιάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι 2,5% του ΑΕΠ, για την κάλυψη του «κενού» στο ασφαλιστικό σύστημα, από 10% του ΑΕΠ που είναι σήμερα.
Μιλάμε για μια τρομακτική μείωση 7,5 ποσοστιαίων μονάδων που -αν υιοθετηθεί- θα οδηγήσει σε «κούρεμα» άνω του 50% των ήδη «κατακρεουργημένων» από τα προηγούμενα μνημόνια συντάξεων.
Αναγνωρίζει ο Πάουλ Τόμσεν ότι πρόκειται για μια δύσκολη πολιτική απόφαση που πρέπει να λάβει η κυβέρνηση, από την άλλη όμως εκτιμά ότι δεν θα δεχτεί χαμηλότερο στόχο πλεονασμάτων η Ε.Ε.
Βέβαια για τον «πολιτικό σεισμό» που θα προκαλέσει και τη νέα τρικυμία που θα περάσει η χώρα, η οποία θα είναι μεγαλύτερη ακόμη και από το σοκ της περικοπής των συντάξεων, ο κ. Τόμσεν δεν λέει κουβέντα.
Αντίθετα, συνδέει τη μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό με τις αποφάσεις για τηνελάφρυνση του χρέους, όπως έκανε λίγες μέρες πριν και η προϊσταμένη του Κριστίν Λαγκάρντ…
Και εξηγεί για τη μεγάλη επιμονή του Ταμείου γι’ αυτό το θέμα: «Παρά τις ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις του 2010 και του 2012, το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα παραμένει σε οικονομικά απλησίαστα και γενναιόδωρα επίπεδα. Για παράδειγμα, οι τυπικές συντάξεις σε ονομαστικούς όρους ευρώ είναι σε γενικές γραμμές παρόμοιες στην Ελλάδα και στη Γερμανία, αν και η Γερμανία -με μέτρο το μέσο μισθό- είναι δύο φορές πιο πλούσια από την Ελλάδα».
Και προσθέτει: «Οι Έλληνες εξακολουθούν να συνταξιοδοτούνται πολύ πιο νωρίς από τους Γερμανούς, ενώ η Γερμανία είναι πιο αποτελεσματική στην είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο ελληνικός προϋπολογισμός χρειάζεται να μεταφέρει περίπου το 10% του ΑΕΠ για να καλύψει το μεγάλο κενό στο ασφαλιστικό σύστημα, σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι 2½%. Σαφώς, αυτό δεν είναι βιώσιμο».
Κατά την άποψή του, «δεν μπορεί όμως η Ελλάδα να προστατέψει τους συνταξιούχους κάνοντας περικοπές αλλού ή αυξάνοντας τους φορολογικούς συντελεστές; Υπάρχει κάποιο περιθώριο για τα μέτρα αυτά, όμως είναι πολύ περιορισμένο. Το μεγαλύτερο μέρος των άλλων δαπανών έχει ήδη κοπεί δραστικά στην προσπάθεια να προστατευτούν οι συντάξεις και οι κοινωνικές παροχές, ενώ η δυστοκία στη διεύρυνση της βάσης και στη βελτίωση της συμμόρφωσης έχει ήδη προκαλέσει μεγάλη εξάρτηση από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές».
Και καταλήγει: «Για να πετύχει τον φιλόδοξο μεσοπρόθεσμο στόχο της για πρωτογενές πλεόνασμα 3½% του ΑΕΠ, η Ελλάδα θα πρέπει να πάρει μέτρα της τάξης περίπου του 4-5% του ΑΕΠ. Δεν μπορούμε να δούμε πώς μπορεί να το πετύχει αυτό η Ελλάδα χωρίς σημαντικές εξοικονομήσεις στις συντάξεις».
Στις επικρίσεις που έχει δεχτεί από διάφορα κέντρα το ΔΝΤ, σύμφωνα με τα οποία το όνομα του Ταμείου έχει συνδεθεί με δρακόντειες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα στο ασφαλιστικό, ο κ. Τόμσεν, όπως άλλωστε ήταν φυσικό, «απαντά» ότι αυτές οι κατηγορίες δεν αντανακλούν την πραγματικότητα.
«Σε τελική ανάλυση, τα νούμερα ενός προγράμματος πρέπει να βγαίνουν», αναφέρει…
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει και στη φοροδιαφυγή που ανθεί την χώρα μας κάνοντας λόγο για περιορισμένη επιτυχία στην καταπολέμησή της.
«Για να πληρώσουν οι ευκατάστατοι το δίκαιο μερίδιό τους σημαίνει ότι οι μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό δεν μπορούν να αποφευχθούν κάνοντας απλά υποθέσεις ότι θα γίνουν υψηλότερες εισπράξεις φόρων στο μέλλον», καταλήγει ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ.