Από την πλευρά της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, η Θεοδώρα Τσοβιλή παρουσίασε κάποια στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των ασυνόδευτων παιδιών στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, μέχρι και την 15η Απριλίου 2018, στην Ελλάδα βρίσκονταν 3.050 ασυνόδευτα παιδιά, 96,2% αγόρια και 3,8% κορίτσια – και 1099 παιδιά μπορούν να διαμείνουν σε 49 ξενώνες. Οι ξενώνες αυτοί λειτουργούν με την αμέριστη προσπάθεια, προσήλωση των ΜΚΟ. Ακόμη, το 72% των ασυνόδευτων παιδιών βρίσκονται στη λίστα αναμονής, δηλαδή 2200 παιδιά βρίσκονται σε λίστα τοποθέτησης σε δομή φιλοξενίας, 103 παιδιά είναι υπό καθεστώς προστατευτικής φύλαξης, 186 παιδιά βρίσκονται σε κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης στα νησιά και 369 παιδιά σε ανοιχτούς χώρους φιλοξενίας, 272 σε 6 ξενοδοχεία που έχει νοικιάσει ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης. Συνολικά 1272 ασυνόδευτα παιδιά, το 42% δηλαδή, είναι, είτε άστεγα, είτε σε άτυπη στέγαση/φιλοξενία, ή σε άγνωστη τοποθεσία. Στη συνέχεια, η κ. Τσοβιλή ανέφερε κάποιους από τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν τα ασυνόδευτα παιδιά, όπως τη σεξουαλική εκμετάλλευση, την έκθεση σε πιθανή παράνομη εμπορία και διακίνηση. «Όσο δεν έχουμε σωστές κι αρκετές δομές φιλοξενίας, τόσο θα αυξάνεται κι ο αριθμός των παιδιών που βρίσκονται πιθανώς στο δρόμο, ή σε άλλες ύποπτες δομές φιλοξενίας», υπογράμμισε η εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας. «Παλεύουμε για έναν μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό κι εφαρμογή του εθνικού σχεδίου δράσης για το παιδί, θεσμοθετημένες διαδικασίες όπως η αξιολόγηση και ο καθορισμός του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού. Επιπλέον, επιθυμούμε τη βελτίωση της συνεργασίας με τις εθνικές χρηματοδοτικές πηγές (πχ, AMIF) καθώς και τη διεύρυνση των εναλλακτικών μορφών φροντίδας για τα ασυνόδευτα παιδιά. Τέλος, επιδιώκουμε τη βελτίωση του ρυθμού ολοκλήρωσης των διαδικασιών που αφορούν τις οικογενειακές επανενώσεις, καθώς και τον καταμερισμό του αριθμού των ασυνόδευτων παιδιών με άλλες ευρωπαϊκές χώρες», επεισήμανε η κ. Τσοβιλή.
Παίρνοντας το λόγο ο project manager του προγράμματος, Κένεθ Μπράντ, εκ μέρους της οργάνωσης «FAROS», σημείωσε: «Το πρόγραμμα χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα για την Ενσωμάτωση και τη Μετανάστευση – EPIM (που αποτελείται από 25 ευρωπαϊκά ιδρύματα) μαζί με το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το Ίδρυμα Μποδοσάκη και το Ίδρυμα Λάτση. Σκοπός του ήταν ο εντοπισμός των ασυνόδευτων παιδιών στους δρόμους, όπως επίσης και να σιγουρευτούμε για την ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία και να συνεισφέρουμε στη μείωση των φαινομένων της άτυπης φυγής. Όταν ξεκίνησε το πρόγραμμα, διαπιστώθηκε ότι 42% από τα ασυνόδευτα ανήλικα έφυγε άτυπα από τους ξενώνες μέσα στις πρώτες 10 μέρες, ενώ σύμφωνα με στοιχεία από το ΕΚΚΑ, ο μέσος όρος διαμονής ήταν 51 μέρες. Όταν ένα παιδί φεύγει άτυπα δεν γίνεται μόνο ένα ακόμα νούμερο στα στατιστικά για τα εξαφανισμένα παιδιά στην Ευρώπη, αλλά ακόμη χειρότερα κινδυνεύει να γίνει θύμα trafficking ή θύμα εκμετάλλευσης για άλλους λόγους».
Η ερευνήτρια, Μαρία Γκιόκα, στη συνέχεια, παρουσίασε τα αποτελέσματα της μελέτης που διεξήχθη. Σύμφωνα με την έρευνα, η πλειοψηφία ασυνόδευτων ανηλίκων που έφθασαν στην Ελλάδα το 2015 και το 2016 προέρχονται από το Αφγανιστάν, τη Συρία, το Ιράκ και το Πακιστάν, με τα αγόρια να αποτελούν το 90% του συνολικού πληθυσμού. Εξετάζοντας τους παράγοντες ώθησης καθώς κι έλξης για την άτυπη φυγή των ασυνόδευτων παιδιών, διαπιστώθηκε ότι η αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος σε άλλη χώρα αποτελεί τον βασικότερο λόγο εγκατάλειψής των δομών φιλοξενίας που διαμένουν. Ακόμη, οι προσδοκίες από την οικογένειά του να συνεχίσουν το ταξίδι τους κι η επιθυμία τους να επανενωθούν με την οικογένειά τους σε άλλες χώρες, συνιστά έναν ακόμη παράγοντα για άτυπη φυγή. Κίνητρα αποτελούν ακόμη η έλλειψη ή η καθυστέρηση των διαδικασιών οικογενειακής επανένωσης και μετεγκατάστασης, η έλλειψη ασφάλειας, οι διαφωνίες σχετικά με τους κανόνες στις δομές φιλοξενίας, η έλλειψη υπηρεσιών κι οι ακατάλληλες συνθήκες, η απουσία συνομήλικων, καθώς επίσης κι η έλλειψη δραστηριοτήτων εκπαίδευσης και μελλοντικών προοπτικών.
Όσον αφορά στα συναισθήματα που δημιουργούνται μετά την άτυπη φυγή απ΄ τις δομές φιλοξενίας, οι συμμετέχοντες στην έρευνα ανέφεραν ότι, από τη μία πλευρά ορισμένοι μέσω αυτής της απόφασης κατάφεραν να βρουν ένα μέρος για να ζήσουν με καλύτερες συνθήκες, ή να ακολουθήσουν την επιθυμία τους να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς μία άλλη χώρα. Από την άλλη, κάποιοι αισθάνθηκαν άγχος . Όλοι ωστόσο που συμμετείχαν στη μελέτη, ανέφεραν κινδύνους που σχετίζονται με την έλλειψη στέγασης.
Τέλος, όπως διαπιστώθηκε, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι είχαν διατρέξει κινδύνους ταξιδεύοντας μόνοι τους, εμπλεκόμενοι με διακινητές κι εμπόρους ανθρώπων όταν έφευγαν από τις δομές φιλοξενίας. Γι’ αυτό το λόγο, όπως σημειώθηκε από τους ομιλητές, «είναι σημαντικό να εκπαιδεύονται και να συμμετέχουν σε συζητήσεις για τον εντοπισμό υγιών συμπεριφορών και κινδύνων».
Την εκδήλωση συντόνιζε η διευθύντρια επικοινωνίας της οργάνωσης ‘’ SolidarityNow”, Σοφία Ιωάννου.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ