Ένας στους πέντε ενήλικους ανθρώπους στη Βρετανία βρίσκει αποκρουστικό τον ήχο του μασουλήματος ή ακόμα και την απλή διαδικασία της αναπνοής, όπως διαπιστώνει και νεότερη βρετανική μελέτη.
Το φαινόμενο, που πλέον έχει ορίσει η επιστημονική κοινότητα ως μισοφωνία (διαταραχή ευαισθησίας στους ήχους) περιγράφεται ως η ενόχληση που νιώθει ένα άτομο από το περιεχόμενο και όχι την ένταση ήχων όπως το το ρουθούνισμα ή το χασμουρητό.
Οι ήχοι αυτοί, όμως, δεν είναι απλώς ενοχλητικοί, αλλά δημιουργούν και μια αντίδραση μάχης ή φυγής στο άτομο, ενώ γενικότερα το άτομο θα μπορούσε να κλονιστεί συναισθηματικά και να απομακρυνθεί από τον κοινωνικό του περίγυρο.
«Συχνά τα άτομα με μισοφωνία αισθάνονται άσχημα για τον εαυτό τους επειδή αντιδρούν με αυτό τον τρόπο, ειδικά όταν ανταποκρίνονται σε ήχους που γίνονται από αγαπημένα πρόσωπα. » εξηγεί η συν-συγγραφέας δρ Jane Gregory, κλινική ψυχολόγος του Τμήματος Πειραματικής Ψυχολογίας της Οξφόρδης.
Μικρό το ποσοστό που γνωρίζει τον όρο
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης αρχικά διερεύνησαν την επίδραση διαφορετικών ήχων ενεργοποίησης (trigger sounds), όπως το μάσημα τροφής ή το ροχαλητό, σε 768 άτομα, χρησιμοποιώντας μια δεκαβάθμια κλίμακα αξιολόγησης. Παράλληλα, ένα άλλο ερωτηματολόγιο εξέταζε τον αντίκτυπο αυτών των ήχων καθώς και το είδος της συναισθηματικής αντίδρασης στους ήχους και την ένταση των συναισθημάτων τους.
Τα αποτελέσματα αυτά αποκάλυψαν ότι πάνω από το 80% των συμμετεχόντων δεν είχαν ιδιαίτερα συναισθήματα απέναντι σε ήχους όπως η κανονική αναπνοή ή το χασμουρητό, αλλά το ποσοστό αυτό έπεσε σε λιγότερο από το 25% όταν επρόκειτο για ήχους όπως το γλύψιμο και το μάσημα τσίχλας.
Ωστόσο, δεν είχαν μισοφωνία όλοι όσοι ανέφεραν κάποια αντίδραση. Γι’ αυτό, στη συνέχεια, η ερευνητική ομάδα εστίασε, μέσω της διεξαγωγής συνεντεύξεων, σε 26 άτομα, που αυτοπροσδιορίστηκαν ως άτομα με μισοφωνία και 29 άτομα από το γενικό σύνολο της έρευνας.
Διαπίστωσαν ότι το 18% του δείγματος φαινόταν να έχει σημαντικά συμπτώματα μισοφωνίας. Τα άτομα αυτά αισθάνονταν παγιδευμένα και ένιωθαν ενοχές, κατηγορώντας τον εαυτό τους για τις έντονες αντιδράσεις, αναφέροντας επίσης ότι έχαναν κοινωνικές εκδηλώσεις λόγω της επίδρασης των ήχων στην ψυχική τους κατάσταση.
Η διαφορά με τον γενικό πληθυσμό ήταν ότι υπήρχε απλώς μια ενόχληση, χωρίς να επικρατεί το συναίσθημα της απελπισίας. Επιπλέον, η ομάδα δεν διαπίστωσε καμία διαφορά ανάλογα με το φύλο.
Τέλος, μόνο το 14% των ατόμων, που θεωρήθηκαν ιδιαίτερα επηρεασμένα από τη μισοφωνία, είχαν ακούσει τον όρο στο παρελθόν. «Αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι με μισοφωνία δεν έχουν μια έννοια που περιγράφει αυτό που βιώνουν. Η ομάδα μας εργάζεται σκληρά για να αυξήσει το προφίλ της πάθησης και να παρέχει στους κλινικούς γιατρούς τα εργαλεία που χρειάζονται για να κατανοήσουν και να αξιολογήσουν αποτελεσματικά τη μισοφωνία» συμπληρώνει η δρ. Σίλια Βιτωράτου, ανώτερη λέκτορας Ψυχομετρίας και Μέτρησης στο Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης στο King’s College του Λονδίνου.
ygeiamou.gr