Το Σήμα Κινδύνου που κυκλοφόρησε το 2002 ήταν μια αξιόλογη ταινία τρόμου και μια σεβαστή μεταφορά του αντίστοιχου ιαπωνικού θρίλερ. Ωστόσο, από τέτοια horror φιλμ, καλό θα ήταν να μην απαιτούμε πολλά περισσότερα απ’ όσα μπορούν και οφείλουν να δώσουν. Απλά, σε περίπτωση που υπερτερούν απρόσμενα σε κάποιες από τις καθολικές αξίες μιας ταινίας, παίρνουν ουσιαστικά ένα ακόμα “thumps up”, με τον πρωταρχικό στόχο να παραμένει ωστόσο το αγωνιώδες “χτυποκάρδι”. Αυτή είναι κατά γενική ομολογία και η νοοτροπία που ακολουθεί τον mainstream τρόμο. Βέβαια, καλό θα ήταν επίσης, στην τρίτη προσθήκη μια ταινίας τρόμου, να μην έχουμε απαιτήσεις, γενικά.
Στο τρίτο μέρος λοιπόν, η Σαμάρα, το κορίτσι με τα μακριά μαύρα μαλλιά, ξεπροβάλει και πάλι απ’ το πηγάδι, θέλοντας να σπείρει τον θάνατο σε όποιον βλέπει την κασέτα της. Μόνο που, αυτήν τη φορά, κάποια νέα θύματα θα ανακαλύψουν πως στην ταινία, υπάρχει μια ακόμα ταινία, που φέρει κι αυτή με τη σειρά της τα δικά της μυστικά.
Το Ringsception λοιπόν, παίρνει ως δεδομένη τη λύση που έδωσε το φινάλε της πρώτης ταινίας και προσπαθεί να χτίσει πάνω σε αυτήν. Μπορεί τα κίνητρα εξαρχής να ήταν γνήσια, το αποτέλεσμα όμως ήταν κάτω του μετρίου, τόσο σεναριακά, όσο και υποκριτικά. Η ταινία, εκτός από κάποιες αρκετά ευφάνταστες σκηνές τρόμου και λιγοστά τρικ, που ευτυχώς δούλευαν, δεν έχει να παραδώσει κάτι καινούργιο, μόνο να ξεζουμίσει ένα ήδη υπάρχον μονοπάτι. Καταναλώνοντας αρκετή από την ενέργειά του στην προσωπική ζωή και σχέση της πρωταγωνίστριας με το αγόρι της, που μοιάζει να είναι και η μοναδική της κινητήριος δύναμη για κάποιον λόγο, ξεχνάει αρκετές φορές τον σκοπό του και προσπαθεί να παρουσιάσει ως πρωτοπορία κάτι προβλέψιμο και χιλιοειπωμένο.
Η όλη υπόθεση λοιπόν μπορεί να ήταν λιγότερο επώδυνη αν οι πρωταγωνιστές της είχαν μια αξιοσέβαστη ερμηνεία, όμως η νεαρά Matilda Anna Ingrid Lutz φαίνεται να μην έχει σκοπό να ξεφύγει από το προφίλ του φρέσκου και όμορφου προσώπου, χαντακώνοντας κατά πολύ την όποια προσπάθεια της ταινίας, ενώ ο Alex Roe που υποδυόταν το αγόρι της, από ένα σημείο και μετά είχε γίνει το ίδιο αφανής όσο και το φάντασμα που κυνηγούσαν. Ωστόσο, μια ευχάριστη έκπληξη στο cast ήταν ο Johnny Galecki του “The Big Bang Theory”, ο οποίος μπορεί να μην έδωσε την οσκαρική ερμηνεία της ζωής του, έφερνε όμως αβίαστα ένα μετρημένο και χωρίς πολλές φανφάρες κύρος που σίγουρα έδινε ένα χέρι βοηθείας στο σύνολο. Ο Vincent D’Onofrio από την άλλη, παίρνοντας τον ρόλο του βασικού ανταγωνιστή/πρωταγωνιστή του “Don’t Breathe”, φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε λόγω του ακούσια επιβλητικού του προφίλ, χωρίς όμως να παραδίδει εν τέλει τον έξτρα τρόμο και την αποκορύφωση της τρίτης πράξης.
THE VERDICT
Δώδεκα χρόνια λοιπόν μετά το sequel του αμερικάνικου πρωτότυπου, ο Ισπανός σκηνοθέτης F. Javier Gutiérrez θέλοντας να γεμίσει τη -προς το παρόν- σύντομη φιλμογραφία του, ξαναφέρνει στο προσκήνιο την καταραμένη βιντεοκασέτα και την Samara, και μας παραδίδει ένα αχρείαστο sequel, ένα θρίλερ τρόμου με λιγοστά -αν και επιτυχημένα- τρικ που πιάνουν τόπο, με καλές εξαρχείς προθέσεις να συνεχιστεί η ιστορία και ένα σενάριο που δεν μπορεί να ριζώσει όχι μόνο λόγω της ασυνέχειάς του και της ασύνδετης ροής του, αλλά και γιατί ούτε οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές δεν πίστεψαν ποτέ σε αυτό.