“Εδώ ‘ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου. Εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις, να προσέχεις. Εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου”.
Έτσι γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στο επίγραμμα για το Δίστομο, το χωριό των “ηρώων και μαρτύρων, των σπαραγμένων λουλουδιών και των σφαγμένων μύρων“. Έτσι τραγουδά ο Λουκάς Τζιτζώκος στην πρώτη δίστιχη, δύστυχη στροφή ενός άσματος πένθιμου, που έγραψε ο Στάθης Σταθάς για τον ρημαγμένο τόπο του. “Το “Στάθης” το πήρε από το όνομα του 5χρονου αδερφού του τον οποίο, την ημέρα της σφαγής και έναν χρόνο πριν από τη γέννησή του ίδιου, είχε κατακρεουργήσει ένας Γερμανός. Κυνηγούσε το παιδάκι γύρω από τα βαρέλια του σπιτιού ανάμεσα σε πτώματα και το χάραζε με την ξιφολόγχη. Στο τέλος, το πυροβόλησε. Το σώμα του έπεσε πάνω σε μία χτυπημένη γιαγιά και την έκρυψε. Χάρη σε αυτό, εκείνη σώθηκε”.
Η παραπάνω αφήγηση και οτιδήποτε διαβάσετε ακολούθως, ανήκει σε μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν, επέζησαν ή απλά κληρονόμησαν ζωντανές μαρτυρίες, φριχτές εικόνες και αναμνήσεις. Αφηγήσεις που σηκώνουν το μαύρο πέπλο μυστηρίου πάνω από τη λέξη “Σφαγή”, αιώνιο ερώτημα πολλών για τον χαρακτηρισμό του ολοκαυτώματος ως τέτοια, την αποφράδα εκείνη μέρα, Σάββατο απόγευμα, 10 Ιουνίου του 1944.
Τότε που οι Γερμανοί, στο πλαίσιο “εκκαθαριστικών” επιχειρήσεων και υπό τη δαμόκλειο σπάθη του τέλους της ναζιστικής κυριαρχίας που σηματοδότησε η προ τεσσάρων ημερών απόβαση στη Νορμανδία, εισέβαλαν στο Δίστομο. Όχι για να κάνουν πλιάτσικο, όχι για να βρουν κατάλυμα στα σπίτια κατοίκων, όχι για να ρωτήσουν ξανά και ξανά απειλητικά πού κρύβονται οι αντάρτες, όπως συνήθιζαν καθημερινά να κάνουν μέχρι τότε.
Οι Γερμανοί φιγουράρουν και χαμογελούν, έχοντας σφαγιάσει εκατοντάδες ανθρώπους. Είναι η πρώτη φωτογραφία που θα δει κάποιος στον πρώτο όροφο του Μουσείου Θυμάτων Ναζισμού.
Η -ατυχής- θέση του χωριού μεταξύ Παρνασσού και Ελικώνα είχε μετατρέψει το Δίστομο σε “λυκοφωλιά” ανταρτών, όπως το χαρακτήριζαν οι ίδιοι οι Γερμανοί, που συχνά έπεφταν σε δικές τους ενέδρες. Μία τέτοια, στο διπλανό χωριό Στείρι, πότισε κι άλλο το μυαλό, τύφλωσε ακόμη περισσότερο τα μάτια, όπλισε τα ήδη αρματωμένα χέρια με κάθε τι που μπορούσε να σκοτώσει και σκότωνε χωρίς να διαχωρίζει. Το χωριό ετοιμαζόταν για το μνημόσυνο τεσσάρων παιδιών που είχαν εκτελεστεί δύο μήνες νωρίτερα στον Καρακόλιθο. Ουδείς μπορούσε να φανταστεί ότι σύντομα θα βυθιζόταν στο αίμα. “Όλα έγιναν μέσα σε δύο ώρες. Από τις 4 ως τις 6 το απόγευμα. Έφυγαν για να μην τους πιάσει η νύχτα και πέσουν σε νέες ενέδρες. Αν είχαν ξεκινήσει πιο νωρίς ίσως να μην υπήρχε Δίστομο σήμερα”.
Απολογισμός; 218 νεκροί και άλλοι 10 που την επόμενη μέρα προσπάθησαν να φύγουν για τα διπλανά χωριά. Μεταξύ αυτών και ανήλικα παιδιά, περισσότερα από 50, το μικρότερο 2 μηνών. Δεν συμπεριλαμβάνονται τα αγέννητα βρέφη που δεν είδαν ποτέ το φως της ζωής και σφαγιάστηκαν στην κοιλιά εγκύων γυναικών. Εξαιρέσεις; Ελάχιστες. “Κάποιοι λίγοι στρατιώτες που προφανώς δεν ήθελαν να συμμετέχουν στο έγκλημα που συντελείτο πυροβολούσαν στον αέρα μέσα ή έξω από τα σπίτια ή σκότωναν ζώα και με το αίμα τους έβαζαν σημάδι πάνω στο σπίτι για να φαίνεται ότι πέρασαν από ‘κει και τους είχαν σκοτώσει όλους”.
Ο Χρήστος Παπανικολάου, που ανέλαβε την ξενάγησή μου στο Μουσείο Θυμάτων Ναζισμού -δεσπόζει στην είσοδο του χωριού δίπλα από το Δημαρχείο- και στο Μαυσωλείο που βλέπει το μαρτυρικό Δίστομο να απλώνεται μπροστά του δεν είχε γεννηθεί τη χρονιά εκείνη. Ως εθελοντής και αντιπρόεδρος του Μουσείου τα τελευταία 6 χρόνια ασχολείται καθημερινά με την ξενάγηση δεκάδων χιλιάδων επισκεπτών ετησίως.
Το Μουσείο Θυμάτων Ναζισμού στο Δίστομο
Μεγαλώνοντας ως παιδί της επόμενης γενιάς, γιος επιζήσασας, έχοντας ακούσει, αρχειοθετήσει και διαχειριστεί αμέτρητες μαρτυρίες επιζώντων και πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό που έχει συγκεντρωθεί και προβάλλεται στο Μουσείο, είναι ένας κινητός τόμος των γεγονότων που στιγμάτισαν την ιστορία του Διστόμου. Ήταν και ο κατάλληλος άνθρωπος για μία αρχική αναδρομή στο χρονικό της σφαγής, προλογίζοντας την επίσκεψή μου στα σπίτια αυτών που τη βίωσαν, προετοιμάζοντας το στομάχι μου για μαρτυρίες γεμάτες πόνο, αίμα, θάνατο και τρομακτικές εικόνες.
Έτσι θα νιώσει οποιοσδήποτε επισκεφτεί το Μαυσωλείο, τον ιερό χώρο όπου φυλάσσονται τα οστά των σφαγιασθέντων, τα ονόματα των οποίων είναι χαραγμένα για να θυμίζουν στον επισκέπτη την αδιακρίτως ηλικίας και φύλου εκτέλεση αθώων ψυχών.
Το Μαυσωλείο Διστόμου
Κι ο κόμπος στο στομάχι γίνεται ακόμη πιο σφιχτός, όταν παρατηρήσει την τρύπα που υπάρχει σε ορισμένα κρανία, χαριστική βολή λένε οι μαρτυρίες, προδίδοντας τη βαρβαρότητα που δεν αρκέστηκε, δεν κορέστηκε στις φρικαλεότητες, τους βιασμούς και τις θηριωδίες που συντέλεσαν ένα έγκλημα πολέμου. Αυτό που, ακόμη και σήμερα, 76 χρόνια μετά, η επίσημη Γερμανία εξακολουθεί να αποκαλεί “πολεμική πράξη” μεταξύ αυτών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τα οστά και τα κρανία των σφαγιασθέντων στον ιερό χώρο όπου φυλάσσονται στο Μαυσωλείο
Ανοιχτό νεκροταφείο…
Το τραγούδι του Στάθη Σταθά από τα ηχεία και η “Γυναίκα του Διστόμου” από την οθόνη γράφουν μαζί τον επίλογο του ημίωρου ντοκιμαντέρ που προβάλλεται στην οπτικοακουστική αίθουσα και που μόλις είχα δει, συνθέτοντας ένα μοιρολόι και συνδέοντας δύο διαφορετικές γενιές. Μία τέτοια εκπροσωπούσε ο άνθρωπος που είχα μπροστά μου, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει αυτό το μοιρολόι για να εξηγήσει πώς το πένθος έγινε τρόπος ζωής.
“Για τέσσερις μέρες το χωριό ήταν ανοιχτό νεκροταφείο. Τόσο έκαναν να θάψουν τους νεκρούς. Πτώματα παντού, όλο το χωριό μύριζε θάνατο. Όσοι είχαν διαφύγει στα γύρω χωράφια, στα μαντριά, στην παραλία, έρχονταν το βράδυ για να θάψουν τους νεκρούς τους. Αρκετούς δεν τους θάψανε στο νεκροταφείο. Τους βάζανε στις αυλές, στα σπίτια, στους κήπους, άλλους σε ομαδικούς τάφους. Για πολλά χρόνια, δεν άκουγες γέλια. Έβλεπες μόνο μαύρα. Παντού μαύρα. Από τα ρούχα των γυναικών μέχρι τις κουρτίνες και τα τζακόπανα. Μαζεύονταν και έβαφαν στα καζάνια μαύρα τα πολύχρωμα ρούχα. Ακόμη και στους γάμους μαύρα φορούσαν. Η μόνη ομαδική εκδήλωση που γινόταν ανελλιπώς και καθολικά ήταν όταν ένα κομβόι από μαυροφορεμένους ανθρώπους, με λάδια και σπίρτα στα χέρια πήγαιναν στο νεκροταφείο για να ανάψουν τα καντήλια”.
Πολλές από αυτές τις εικόνες που μου δημιούργησαν τα λόγια του κ. Παπανικολάου ήταν απλά ένα εισαγωγικό κεφάλαιο, ένα φιλμ που θα έπαιζε ξανά και ξανά στις μαρτυρίες των ανθρώπων που θα συναντούσα. Αρκετό για να σφίξει τον κόμπο στο στομάχι μου αλλά και να σκληραγωγήσει τον ψυχισμό μου για όσα θα έβλεπα και θα άκουγα, όχι πίσω από μία οθόνη, όχι σε μερικές άψυχες γραμμές, αλλά από τους επιζήσαντες της σφαγής. Τους ίδιους αυτούς που χτυπήθηκαν από τη μοίρα της διαστροφής, της ανθρωποφαγίας και της ακραίας ναζιστικής ιδεολογίας.
Τι δέος Θεέ μου. Τους συνάντησα έναν προς έναν, με έβαλαν στο σπίτι τους, άνοιξαν την ψυχή τους, μαζί και το άλμπουμ των πιο σκοτεινών και τραυματικών αναμνήσεων, αυτών που παλεύουν για να λησμονήσουν, αλλά όσο κι αν τα χρόνια περνούν, όσο κι αν οι εικόνες ξεθωριάζουν, δεν γίνεται με τίποτα να ξεχάσουν. Έχουν περάσει 76 χρόνια, αλλά η σχολαστική περιγραφή και ο κυνισμός στην αφήγηση, που μόλις λίγες στιγμές “σπάει” για να αφήσει τη θέση του σε αναστεναγμούς, δάκρυα και αναθέματα, με έκαναν να τρομάξω με το πόσο ωμά αποκρίνονταν στην ωμή πραγματικότητα και το άδικο ριζικό. Αλλά και να ντρέπομαι που τους υποχρέωνα να αναβιώσουν και να μοιραστούν ξανά μαρτυρίες από τις οποίες μαρτυρούν όλη τους τη ζωή.
Ο Παναγιώτης Σφουντούρης, η Ελένη Σφουντούρη, ο Αγγελής Καστρίτης και ο Λουκάς Παπαχρήστος τα έζησαν και επέζησαν. Άλλοι έχασαν γονείς, άλλοι αδέρφια, άλλοι έμειναν μόνοι, μεγαλώνοντας με γιαγιάδες, θείους, συγγενείς. Κάποιος θα τους χαρακτήριζε τυχερούς που γλίτωσαν. Τι από τα παρακάτω είναι τύχη άραγε;
Είδα σφαγμένο το 2 ετών αδερφάκι μου
“Εύχομαι παιδί μου ο Θεός να βάλει το χέρι του και να μη ζήσεις ποτέ κάτι τέτοιο. Ο κακός ο χρόνος περνάει. Αλλά αυτά τα πράγματα δεν περνάνε”. Έτσι έκλεισε η αφήγηση του Παναγιώτη Σφουντούρη. Στα 6 του, έχασε πατέρα, μητέρα και τον μόλις 2 ετών αδερφό του. Η περιγραφή της εικόνας του σκοτωμένου του αδερφού ήταν και η στιγμή που λύγισε. Πριν ή μετά από αυτό, εξηγούσε όσα έζησε με ένταση στη φωνή του, σαν να τα ζούσε ξανά και ξανά.
“Ήμασταν στο πατρικό μου. Ο πατέρας μου έκανε τον άρρωστο στο κρεβάτι για να μην τον πιάσουν οι Γερμανοί και η μητέρα μου είχε πάει στο σπίτι της μητέρας της, της γιαγιάς μου. Είχε αρραβωνιαστεί ο αδερφός της και έφτιαχναν τηγανίτες, έτσι γινόταν την εποχή εκείνη. Και μου λέει ο πατέρας μου, άντε πήγαινε να ειδοποιήσεις τη μάνα σου να έρθει σπίτι. Φοβότανε. Ξεκινάω εγώ, η αδερφή μου που ήταν 4 χρονών και το αδερφάκι μου ο Νίκος 2 ετών και μόλις πηγαίναμε προς την πάνω πλατεία, βλέπουμε τη μάνα μου να έρχεται προς τα κάτω. Παίρνει τον αδερφό μου τον Νίκο στα χέρια της και πάνε στον πατέρα μου. Εμείς συνεχίσαμε με την αδερφή μου να πάμε στο σπίτι της γιαγιάς μου. Γύρω μας ακούγαμε σφαίρες να πέφτουν συνέχεια. Για καλή μας τύχη εκεί ήταν και μία θεία μου, η Φανή, που μας πήρε και ευτυχώς δεν μας άφησε να πάμε στο πατρικό μας σπίτι, αλλά μας πήγε στο δικό της το σπίτι.
Μπαίνουμε σπίτι της θείας μου και βλέπουμε από το παράθυρο τους Γερμανούς να έρχονται από το Στείρι. Το σπίτι είχε μία αυλή μπροστά με μία σιδερόπορτα που ευτυχώς η θεία μου είχε αμπαρώσει. Καθόμασταν μπροστά στο παράθυρο του σπιτιού και τα βλέπαμε όλα. Τους είδαμε να μπαίνουν και να κατεβάζουν τους 12 ομήρους που είχαν σε ένα φορτηγό. Καταλάβαμε ότι θα τους εκτελέσουν. Κάποιος αντιστάθηκε και τον χτύπησαν με το όπλο στην πλάτη. Η μάνα της θείας μου μας είπε πηγαίνετε μέσα να μην τα δείτε εσείς. Εγώ μπήκα από πίσω και είδα που τους εκτέλεσαν. Πυροβολισμοί ακούγονταν συνέχεια. Είδαμε Γερμανούς να μπαίνουν στο διπλανό σπίτι, όπου ήταν η μητέρα του Αγγελή του Καστρίτη (σ.σ. θα διαβάσετε πιο κάτω την μαρτυρία του Αγγελή Καστρίτη)και η γιαγιά του που ήταν στον φούρνο και φουρνίζανε. Με το που τις είδαν τις σκοτώσανε.
Ο Παναγιώτης Σφουντούρης κοιτάζει τη φωτογραφία όπου μαζί με την αδερφή του, παιδάκια, κάθονται μπροστά στο μνήμα των συγγενών τους.
Το σπίτι που ήμασταν εμείς είχε τρία δωμάτια. Στο ένα δωμάτιο είχαν σκάψει και είχαν ένα υπόγειο από κάτω. Περίπου ένα μέτρο ύψος. Ανοίγουν την καταπακτή και μπαίνουμε μέσα. Ούτε που κατάλαβα πώς χωρέσαμε. Οι Γερμανοί μπήκαν από τη μία πόρτα της κουζίνας και βγήκαν από την κεντρική πόρτα. Εμείς ήμασταν από κάτω. Δηλαδή αν είχαν βάλει φωτιά ούτε που θα μας βρίσκανε ποτέ. Εγώ είχα χτυπήσει χωρίς να το καταλάβω στο κεφάλι, ακόμα το έχω το σημάδι. Κάτσαμε ώρα εκεί.
Βγήκε πρώτα η θεία μου να δει αν είναι ακόμα έξω οι Γερμανοί. Δεν ήταν και μας έβγαλε έναν-έναν. Μας λέει άντε τώρα πηγαίνετε στη μάνα και τον πατέρα σας. Παίρνω την αδερφή μου να πάμε στο πατρικό μου. Βλέπω έναν ξάδερφό μου που ήταν παράλυτος. Τον είχανε σκοτώσει. Φτάνουμε στο σπίτι. Μόλις μπαίνω μέσα βλέπω τη μάνα μου γονατιστή στο τζάκι, σκοτωμένη. Δεν είχε πέσει κάτω. Ο πατέρας μου ήταν ξαπλωμένος, σκοτωμένος στο κρεβάτι. Σε ένα κρεβάτι δίπλα που είχαν φτιάξει για το αδερφάκι μου, βλέπω τον Νίκο το αδερφάκι μου σφαγμένο, το είχαν διαλύσει. Σαν να μην είχε κοιλιά.
Βγαίνω στο μπαλκόνι και φωνάζω κλαίγοντας στη θεία μου και τη μάνα της, σκοτώσανε τη μάνα μου, τον πατέρα μου και τον αδερφό μου. Εκείνες μας είπαν να πάμε στο σπίτι της άλλης γιαγιά μας. Οι μακαρίτισσες τόσο μυαλό είχαν, μας είπαν 6 ετών να πάμε πάνω. Ξεκινάμε με την αδερφούλα μου να πάμε στην πάνω πλατεία. Φτάνοντας πάνω, ακούγαμε κάποιον να μουγκρίζει και φοβηθήκαμε. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε τραυματιστεί. Μόνο αυτός ακουγόταν, τίποτα άλλο, μούγκριζε από τον πόνο. Κλαίγοντας φτάσαμε στη γιαγιά μου, ήρθε εκεί και ο αδερφός της μάνας μου και φύγαμε για τη Δεσφίνα, τότε δεν υπήρχε δρόμος, μονοπάτια ήταν. Κοιμηθήκαμε εκεί τη νύχτα και μετά πήγαμε σε ένα μαντρί στον δρόμο για Φωκίδα όπου μείναμε κι εκεί μερικές μέρες και μερικές ακόμη στην παραλία. Ήμασταν με τον αδερφό της μάνας μου και τον αδερφό του πατέρα μου. Εν τω μεταξύ είχανε σκοτώσει τη μάνα του πατέρα μου και τον αδερφό του πατέρα μου. Πέρασαν 10-15 μέρες. Είδαμε τους Γερμανούς να έρχονται πάλι, ήμασταν 30 μέτρα περίπου μακριά και μας κρύψανε μέσα σε κάτι πουρνάρια. Περάσανε οι Γερμανοί, πυρπολούσαν, σκότωναν ακόμη και τα άλογα. Μετά και από αυτό σωθήκαμε. Μείναμε στη γιαγιά μου, τη μάνα της μάνας μου, μαζί με τον αδερφό της μάνας μου. Αυτοί μας μεγάλωσαν”.
Πήδηξα από το παράθυρο και σώθηκα
Από 12 ετών κοριτσάκι, αναγκάστηκε να γίνει γυναίκα. Να δουλέψει σκληρά για να ζήσει. Αλλά και για να ξεχάσει. Μέσα στο ίδιο σπίτι που με υποδέχτηκε, οι Γερμανοί σκότωσαν τους γονείς και τις δύο αδερφές της. Τη μεγάλωσε η γιαγιά της. Όλα αυτά τα χρόνια τα αφιέρωσε στο διάβασμα, τη χορωδία του χωριού, τα ταξίδια και την οικογένειά της. Όταν της είπα ότι η μόρφωσή της γίνεται εύκολα αντιληπτή, εκείνη απάντησε: “Αμ δεν είμαι. Δεν έχω τελειώσει κανένα σχολείο. Η δασκάλα μας χάθηκε και το σχολείο σταμάτησε μέσα στην κατοχή. Μετά τον πόλεμο ήμουν 12 χρονών. Ντρεπόμουν να συνεχίσω το δημοτικό”.
Η Ελένη Σφουντούρη κατάφερε με ένα σάλτο από το παράθυρο να γλιτώσει. Μετά από 76 χρόνια, όμως, δεν έχει καταφέρει να λησμονήσει. Όπως είπε, ήταν η μία από τις τρεις κοπέλες του χωριού που έχασαν γονείς και αδέρφια.
“Ξυπνήσαμε όπως κάθε μέρα. Ο πατέρας μου πήγε στο μαγαζί του, ήταν τσαγκάρης. Εμείς παίζαμε. Κάθε φορά που λέγανε ότι έρχονται οι Γερμανοί εγώ φοβόμουν πάρα πολύ. Ούτε είχα κοιτάξει στο πρόσωπο κανέναν. Ήρθαν το πρωί κάνανε έρευνες στο σπίτι, ψάχνανε, διαλύσανε το γραμμόφωνό μας, το μπαούλο μας, ίσως έψαχναν να βρουν καμία χειροβομβίδα και έπειτα έφυγαν. Ύστερα από κάμποσες ώρες, κάποιος πέρασε και είπε ότι έγινε μάχη στο Στείρι. Ο πατέρας μου ήταν σκεπτικός και προβληματισμένος. Κατάλαβε τι συμβαίνει. Γυρίσανε κι αφού εκτελέσανε τους ομήρους, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και ό,τι ζωντανό βρίσκανε το σκοτώνανε. Βέβαια υπήρξαν και μερικοί που ήταν άνθρωποι και δεν σκότωσαν, πυροβολούσαν στον αέρα. Εγώ που ζω, από κάποιον τέτοιο ζω. Δραπέτευσα από το παράθυρο. Είδα έναν Γερμανό να έρχεται σπίτι. Μέχρι να φωνάξω είχε ανέβει τα 11 σκαλιά με μια δρασκελιά. Άρχισε να χτυπάει τον πατέρα μου με βάρβαρο τρόπο. Δεν μπορούσα να υποφέρω να το βλέπω, τον είχε στριμώξει στην κουζίνα και τον χτυπούσε. Βάζω το πόδι μου στον νεροχύτη, ανοίγω το παράθυρο και ρωτάω τον πατέρα μου μπαμπά να πηδήσω; Όχι μου λέει εκείνος. Σαν να μου ‘πε ναι, δίνω μία εγώ και πηδάω κάτω. Και φωτιά να ήταν από κάτω θα πηδούσα. Από εκεί και ύστερα τι έγινε μέσα στο σπίτι δεν ξέρω.
Πήγα στο απέναντι σπίτι. Εκεί ήμασταν 9 άτομα. Δεν μπορούσα να βλέπω τα παράθυρα γιατί από το σπίτι μου νωρίτερα τους έβλεπα από το παράθυρο να πυροβολούν. Εγώ μάλιστα νόμιζα ότι πυροβολούσαν στο σπίτι μας, αλλά μετά κατάλαβα ότι πυροβολούσαν στον αέρα γιατί δεν είχε σπάσει το τζάμι. Είχαν μία καταπακτή εκεί. Πηδάω κι από ‘κει. Εκεί, όμως, χτύπησα άσχημα στο αριστερό μου πλευρό και έμεινα αναίσθητη για ώρα. Αυτός ο πόνος έμεινε για πάρα πολύ καιρό. Μάλιστα, επειδή έκλαιγα από τον πόνο μία κοπέλα που ήταν εκεί μου έδωσε ένα χαστούκι για να μη μας ακούσουν απ’ έξω οι Γερμανοί. Τέτοιο χαστούκι δεν είχα φάει στη ζωή μου ποτέ, ούτε και ξαναέφαγα, εκτός από αυτό που μου έριξε η ζωή την αλησμόνητη εκείνη μέρα.
Η Ελένη Σφουντούρη σε ηλικία 12 ετών
Κάποια στιγμή ήρθαν και σε εμάς δύο Γερμανοί. Ο ένας μπήκε μέσα, ο άλλος καθόταν στην πόρτα. Κλώτσαγε, πέταγε κάτω τους τενεκέδες, τα τσουβάλια. Δεν μας σκότωσαν, όμως. Έκλεισαν την πόρτα και έφυγαν. Σε ένα σπίτι απέναντί μας, όπου ήταν αρκετοί μέσα, πήγε ένας Γερμανός και δεν σκότωσε κανέναν. Σκότωσε ένα ζώο και με το αίμα έβαλε σημάδι έξω, στην πόρτα, για να νομίζουν ότι είχαν περάσει από εκεί, ότι τους είχαν σκοτώσει.
Έφυγα τρέχοντας από το σπίτι αυτό και για μια στιγμή είδα πεσμένους όλους τους δικούς μου εκεί που τους είχαν εκτελέσει. Πήγα στην αδερφή της μητέρας μου και από εκεί φύγαμε για τα Άσπρα Σπίτια, όπου είχε σπίτι ο αδερφός της γιαγιάς μου. Φύγαμε από ένα μονοπάτι γεμάτο πέτρες, αγκάθια και δεν καταλάβαινα αν τρυπιούνται τα πόδια μου. Την άλλη μέρα ήρθαμε να τους θάψουμε και μόλις φτάσαμε κοντά τους, φωνάξανε κάποιοι “έρχονται οι Γερμανοί”. Με το που το ακούγαμε αυτό φεύγαμε. Καταφέραμε να τους θάψουμε τρεις μέρες μετά. Τα κοριτσάκια μας κάποιος άγνωστος πήρε και τα έθαψε. Τους γονείς μου μόνο θάψαμε. Της μαμάς μου το κεφάλι ήταν κούφιο. Μου είπαν ότι η γιαγιά μου μάζεψε τα μυαλά της από κάτω.
Έχασα τους γονείς μου, τις δύο μου αδερφές και τον παππού μου που τον σκότωσαν στο δικό του σπίτι. Από την επιπολαιότητά του πήγε χαμένος ο παππούς μου. Γιατί στους 12 ομήρους που είχαν συλλάβει ήταν και δύο αδέρφια της νύφης του. Άκουγε αυτό που γινόταν και λέει στη γιαγιά μου θα πάω να δω τι γίνεται έξω. Με το που βγήκε και τον είδαν τον σκότωσαν. Η γιαγιά μου βγήκε να τον αναζητήσει, στα 10 βήματα τον βρήκε σκοτωμένο. Συνολικά, από όλο το χωριό τρία κορίτσια μείναμε εντελώς μόνες, χωρίς οικογένεια, που να σκοτώσανε και τα αδέρφια και τους γονείς τους. Αυτούς που είχαν αδέρφια τους ζήλευα. Οι αδερφές μου ήταν 3 και 6 ετών. Τη μικρή καλά-καλά δεν τη θυμάμαι. Έπειτα, με μεγάλωσε η γιαγιά μου. Μία γριούλα κωφάλαλη εδώ απέναντι τη σκοτώσανε με μία σφαίρα στο στόμα. Κοιμόμουν κι απ’ έξω από το σπίτι ήταν το καντήλι της. Δεν φοβόμουν, όμως Ένιωθα να μου κρατάει συντροφιά το καντηλάκι”.
Γλίτωσα από μία τράπουλα
Με τον Αγγελή Καστρίτη καθίσαμε να συζητήσουμε έξω από δύο μαγαζιά ιδιοκτησίας του ίδιου και του αδερφού του. Στην περίοδο της κατοχής, στο σημείο εκείνο βρισκόταν το σπίτι τους. Εκεί, οι Γερμανοί είχαν σκοτώσει τη μητέρα, τον παππού και τη γιαγιά του, όταν ο ίδιος ήταν 8 ετών. Η αφήγηση του κ. Καστρίτη από την τελευταία οικογενειακή φωτογραφία προκαλεί ανατριχίλα.
“Κάθε φορά που έρχονταν οι Γερμανοί στο χωριό εμείς φεύγαμε με τον αδερφό μου και πηγαίναμε πάνω, προς το κάστρο, στου παππού μου το σπίτι. Δεν ήθελα με τίποτα να κάθομαι εδώ γιατί έρχονταν μέσα στα σπίτια μας να κλέψουν ή να κοιμηθούν. Έπαιρνα τον αδερφό μου από το χέρι και φεύγαμε. Εκεί ήμασταν εκείνο το πρωί μέχρι που ήρθε ένας Γερμανός για να κάνει πλιάτσικο. Η γιαγιά μου αντιστάθηκε και αυτός της είπε ότι θα τη σκοτώσει. Με το που το βλέπω αυτό φεύγω από τη σκάλα και βγαίνω στην αυλόπορτα μαζί με τον αδερφό μου. Εκεί βλέπω δυο Γερμανούς. Φεύγω από πίσω τους και παίρνω τον κατήφορο για το πατρικό μου. Έπειτα οι Γερμανοί έφυγαν και πήγαν προς το Στείρι. Εκεί αρχίσανε μάχη με τους αντάρτες. Κράτησε μέχρι νωρίς το απόγευμα.
Όταν ξαναήρθαν, λοιπόν, το απόγευμα εμείς με τον αδερφό μου είχαμε πάει ξανά στο σπίτι του παππού μου. Φύγετε μας είχε πει η μάνα μου που θυμάμαι ζύμωνε εκείνη την ώρα. Πήγαν οι Γερμανοί σπίτι μου, είδαν απ’ έξω τον καπνό που έβγαινε από τον φούρνο όπου ζύμωνε η μάνα μου, βαρέσανε την αυλόπορτα, πήγε ο πατέρας της, ο παππούς μου μπροστά, τον σκοτώσανε και μετά σκοτώσανε τη μάνα μου και τη γιαγιά μου. Ο πατέρας μου έλειπε από το σπίτι. Γλίτωσε.
Εμείς ήμασταν στο σπίτι του παππού μου και θέλαμε να πάμε στο πατρικό μας, να δούμε τους γονείς μας. Αλλά μία θεία μου θυμάμαι έδωσε μία τράπουλα για να παίξουμε και να μη φύγουμε. Αν δεν μας την είχε δώσει ίσως να είχαμε σκοτωθεί κι εμείς.
Όταν έφυγαν οι Γερμανοί πήρα τον αδερφό μου να κατεβούμε κάτω προς το σπίτι. Στον δρόμο είδα δύο θύματα θυμάμαι. Μία κωφάλαλη που είχαν σκοτώσει και έναν ακόμη, λίγο πιο κάτω. Βλέπω μια θεία μου, πού πας Αγγελή μου λέει; Πάω να δω τη μάνα μου λέω. Τη μάνα σου, τον παππού σου και τη γιαγιά σου τους σκοτώσανε μου λέει. Τρέχω, λοιπόν, σπίτι και τους βλέπω σκοτωμένους. Η γιαγιά μου νόμιζα ότι ζούσε. Είχε ανοιχτά τα μάτια και δεν είχε αίματα. Φώναζα ζει η γιαγιά μου, της έλεγα σήκω γιαγιούλα. Είναι σκοτωμένη Αγγελή μου λέγανε. Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να την ξεχάσω.
Όπως δεν μπορώ να ξεχάσω και κάτι ακόμη. Λίγες μέρες πριν, στις 20 Μαΐου, που εμείς έχουμε πανηγύρι κανονικά στο χωριό, λέει η μάνα μου στον πατέρα μου, ρε συ Θανάση δεν βγάζουμε μια φωτογραφία με τα παιδιά μαζί; Ε ας βγάλουμε της λέει βρε Σταμούλα. Βγαίνουμε, λοιπόν, και οι τέσσερις μαζί και λέει η μάνα μου: Του χρόνου άραγε θα είμαστε μαζί;”.
Περνούσαν οι Γερμανοί από πάνω μας
Ο Λουκάς Παπαχρήστος διετέλεσε επί σειρά ετών Δήμαρχος Διστόμου. Το 1944 έκλεινε τα 6 του χρόνια. Η απόφαση του πατέρα του να πάρει την οικογένειά τους από το χωριό και να φύγουν προς την παραλία αποδείχτηκε προφητική και σωτήρια.
“Εμείς είχαμε φύγει νύχτα από εδώ. Μας πήρε ο πατέρας μου με τον αδερφό μου και πήγαμε σε μια ρεματιά κάτω στον δρόμο προς την παραλία. Αλλιώς θα μας είχαν σκοτώσει κι εμάς. Έναν τον σκότωσαν εδώ έξω στην αυλόπορτα του σπιτιού μου. Η θεία μου, αδερφή του πατέρα μου είχε αγκαλιά το μωρό της. Πυροβόλησαν, σκότωσαν το μωρό, αυτή τραυματίστηκε στον ώμο και έπεσε κάτω λιπόθυμη, αλλά έζησε. Δεν την κατάλαβαν. Στη ρεματιά κοιμόμασταν. Ερχόντουσαν οι Γερμανοί και περνούσαν από πάνω. Μια φορά θυμάμαι έκλαιγα από την πείνα και μου βούλωσαν το στόμα οι γονείς μου για να μη μας ακούσουν. Μας είχαν βρει μετά τη σφαγή στην παραλία κάποιοι Γερμανοί με μια άλλη οικογένεια δίπλα και περιμέναμε να μας σκοτώσουν το πρωί. Αλλά μας γλίτωσαν κάτι στρατιώτες που απλά πυροβόλησαν στον αέρα για να νομίζουν ότι μας σκότωσαν. Μάλιστα ρίξανε μέχρι και δυναμίτες στη θάλασσα.
Όταν γυρίσαμε, έβλεπες τους κατοίκους αλλόφρονες. Έμοιαζε περισσότερο με τρελοκομείο παρά με χωριό. Εδώ στην εκκλησία δίπλα στο σπίτι είχαν τάφους. Φοβόμουν μικρός να περάσω. Έβλεπες έξω από τα σπίτι να γράφεται “εδώ φονεύθηκαν 15, εδώ 10.
Μάλιστα μερικές μέρες μετά, θυμάμαι, είχαν βάλει φυλάκια στο καμπαναριό και χτυπούσαν οι καμπάνες για να βλέπουμε αν έρχονται οι Γερμανοί. Τη μέρα που συνθηκολόγησαν και έγινε ειρήνη, λοιπόν, βάραγαν οι καμπάνες πάνω και μας πήρε ο πατέρας μου να φύγουμε γρήγορα. Βγήκαμε έξω και είδαμε τον κόσμο στους δρόμους να φωνάζει “ειρήνη, ειρήνη”.
Γυναίκα του Διστόμου: Η γνωριμία με την κόρη της και η ιστορία πίσω από τη φωτογραφία-σύμβολο
Με την έλευση του Νοέμβρη του 1944 , στο Δίστομο έφτασε και ο ανταποκριτής του αμερικανικού περιοδικού “Life”, Ντμίτρι Κέσελ φωτογραφίζοντας σπίτια, πλατείες και πρόσωπα, μεταξύ αυτών και τη Μαρία Παντίσκα, μία κοπέλα που δεν είχε συμπληρώσει καλά-καλά τα 19 της χρόνια. Με ανασηκωμένα μανίκια αφού λίγο νωρίτερα έπλενε στη σκάφη, νεανικό πρόσωπο αλλά “γερασμένη” από το κλάμα όψη, η φωτογραφία της ήταν η ακριβής απεικόνιση που έψαχνε ο ανταποκριτής για να συνοδεύσει το άρθρο με τίτλο “What the Germans did to Greece”, το οποίο δημοσιεύτηκε στο “Life” στις 27 του ίδιου μήνα. Αρκετά χρόνια αργότερα, η φωτογραφία αυτή έγινε σύμβολο παγκόσμιας εμβέλειας της σφαγής και η Μαρία Παντίσκα (απεβίωσε το 2009) έμεινε γνωστή και ως “Γυναίκα του Διστόμου”.
Το χρονικό της φωτογράφισης
Επισκεφτήκαμε την Νίκη Μίχα, κόρη της Μαρίας Παντίσκα, η οποία μοιράστηκε μαζί μας τη στιγμή εκείνης της φωτογράφισης, όπως ακριβώς την είχε ακούσει από τη μητέρα της.
“Όταν είχε έρθει ο Κέσελ στο χωριό, η μητέρα μου ήταν στην αυλή και έπλενε στη σκάφη. Γι’ αυτό έχει και σηκωμένα τα μανίκια και είναι και βρεγμένα, φαίνεται αν το προσέξεις. Τότε, αρκετούς νεκρούς τους είχαν θάψει πολύ κοντά στα σπίτια ή και στις αυλές ακόμα. Εκεί κοντά στο σπίτι της υπήρχε ένας κήπος και είχε αφήσει τη σκάφη για να πάει να ανάψει τα καντήλια. Εννέα καντήλια ήταν. Καθόταν εκεί και μοιρολογούσε. Ο Κέσελ που γύριζε το χωριό και φωτογράφιζε την είδε. Μου είπε ότι όπως έκλαιγε ένιωσε κάποιο χέρι να την χτυπάει στον ώμο. Της είπαν, Μαρία αυτός είναι φωτογράφος έχει έρθει και φωτογραφίζει, αν θες να σε βγάλει κι εσένα. Η μαμά μου δέχτηκε. Το μόνο που έκανε ήταν να της ρίξει το μαντίλι πιο πίσω για να φαίνεται το πρόσωπό της. Την έστησε μπροστά σε έναν τοίχο που υπάρχει μέρι σήμερα και την έβγαλε φωτογραφία. Της είχε μείνει ολοζώντανη αυτή η στιγμή για χρόνια. Όταν δημοσιεύτηκε, της την έστειλαν σε γράμμα. Την είχε τη φωτογραφία από το 1945″.
“Μνήμη-Πένθος-Ελπίδα” σε μία φωτογραφία
Την ημέρα της σφαγής, η Μαρία Παντίσκα δεν ήταν στο Δίστομο. “Μαζί με άλλες κοπέλες του χωριού δούλευαν στον κάμπο, για στάρι και βαμβάκι”, εξομολογείται η κόρη της. “Έχασε τη μαμά της εκείνη τη μέρα, η οποία ήταν σε ένα γειτονικό σπίτι και ετοίμαζαν κόλλυβα για το σαρανταήμερο μνημόσυνο των παιδιών που είχαν εκτελέσει στον Καρακόλιθο. Εκεί τη σκοτώσανε”.
Η Νίκη Μίχα, μπροστά στη φωτογραφία-σύμβολο της μητέρας της, στο Μουσείο Θυμάτων Ναζισμού.
Πώς, όμως, η φωτογραφία μίας κοπέλα 18,5 ετών που απουσίαζε εκείνο το εφιαλτικό δίωρο, έφτασε να συνδέει και να αποτυπώνει τα βιώματα και τα συναισθήματα ενός μαρτυρικού τόπου;
“Όταν συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από τη σφαγή, ο Δήμος ετοίμαζε μία καμπάνια για την επέτειο. Το σύνθημα ήταν Μνήμη-Πένθος-Ελπίδα. Ο Δήμαρχος μάζευε φωτογραφικό υλικό και είχε ζητήσει όποιος θέλει να παρουσιάσει φωτογραφικό υλικό από τις ημέρες εκείνες. Το κουβεντιάσαμε με τη μητέρα μου και είπαμε να τη δώσουμε, μιας και είχε δημοσιευτεί στο Life. Είχαν πάει πάρα πολλές φωτογραφίες, αλλά αποφασίστηκε ομόφωνα να βάλουν αυτή τη φωτογραφία γιατί συγκέντρωνε και τα τρία στοιχεία του Μνήμη-Πένθς-Ελπίδα. Μνήμη, που θυμόταν τη σφαγή και έκλαιγε. Πένθος, τα μαύρα που φορούσε. Ελπίδα, το νεανικό πρόσωπο.
Η φωτογραφία της Μαρίας Παντίσκα είχε συμπεριληφθεί μεταξύ των καλύτερων φωτογραφιών στο συλλεκτικό τεύχος του “Life”
Από τότε άρχισε ο κόσμος να δείχνει ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον. Κάθε χρόνο υπήρχε στις εκδηλώσεις που ετοίμαζε ο Δήμος. Από το εξωτερικό έρχονταν και ρωτούσαν για τη μητέρα μου, της έπαιρναν συνεντεύξεις, ενώ πολλοί ήθελαν να τη γνωρίσουν, άλλοι της ζητούσαν να πάει στην Αμερική. Ήταν ήδη γνωστή η φωτογραφία, αλλά την μεγάλη έκταση την πήρε τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τη σφαγή. Ήταν κάτι που χαροποίησε πολύ τη μητέρα μου”.
Αντί επιλόγου: Τα πολύχρωμα ρούχα…
Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες εκείνης της εποχής δεν θα μπορούσαν να αποδώσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων που την έζησαν. Ακόμη και σήμερα, όμως, αν αυτή μπορούσε να αποτυπωθεί με χρώματα, μόνο το φόντο θα άλλαζε. Το Δίστομο των “σπαραγμένων λουλουδιών” που είχε σκεπαστεί από το πένθος για χρόνια, θα είχε την ίδια μαύρη απεικόνιση, με μοναδικά φίλτρα τον πόνο, τη θλίψη, την οργή. Ίσως μάλιστα το πολύχρωμο περίβλημα και οι μαυροντυμένοι κάτοικοι να έκαναν ακόμα πιο αισθητή την αντίθεση, ακόμα πιο μακάβρια την εικόνα.
Ο Θανάσης Πανουργιάς, που έχει επίσης διατελέσει Δήμαρχος του χωριού, γεννήθηκε έναν χρόνο μετά τη σφαγή, σε έναν τόπο που μοχθούσε να αναγεννηθεί από τις στάχτες του. Το μαύρο ήταν το χρώμα με το οποίο ταύτισε την παιδική του ηλικία, μεγαλώνοντας ανάμεσα σε μαυρισμένες ψυχές και φορεσιές, όπως και όλα τα παιδιά της γενιάς του.
Η δική του αφήγηση και οπτική από τα νεανικά του χρόνια στο Δίστομο εξηγούν πώς για τους κατοίκους του χωριού, το μαύρο, ήταν για χρόνια το χρώμα το δικού τους ουρανού.
“Το απόγευμα, αν ήσουν στην πλατεία ή στον δρόμο προς το νεκροταφείο, έβλεπες μια στρατιά από γυναίκες, είτε 2-3 ετών ήταν, είτε 80, κρατούσαν ένα σακουλάκι στο χέρι που είχε μέσα το λάδι και πηγαίναν στο νεκροταφείο να ανάψουν τα καντήλια των ανθρώπων τους. Όλες μαυροφορεμένες. Στο Δίστομο, 12 χρόνια μετά τη σφαγή μαύρα φορούσαν, ακόμα και τα μικρά κορίτσια. Ήταν μια μαύρη πόλη.
Ο Θανάσης Πανουργιάς κοιτάζει τις φωτογραφίες με τους μαυροντυμένους ανθρώπους που βρίσκονται στο Μουσείο. Αριστερά, γυναίκες ανάβουν τα καντήλια στους τάφους. Δεξιά, ο Τάκης Σφουντούρης, γνωστός και ως “Παιδί του Διστόμου”.
Εγώ έχω γεννηθεί το 1945. Μετά από 11-12 χρόνια, όταν είχα τελειώσει πια το Δημοτικό ετοιμαζόμουν να πάω Γυμνάσιο. Μέχρι τότε δεν είχα φύγει έξω από το χωριό. Γυμνάσιο, όμως, θα πήγαινα στη Λιβαδειά. Όταν, λοιπόν, με πήρε ο πατέρας μου από εδώ και μπήκαμε στο λεωφορείο να πάμε στη Λιβαδειά, φτάνοντας στο κέντρο της πόλης και μόλις βγήκαμε στην πλατεία τρελάθηκα. Είδα γυναίκες να φοράνε πολύχρωμα ρούχα. Λέω στον πατέρα μου, μπαμπά τι συμβαίνει εδώ, αυτές οι κυρίες γιατί δεν φοράνε μαύρα;”
**Ευχαριστούμε τον Δήμαρχο Διστόμου-Αράχωβας-Αντίκυρας, Γιάννη Σταθά, τον Εθελοντή και Αντιπρόεδρο του Μουσείου Θυμάτων Ναζισμού, Χρήστο Παπανικολάου όπως φυσικά και τους ανθρώπους που δέχτηκαν να μιλήσουν μαζί μας.
Tου Χρήστου Μπαρούνη
πηγή new247.gr