Οι αντιπαραθέσεις για τα Γλυπτά και τη μορφή του νέου Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου επαναφέρουν τη διαχείριση της αρχαίας κληρονομιάς ως ζήτημα αυτοσυνειδησίας και μάλιστα σε προεκλογικό περιβάλλον
Οι αντιπαραθέσεις για τα Γλυπτά και τη μορφή του νέου Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου επαναφέρουν τη διαχείριση της αρχαίας κληρονομιάς ως ζήτημα αυτοσυνειδησίας και μάλιστα σε προεκλογικό περιβάλλον.
Η ζωή των μουσείων
Του Γιάννη Πεπονή
Προκειμένου να ορίσει το μουσείο ως νέο είδος κτιρίου, το 1830, ο Schinkel συνέθεσε τρεις αρχιτεκτονικούς τύπους: την κλασική ελληνική στοά, τον ναό και τη γραμμική αλληλουχία δωματίων υποδοχής που απαντάται σε παλάτια. Ετσι, το Altes Museum, στο Βερολίνο, μπορεί να διαβαστεί ως ανθεκτική στον χρόνο διατύπωση διαπλεκόμενων πολιτιστικών αιτημάτων: χώρος δημόσιου λόγου και διαλόγου, χώρος συμβολικής σύγκλισης και πολιτιστικής ταυτότητας, χώρος συνεύρεσης και συναναστροφής.
Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της λειτουργίας του μουσείου. Αρχικός στόχος ήταν η συλλογή, συντήρηση και παρουσίαση στο κοινό πρωτότυπων έργων και αντικειμένων ιδιαίτερης σημασίας. Από τα μέσα του 20ού αιώνα τονίστηκε όχι μόνο η παιδαγωγική αλλά και η διδακτική λειτουργία των εκθέσεων. Τώρα συνειδητοποιούμε τη σημασία μιας ακόμη λειτουργίας: Στο μουσείο συνδέονται με μεγαλύτερη ένταση από ό,τι αλλού η κίνηση, το βλέμμα και η αντίληψη. Η κατανόηση των πραγμάτων βιώνεται ως ενσώματη και χωροθετημένη εμπειρία.
Μόνο σχετικά πρόσφατα άρχισαν τα έργα τέχνης να δημιουργούνται με πρωταρχικό προορισμό τα μουσεία. Παραδοσιακά, τα εκθέματα είχαν ήδη αποσπασθεί από το αρχικό τους πλαίσιο για να τοποθετηθούν σε ένα καινούργιο. Αναπόφευκτα λοιπόν, η μουσειακή έκθεση δεν είναι ουδέτερη, αλλά προτείνει, ερμηνεύει και αξιολογεί. Σήμερα μπορούμε να καταλάβουμε την έκθεση και ως σκηνοθεσία που διεγείρει την περιέργεια και κατευθύνει την προσοχή. Θεωρούμε, συγκρίνουμε και συνδέουμε τα πράγματα μέσα στον ορίζοντα του βλέμματος και της βραχυπρόθεσμης μνήμης που υποβάλλει η κίνηση στον μουσειακό χώρο. Μαθαίνουμε μέσα από την εμπειρία, ακόμη και χωρίς τη διαμεσολάβηση άλλου διδακτικού λόγου.
Αυτές τις μέρες, το ενδιαφέρον μας στρέφεται στα αρχαιολογικά μουσεία – διαμέσου αυτών και στη μακροχρόνια ιστορική μνήμη. Ομως η ζωντανή μνήμη συνδιαλέγεται πάντα με την καλλιεργημένη αντίληψη του παρόντος. Παράδειγμα: Στεκόμαστε στα προπύλαια του Μνησικλή, στο σημείο εισόδου στον χώρο της Ακρόπολης. Μπρος και δεξιά, ο Παρθενώνας: άρτια επεξεργασμένος δωρικός ναός, υλικά και διανοητικά. Μπρος και αριστερά, το Ερέχθειο. Η μορφή του είναι ιδιόμορφο παράδειγμα παράβασης συνθετικών κανόνων προκειμένου να συγκεραστούν αντικρουόμενες απαιτήσεις. Ανταποκρίνεται σε σύνθετα ζητούμενα που περιλαμβάνουν τον σεβασμό σε προϋπάρχοντα μνημεία και προγενέστερες επιτόπιες λατρείες. Σημασία έχει ο διάλογος ανάμεσα στις διαφορετικές ευαισθησίες που εκφράζονται στα κτίρια. Ο Δοξιάδης έδειξε ότι τα Προπύλαια μας οδηγούν να αντικρίσουμε τον Παρθενώνα και το Ερέχθειο υπό αρμονικά συσχετιζόμενες οπτικές γωνίες.
Πώς η έκθεση έργων του παρελθόντος θα εκφράσει τις ευαισθησίες του παρόντος.
Πώς γίνονται τα νέα κτίρια φορείς συλλογικής μνήμης; Το ακανόνιστο τραπεζοειδές περίγραμμα του Μουσείου της Ακρόπολης καθορίζεται από τους περιορισμούς και το σχήμα του οικοπέδου και από την παρουσία των κτιρίων με τα οποία συνυπάρχει στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο. Ομως οι επισκέπτες θυμούνται τον τρόπο που ο Tschumi, αρχιτέκτονας του μουσείου, εκμεταλλεύτηκε την τοποθεσία για να τους ανεβάσει, ως κλιμάκωση της επίσκεψης, στην αίθουσα που ανταποκρίνεται στη θέα του Παρθενώνα επαναλαμβάνοντας τις διαστάσεις και τον προσανατολισμό του. Το βλέμμα παίζει ανάμεσα στον αντικατοπτρισμό της παρούσας και της αρχικής θέσης των γλυπτών και μας καλεί να αποκαταστήσουμε στη φαντασία μας τα σπαράγματα ως μέρη άρτιας σύνθεσης.
Η έντεχνα μινιμαλιστική πρόταση του Chipperfield για την επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου υπόσχεται να φέρει τα εκθέματα πλησιέστερα προς τον περαστικό της Πατησίων και να αποκαλύψει το νεοκλασικό υφιστάμενο κτίριο μέσα από μια εσωτερική αυλή. Πρόκειται για τόπο συνεύρεσης στην καρδιά της πόλης, στο μεταίχμιο του παλαιού με το νέο. Ο υπερυψωμένος πια κήπος μπορεί να αποκτήσει αυτόνομη δυναμική και να αντικαταστήσει τον αμήχανο χώρο που χωρίζει σήμερα το πεζοδρόμιο από το κτίριο.
Αν λοιπόν τα δύο κτίρια επαναπροσδιορίζουν, καθένα με τον τρόπο του, τη σχέση με το παρελθόν, μένει να αναζητήσουμε, τώρα και στο μέλλον, πώς θα παρουσιάσουμε τα περιεχόμενα έτσι ώστε να εμπνέουν κάτι παραπάνω από την αυτοφωτογράφιση του επισκέπτη που στέκεται μπροστά τους. Πώς δηλαδή η έκθεση έργων του παρελθόντος θα εκφράσει τις ευαισθησίες του παρόντος. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι συνιστώσα και κτήμα ενός κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το ερώτημα είναι πώς οι επιλογές μας για τη φροντίδα και την παρουσίαση των αρχαιοτήτων επιστρέφουν τις ευαισθησίες της σημερινής Ελλάδας σε αυτή την κοινή ρίζα, ώστε να ανανεώνεται το νόημα της επιτόπιας συνέχειας. Σε αυτό έγκειται η ζωή των αρχαιολογικών μας μουσείων.
* Ο κ. Γιάννης Πεπονής είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Georgia Institute of Technology.
Τα διδάγματα για τα Γλυπτά
Του Άγγελου Χανιώτη
Το επικοινωνιακό, προεκλογικό πανηγύρι των τελευταίων εβδομάδων σε σχέση με τα Γλυπτά του Παρθενώνα δεν μας έφερε πιο κοντά σε μια αποδεκτή λύση· αντίθετα ανέδειξε λάθη, αντιφάσεις και ερασιτεχνισμούς. Οπως έγραφα στην «Κ» της 21ης Μαρτίου 2021, η επανένωση των Γλυπτών δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αποκλειστικά εθνικό ζήτημα, αλλά ως αποκατάσταση ακρωτηριασμένου έργου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, κάτι που έχει τονίσει και ο γενικός διευθυντής του Μουσείου Ακρόπολης. Ο λόγος είναι απλός: όταν η κυβέρνηση επικαλείται υπόθεση εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, η άλλη πλευρά αντιδρά με το ίδιο επιχείρημα προβάλλοντας την ακεραιότητα των συλλογών του Βρετανικού Μουσείου (ΒΜ) ως υπόθεση της βρετανικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Είναι η πρόσφατη τοποθέτηση της Βρετανίδας υπουργού Πολιτισμού. Τον Ιανουάριο του 2019 ο διευθυντής του ΒΜ Χ. Φίσερ είχε δηλώσει: «Μπορώ να καταλάβω ότι οι Ελληνες έχουν μια ιδιαίτερη και παθιασμένη σχέση με αυτό το κομμάτι της πολιτιστικής τους κληρονομιάς και θέλουν να δουν όλα τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Αθήνα. Εμείς εκθέτουμε τα Γλυπτά του Παρθενώνα μέσα σε ένα πλαίσιο παγκόσμιων πολιτισμών προβάλλοντας επιτεύγματα από όλο τον κόσμο κάτω από την ίδια στέγη». Η στρατηγική των Βρετανών είναι να παρουσιάζουν την επιστροφή ως γραφικό ελληνικό πόθο και την παραμονή στο Βρετανικό Μουσείο ως οικουμενική προσέγγιση. Οταν η επιτυχία της εκστρατείας για την επανένωση των Γλυπτών εξαρτάται κυρίως από την κοινή γνώμη, που χάρη στο έργο που επιτελείται επί 40 χρόνια έχει μεταστραφεί υπέρ της επανένωσης, η κυβέρνηση «καίει» το πιο ισχυρό χαρτί· τη σημασία των γλυπτών του Παρθενώνα για την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Το δεύτερο λάθος είναι οι αντιφατικές κυβερνητικές ανακοινώσεις που μαζί με τις διαρροές υπονομεύουν κάθε διαπραγμάτευση. Το πρόβλημα το δημιούργησε προσωπικά ο κ. Μητσοτάκης, όταν ενόψει του εορτασμού του 1821 ζήτησε στις 23.8.2019 τον δανεισμό μετόπης με Κενταυρομαχία από το Λούβρο και μια βδομάδα αργότερα τον δανεισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα, συμπληρώνοντας ότι «η απαίτησή μας για επιστροφή των Γλυπτών παραμένει ακέραια». Ηταν μια δήλωση αντιφατική και άστοχη. Ο δανεισμός προϋποθέτει ότι εκείνος που δανείζει είναι νόμιμος ιδιοκτήτης· μιλώντας για «απαίτηση επιστροφής» (όχι «επανένωση») πρόβαλε το πρόβλημα στο οποίο σκοντάφτουν όλες οι συζητήσεις με το Βρετανικό Μουσείο, δηλαδή τη δημιουργία προηγούμενου· τέλος, στην περίπτωση ακρωτηριασμένου μνημείου η αποδοχή δανεισμού αντιβαίνει προς τις αρχές της UNESCO για προστασία της ακεραιότητας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η εκδοχή του δανεισμού, που υποβιβάζει την ελληνική πλευρά από δικαιούχο σε οφειλέτη, προτάθηκε από τον πρωθυπουργό, αποκλείστηκε αργότερα από την αρμόδια υπουργό και προβάλλεται πάλι από φιλοκυβερνητικούς σχολιαστές ως «το μη χείρον». Πες, πες το κοπέλι, κάνει την κυρά να θέλει. Τη δική μου άποψη τη διατύπωσα στην «Κ» της 11.12.22: «Η μόνη ξεκάθαρη, μόνιμη, ηθικά αποδεκτή και επιστημονικά δόκιμη λύση είναι η άνευ όρων δωρεά· όχι η ανταλλαγή, όχι ο δανεισμός, όχι η σταδιακή επανένωση, όχι η υπό όρους κατοχή. Αφού το Βρετανικό Μουσείο παραχωρήσει με άνευ όρων δωρεά τα Γλυπτά, τότε μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για συνεργασίες μαζί του για την προβολή του ελληνικού πολιτισμού με περιοδικές εκθέσεις των περιφερειακών μουσείων της χώρας». Ενα κατ᾿ εξοχήν θέμα ηθικής δεν μπορούμε να το κάνουμε αντικείμενο συναλλαγής. Θυμίζω ότι κάθε επανένωση θραυσμάτων των Γλυπτών (2006: Χαϊδελβέργη· 2022: Παλέρμο και Βατικανό) επιτεύχθηκε ως οριστική λύση, όχι δάνειο ή ανταλλαγή, και έπειτα από συνομιλίες χωρίς τυμπανοκρουσίες.
Oι Βρετανοί θέλουν να παρουσιάζουν την επιστροφή τους ως γραφικό ελληνικό πόθο.
Στη διγλωσσία της κυβέρνησης ας προσθέσουμε και την άρνησή της σε υπερκομματική προσέγγιση. Επαναλαμβάνω ό,τι έγραφα στην «Κ» (21.3.2021): «Η επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων της Βουλής να ορίσει επιτροπή από Ελληνες και ξένους εμπειρογνώμονες και προσωπικότητες, οι οποίοι θα προσεγγίσουν το Βρετανικό Μουσείο για λογαριασμό του Μουσείου Ακρόπολης, για να εξετάσουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε να γίνει δυνατή η επανένωση των Γλυπτών. Δεδομένου ότι κάθε κυβέρνηση θα ήθελε να θριαμβολογήσει για μια επιτυχία και κάθε αντιπολίτευση θα αναζητούσε λόγους για να στηλιτεύσει την κυβέρνηση, ο ορισμός της επιτροπής θα πρέπει να γίνει με αυξημένη πλειοψηφία, για να είναι δεδομένη η υπερκομματική στήριξη». Η κυβέρνηση κώφευσε. Από την αρχή της πρωθυπουργικής του θητείας ο κ. Μητσοτάκης έκανε προσωπική του υπόθεση την επανένωση των Γλυπτών. Δεν είναι μεμπτό να θέλει ένας πολιτικός να σημειώσει επιτυχίες. Οποιος θέλει να εκμεταλλευθεί προσωπικά τις επιτυχίες, ας έχει και το θάρρος να χρεωθεί και τις αποτυχίες και να διδαχθεί από τα λάθη του.
Ο κ. Αγγελος Χανιώτης είναι καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας και Κλασικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών του Πρίνστον, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο αλγόριθμος της σοφίας
Του Στάθη Ν. Καλύβα
Υπάρχει µια σημαντική λέξη που όμως έχει ξεχαστεί ή και απαξιωθεί: η σοφία. Τα λεξικά την ορίζουν ως συνδυασμό εμπειρίας, γνώσης και κρίσης. Στην ουσία πρόκειται για έναν ιδιαίτερα σύνθετο αλγόριθμο που μας οδηγεί σε ορθές αποφάσεις με τρόπο έμμεσο και διαισθητικό, αλλά όχι αυθαίρετο ή στρεβλό. Αφορά παράλληλα και τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουμε τη γενική μας στρατηγική: πού, πότε και πώς αξίζει να είμαστε τολμηροί ή αντίθετα συντηρητικοί, ρεαλιστές ή αντίθετα μαξιμαλιστές;
Η σοφία προκύπτει από την επιλογή της κατάλληλης στρατηγικής για κάθε περίσταση: επιλογές ρίσκου σε κάποιες, προσεκτικές κινήσεις σε άλλες. Εκανα τις σκέψεις αυτές παρακολουθώντας τις διαδοχικές συζητήσεις για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα και την επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΕΑΜ). Μας παρέχουν ένα ιδιαίτερα εύστοχο παράδειγμα.
Η περίπτωση των Γλυπτών (όπως και η μικρότερη, αλλά αντίστοιχη των κυκλαδικών ειδωλίων) αποτελεί κλασικό πρόβλημα διαπραγμάτευσης μεταξύ αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων. Οι δύο πλευρές επιθυμούν τον απόλυτο έλεγχο πάνω στο ίδιο αγαθό, σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει δικαστής για να αποφασίσει. Στο σενάριο αυτό, η διαφορά λύνεται διά της ισχύος: επικρατεί ο ισχυρότερος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, η πλευρά που κατέχει το αγαθό έχει απολέσει ισχύ, ενώ η πλευρά που το διεκδικεί έχει τον αέρα στα πανιά της. Πώς πρέπει να κινηθεί;
Σύμφωνα µε την πρώτη προσέγγιση, η επιστροφή των Γλυπτών απαιτεί ευλυγισία, δημιουργικότητα και κάποιες υποχωρήσεις: κάλλιο πέντε και στο χέρι. Η δεύτερη, αντίθετα, τα θέλει όλα και καταγγέλλει την πρώτη ως μειοδοτική. Δεν χρειάζεται μεγάλο βάθος σκέψης για να διαπιστώσει κανείς πως, εκτός και αν υπάρξει κάποια τεράστια και απρόσμενη ανατροπή στο ισοζύγιο της ισχύος μεταξύ των δύο πλευρών, ο μαξιμαλισμός οδηγεί στη διαιώνιση της σημερινής κατάστασης. Σε διαφορετική διατύπωση, η διαπραγμάτευση απαιτεί σχεδόν εξ ορισμού συμβιβασμούς.
Στην περίπτωση του ΕΑΜ, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Εδώ δεν βρισκόμαστε μπροστά σε πρόβλημα διαπραγμάτευσης, αλλά μεγιστοποίησης: δεν διεκδικούμε αρχαιότητες που κατέχουν άλλοι, αλλά αντίθετα έχουμε αποτύχει να «αξιοποιήσουμε» τον τεράστιο αρχαιολογικό πλούτο που ήδη διαθέτουμε. Το ΕΑΜ δεν είναι απλώς το πιο σημαντικό μουσείο της χώρας, αλλά (θεωρητικά) ανήκει στα κορυφαία στον κόσμο. Ουσιαστικά πρόκειται για την κιβωτό της κλασικής αρχαιότητας που θεωρείται η βάση του δυτικού πολιτισμού. Η σημερινή του κατάσταση όμως απέχει πάρα πολύ από τη θεωρητική του αξία. Για να το θέσω επιεικώς, το ΕΑΜ είναι πολύ κατώτερό της. Εδώ και καιρό έχει χάσει τη λάμψη του, το κτίριό του παρότι όμορφο είναι γερασμένο και ανεπαρκές, μέρος του προσωπικού του είναι ακατάλληλο, η μουσειολογική του προσέγγιση είναι ξεπερασμένη, ενώ τέλος ένα τεράστιο και μοναδικό απόθεμα αντικειμένων ανεκτίμητης αξίας παραμένει αποθηκευμένο λόγω έλλειψης χώρου. Η σύγκριση του ΕΑΜ με το Μουσείο της Ακρόπολης είναι αποκαρδιωτική για το πρώτο, όπως επιβεβαιώνουν και οι αριθμοί των επισκεπτών. Και αυτό έχει επιπτώσεις και για τις γύρω περιοχές τους.
Πού, πότε και πώς αξίζει να είμαστε τολμηροί ή αντίθετα συντηρητικοί, ρεαλιστές ή αντίθετα μαξιμαλιστές;
Υπάρχει εποµένως ευρεία συναίνεση πως το μουσείο πρέπει να επεκταθεί και να εκσυγχρονιστεί – όπως έχει γίνει με άλλα μουσεία παγκόσμιας εμβέλειας όπως το Λούβρο, το Βρετανικό Μουσείο ή το Neues Museum Βερολίνου. Παρότι αρχικά με ξένισε, η απόφαση ενός διαγωνισμού μεταξύ των κορυφαίων αρχιτεκτονικών γραφείων του κόσμου είναι η ενδεδειγμένη: έργα παγκόσμιας εμβέλειας απαιτούν αρχιτέκτονες παγκόσμιας εμβέλειας.
Η αναβάθμιση του υποβαθμισμένου ΕΑΜ δεν απαιτεί τίποτα λιγότερο από φιλόδοξες και τολμηρές κινήσεις που θα εκπλήξουν και θα συναρπάσουν. Αντίθετα, η εσωστρέφεια και οι χαμηλές προσδοκίες εγγυώνται πως τα πράγματα θα μείνουν ως έχουν. Και σε έναν κόσμο που προχωρεί, η αδράνεια ισοδυναμεί με υποχώρηση. Σε διαφορετική διατύπωση, η μεγιστοποίηση απαιτεί σχεδόν εξ ορισμού τόλμη.
Τι είναι τελικά το σοφό; Ο ρεαλισμός στη μία περίπτωση και η τόλμη στην άλλη.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Το Μουσείο ως ζήτημα ταυτότητας
Του Νίκου Βατόπουλου
Eνα ζήτημα, τόσο εύληπτο στην κατανόησή του, αλλά και τόσο σύνθετο στις προεκτάσεις του, όπως είναι το νέο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, γεννά εξ αρχής ένα θέμα αυτοσυνειδησίας. Για την ελληνική πολιτεία, όπως είχε ήδη διαφανεί στις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού, η αναδημιουργία του Μουσείου σε νέες βάσεις, αποτελούσε εθνικό στόχο και συνδεόταν όχι μόνο με τις ανάγκες μιας σύγχρονης μουσειολογικής αντίληψης αλλά και με ζητήματα εθνικής ισχύος και αναβαπτισμένης ταυτότητας της χώρας. Η σύνδεση Μουσείων και Εθνικής Ταυτότητας είναι μια ιδέα τόσο παλιά όσο και η εθνογένεση. Αλλά εν προκειμένω μιλάμε για μια μετανεωτερική κατανόηση του Μουσείου μέσα σε ένα πολυκεντρικό, πολυμορφικό αστικό κέντρο όπως είναι πλέον οι μεγαλουπόλεις. Και στην περίπτωση αυτή, ο ρόλος ενός Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου καλείται να υπηρετήσει όχι τόσο τον πεπερασμένο ρόλο της κιβωτού (κατά την αντίληψη του 19ου αιώνα) όσο τον ρευστό ρόλο του μετασχηματιστή, ορίζοντας ένα δρόμο από την εσωστρέφεια στην εξωστρέφεια και από τον κόσμο των αξόνων στον κόσμο των δικτύων.
Για το ελληνικό κράτος, από τη δεκαετία του 1830 ήδη, ο αυτοπροσδιορισμός του στη διεθνή κοινότητα «των πεπολιτισμένων λαών» περνούσε μέσα από την επεξεργασία της σχέσης με την αρχαία κληρονομιά. Ηταν μία ανάγκη όχι μόνο συνειδησιακή, ψυχική, οικονομική ή χωροταξική, αλλά και η αντανάκλαση μιας πραγματιστικής ανάγκης επιβίωσης με διακριτή ταυτότητα στη διεθνή κοινότητα. Ανάμεσα στα βαλκανικά έθνη που προέκυψαν κατά τη μακρά διαδικασία αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε διάστημα ενός αιώνα, η ελληνική κρατική οντότητα είναι η μόνη της οποίας τα διακριτά ταυτοτικά χαρακτηριστικά προκαλούν αυτόματους συνειρμούς οπουδήποτε ανά την υφήλιο. Αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα – της ευδιάκριτης και αναγνωρίσιμης ταυτότητας – μπορεί σήμερα να θεωρείται αυτονόητο αλλά χρειάστηκε επένδυση σκέψης, χρημάτων και αγώνων για να οριοθετηθεί και ενσωματωθεί ως εθνικό συστατικό. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στεγασμένο στο κτίριο που σχεδίασε αρχικά ο Λούντβιχ Λάνγκε και ολοκλήρωσε ο Ερνέστος Τσίλλερ, συγκροτήθηκε δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία. Συμβολικά, η αρχική στέγαση της πρώτης αρχαιολογικής συλλογής στο Ναό του Ηφαίστου στην Αγορά συνοψίζει τις στρώσεις της νέας εθνικής ταυτότητας καθώς ο δωρικός ναός είχε λειτουργήσει και ως ναός του Αγίου Γεωργίου.
Kαλείται να υπηρετήσει όχι τόσο τον πεπερασμένο ρόλο της κιβωτού (αντίληψη του 19ου αιώνα), όσο τον ρευστό ρόλο του μετασχηματιστή.
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο του 21ου αιώνα συμβολίζει και αυτό την υπό συνεχή εξέλιξη και αναδιαμόρφωση εθνική ταυτότητα σε ένα κάδρο διεθνούς προβολής και ανταγωνισμού. Υπό μία έννοια, ακόμη και το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα, αν και διαφορετικό ως προς την ιδρυτική του συνθήκη, απορρέει και αυτό από μια κοινή αντίληψη περί συγκρότησης και ενδυνάμωσης της εθνικής ταυτότητας. Γεννώνται δυνάμεις συσπειρωτικές μέσα στην κοινωνία και δυνάμεις ισχύος από μέσα προς τα έξω. Η σχέση μνημείων και ταυτότητας είναι εξ ορισμού μια σχέση που υπόκειται στη ρευστή ερμηνεία των διεθνών συσχετισμών, γι’ αυτό και διαφορετική ισχύ και προοπτική έχει το αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στη δεκαετία του 2020 απ’ ό,τι στη δεκαετία του 1980. Οι τότε προεκτάσεις εθνικιστικού εξωτισμού και γραφικού πατριωτισμού σταδιακά μεταβλήθηκαν. Αλλαξαν τόσο οι εσωτερικές όσο και οι διεθνείς συνθήκες. Από τη μια η ελληνική κοινωνία απέκτησε εμπειρία και βάθος και από την άλλη η διεθνής σκηνή μετέβαλλε τις ιεραρχήσεις της μετά την απόσυρση των εργαλείων του μεταπολεμικού κόσμου.
Το νέο διεθνές κάδρο με το οποίο θα συνομιλήσει το νέο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ορίζει και αυτό έναν άλλον τρόπο θέασης του κόσμου. Πλέον, δεν μιλάμε για ανταγωνισμό μέσα από αρχιτεκτονικές εξτραβαγκάντζες όπως όριζε το κλίμα του 1990 αλλά για μία περισσότερο συμπεριληπτική και φιλοσοφημένη ένταξη ενός σύνθετου αφηγήματος μέσα σε μια διαρκή ροή χρόνου, Ιστορίας, γενεών. Τα νέα μουσεία απλώνονται μέσα στους ιστούς των πόλεων ως γεννήτορες βιωμάτων και εμπειριών, συνομιλούν με ένα απόθεμα συσσωρευμένου αστικού. Η μεγάλη καθυστέρηση που είχε επιδείξει η ελληνική πρωτεύουσα την περίοδο 1985-2005 όταν οι πόλεις του κόσμου ανανέωναν τις αστικές υποδομές τους (τα μουσεία, τις όπερες, τους σταθμούς, κλπ), της δίνει τώρα τη δυνατότητα να έχει στο μέλλον ένα Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο επί της ουσίας σύγχρονο και διαχρονικό. Ζητούμενο είναι το νέο Μουσείο να αποτελέσει μέρος μιας εκ βάθρων μελέτης της Αθήνας. Να μην προκαλέσει, δηλαδή, μόνο αντανακλαστικές αλλαγές αλλά να συνδεθεί και με την αναγέννηση της Πατησίων.
kathimerini.gr