Καπετάν Νικηφόρος: Ο ανιδιοτελής αγωνιστής, ο οραματιστής, ο λογοτέχνης
Με τη ζωή και το έργο του πρόβαλλε πάντα την ανάγκη εθνικής ενότητας…Το ίδιο και στον αυτόγραφος χαιρετισμό του, στα αποκαλυπτήρια του μνημείου της Μάχης της Παύλιανης με τους Ιταλούς στις 3 Ιουνίου του 1943. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 5 Ιουνίου του 1988.
ΣΤΟ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΣΟΥΒΑΛΙΩΤΗΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΖΙΒΑΡΑΣ.
4 Ιουνίου 1943: Η μάχη της Παύλιανης
Κατά το τέλος του Μάη 1943, αφήνοντας μικρές ομάδες στην περιοχή Παρνασσού για παρενόχληση του εχθρού, το Αρχηγείο Παρνασσίδας με όλες τις δυνάμεις του πέρασε στον τομέα Κουκουβίστας – Μαυρολιθαρίου – Παύλιανης. Μαζί με το μόνιμο ΕΛΑΣ κινηθήκανε και τα τμήματα του Εφεδρικού ΕΛΑΣ. Στον τομέα αυτό είχανε κινηθεί και καταλάβανε θέσεις και τα τμήματα της Αττικοβοιωτίας και Λοκρίδας. Έδρα της διοίκησης του Αρχηγείου μας καθορίστηκε το Μαυρολιθάρι. Το σχέδιο του Αρχηγείου Παρνασσίδας σε χοντρές γραμμές ήτανε «να χτυπηθεί και να παρενοχληθεί ο εχθρός όσο το δυνατόν περισσότερο – όπου είναι αυτό δυνατό – από την αφετηρία ακόμα της κίνησής του».
Για το σκοπό αυτό παρθήκανε και τα ανάλογα μέτρα. Ένας λόχος του Αρχηγείου με διοίκησή τους τον αξέχαστο ελασίτη Χαράλαμπο Μώκο – Καλλία, διοικητή, Νίκο Μαλούκο – Δήμο, πολιτικό, και Τζουβάρα, καπετάνιο, πήρε εντολή να οχυρώσει θέσεις κοντά στο χωριό Παύλιανη βγάζοντας ισχυρό φυλάκιο – παρατηρητήριο στο ύψωμα «Αετός» και στέλνοντας μια ομάδα κρούσης μέχρι το χωριό Οίτη. Η συγκεκριμένη εντολή καθόριζε στο λόχο να εμποδίζει πιθανή κίνηση του εχθρού από κατεύθυνση Πουρναράκι – Οίτη και Μπράλο – Οίτη για την Παύλιανη. Η διαταγή ήτανε ρητή: «Ούτε βήμα πίσω από την Παύλιανη.»
Την πρώτη του Ιούνη ο λόχος κατέλαβε τις καθορισμένες θέσεις και άρχισε την οργάνωση της οχύρωσης του εδάφους. Η διοίκηση του λόχου ήρθε αμέσως σε επαφή με τις οργανώσεις και τον Εφεδρικό ΕΛΑΣ των εκεί χωριών και καθορίστηκε μαζί τους συνεργασία: πληροφορίες, προκεχωρημένα φυλάκια, ενίσχυση, παρατηρητήρια και ενέδρες.
Οι πρώτες συγκεκριμένες πληροφορίες για τον εχθρό δεν αργήσανε να ’ρθούνε.Οι πολιτικές οργανώσεις μάς πληροφορούσανε ότι ισχυρές ιταλικές δυνάμεις συγκεντρωθήκανε στη Λαμία και Αμφίκλεια (Δαδί), ενισχυμένες με πεδινό πυροβολικό και ελαφρά ορειβατικά. Μαζί τους είχανε και ανιχνευτικά σκυλιά, που για πρώτη φορά θα χρησιμοποιούσανε στην περιοχή μας. Ήτανε φανερό ότι ο εχθρός ετοιμαζότανε για σοβαρές επιχειρήσεις. Προσπάθησε φυσικά να μας ξεγελάσει για τους σκοπούς του, όμως δεν το κατόρθωσε. Παραπλανητικές κινήσεις δυνάμεών του από Λαμία προς Μακρακώμη –Καρπενήσι και από Αμφίκλεια προς Παρνασσό δεν μας αποπροσανατολίσανε. Έτσι, ο λόχος πήρε εντολή να ενισχύσει τα μέτρα ασφαλείας, ανιχνευτικές περιπολίες, ενίσχυση παρατηρητηρίων κλπ. (φωτ. 78)
Οι ιταλικές εμπροσθοφυλακές στις 2 Ιούνη το βράδυ φτάσανε στο Πουρναράκι –όπως δείχνει το σχεδιάγραμμα–, που βρίσκεται πάνω στο δρόμο Λαμίας-Αθήνας. Δεύτερη εχθρική φάλαγγα κινήθηκε από Μπράλο και μπήκε στο χωριό Καστέλλια. Στις 3 Ιούνη, στις 10 η ώρα το πρωί, το προκεχωρημένο παρατηρητήριο μας ανέφερε ότι ισχυρές ιταλικές δυνάμεις καταλάβανε θέσεις σε ένα ύψωμα ανατολικά από το χωριό Πουρναράκι.
Ο λοχαγός Καλλίας, ήρεμα, ψύχραιμα, χωρίς βιασύνη, καταλαβαίνοντας τη σοβαρή αποστολή που έχει ο λόχος του, έβγαλε το συμπέρασμα ότι το Πουρναράκι θα γίνει βάση εξόρμησης. Αμέσως κάλεσε τον πολιτικό του Δήμο και τον καπετάνιο του Τζουβάρα, καθώς και τους διμοιρίτες και τους έδωσε συμπληρωματικές εντολές για την αποστολή του λόχου. Ταυτόχρονα δίνει εντολή να ειδοποιηθούνε αμέσως τα χωριά για την κίνηση του εχθρού και να πάρει ο πληθυσμός τα μέτρα του. Και ακόμα να εκκενωθεί το χωριό Οίτη, γιατί βρισκότανε σε άμεση βολή πυροβολικού. Οι μαχητικές ομάδες των χωριών ταχτήκανε αμέσως, όπως είχε κανονισθεί κάτω από τη διοίκηση του λόχου.
Ειδοποιηθήκανε οι ομάδες Σκλήθρου και πήρανε αποστολή να χτυπήσουνε τον εχθρό στην κίνησή του και σύγχρονα να κρατούνε ενήμερο το λόχο με πληροφορίες για κάθε εχθρική ενέργεια. Ενώ η διοίκηση του λόχου ειδοποίησε αμέσως για την κίνηση του εχθρού τη Διοίκηση του Αρχηγείου και την κατατόπισε λεπτομερειακά για τις θέσεις που κρατούσανε οι Ιταλοί. Τα τμήματα βρισκόντουσαν σε συναγερμό.
Ολόκληρη τη μέρα 3 του Ιούνη ο εχθρός δεν έδωσε σημεία ζωής. Δεν σημειώθηκε καμία κίνηση που να δείχνει τις προθέσεις του. Όμως, κατά το απόγευμα, πετάξανε στον τομέα Παύλιανης – Κουκουβίστας δύο αεροπλάνα και κάνανε κάμποσους γύρους ανιχνεύοντας την περιοχή. Πολύ αργά τη νύχτα στις 3 – 4 Ιούνη,δυνάμωσε τα μέτρα ασφαλείας, έβγαλε συμπληρωματικές περίπολες, έστησε ενέδρες κλπ. Με μια λέξη, όλοι βρισκόντουσαν με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Η ανυπομονησία των μαχητών μεγαλώνει. Όλοι περιμένουνε ότι αύριο θα έχουμε «γλέντι» τρικούβερτο. Οι συζητήσεις παίρνανε και δίνανε. Πολλοί ήτανε εκείνοι που θυμηθήκανε τις νίκες του στρατού στον Ιταλοελληνικό Πόλεμο στην Αλβανία, τα τραγούδια που βγήκανε τότε: «Πού ’σ’, ορέ Μπενίτο, κρυμμένος στη σπηλιά· κατέβα παρακάτω. Φοβάμαι τον τσολιά», το περίφημο «Αέρα», το «Φούσκωσ’ τον» και το «Μπόνο γκρέκο». Και ο καθένας προετοιμαζότανε για σκληρή μάχη. Όλοι καταλαβαίνανε πως από τις ενέργειες του λόχου τους και την παλικαριά που θα δείχνανε εξαρτιότανε η επιτυχία του σχεδίου, που είχε καταστρώσει το Αρχηγείο για την αντιμετώπιση του εχθρού.
Η διαταγή ήταν ρητή:
– Ούτε ένα βήμα πίσω. Κάθε σφαίρα και νεκρός φασίστας.
Όλη τη νύχτα κανένας δεν κοιμήθηκε. Η διοίκηση του λόχου πηγαινοερχότανε, βοηθούσε στην οχύρωση, εξηγούσε, ενθάρρυνε, θύμιζε στον καθένα το καθήκον του απέναντι στο λαό μας. Ιδιαίτερα στον τομέα αυτό πολύ δούλεψε ο πολιτικός του λόχου, ο αξέχαστος Νίκος Μαλούκος – Δήμος. Σοβαρός και γλυκομίλητος, εξηγούσε σε όλους, έδινε θάρρος, έφερνε παραδείγματα από τις άλλες μάχες… Με μια λέξη, ο λόχος ήτανε σε όλα έτοιμος και περίμενε να αντιμετωπίσει τον εχθρό, όση δύναμη και αν είχε.
Καλλίας (Μόνιμος ανθυπολοχαγός Χαράλαμπος Μώκος)
Στις 4 Ιούνη τα χαράματα, το παρατηρητήριο ειδοποιεί ότι ο εχθρός ξεκίνησε σε διάταξη μάχης από το Πουρναράκι και από τρεις κατευθύνσεις μπήκε στο χωριό Οίτη. Ύστερα από λίγο, όλοι βλέπαμε την ατέλειωτη εχθρική φάλαγγα με εμπροσθοφυλακή ολόκληρο τάγμα. Ακριβώς σε αυτό το τάγμα ανήκανε και τα ανιχνευτικά σκυλιά. Ο Καλλίας, σύμφωνα με τις πληροφορίες και έπειτα από προσωπική παρατήρηση, υπολόγισε τη δύναμη του εχθρού σε 1.200 περίπου. Κάλεσε τους διμοιρίτες και έδωσε διαταγή:
– Ο εχθρός θα χτυπηθεί αιφνιδιαστικά, ενεδρευτικά στην κίνησή του και από πολύ κοντά.
Αμέσως ο λόχος άφησε το σημείο συγκέντρωσης και έστησε ενέδρες στα σημεία που είχανε καθοριστεί από πριν, ένα χιλιόμετρο νότια του χωριού Παύλιανη. Ταυτόχρονα ειδοποιήθηκε το Αρχηγείο στο Μαυρολιθάρι με σύνδεσμο για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με την κίνηση του εχθρού. Ο λόχος στις 9 η ώρα είχε στήσει όλες τις ενέδρες 30 μέτρα μακριά απ’ το δρόμο και περίμενε. Δεν πέρασε πολλή ώρα και οι πρώτοι Ιταλοί φανήκανε κατευθυνόμενοι προς την Παύλιανη. Ο Καλλίας δίνει τηλεφωνικά συμπληρωματική εντολή: «Να καλυφθούνε οι ενέδρες όσο μπορεί καλύτερα και να μη βάλει κανένας αν δε δώσει το σύνθημα ο ίδιος.» Ήρεμος όπως πάντα, όμως αρκετά σκυθρωπός και σοβαρός, ο διοικητής παρακολουθούσε τον εχθρό με τα κιάλια. Στις 10 η ώρα η κεφαλή της εμπροσθοφυλακής πλησίασε στην τοποθεσία όπου είχε στηθεί η πρώτη ενέδρα. Οι Ιταλοί, με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους, προχωρούσανε κρατώντας τα όπλα στα χέρια και κοιτάζοντας δεξιά-αριστερά. Τα σκυλιά πηδούσανε εδώ κι εκεί μυρίζοντας τον αέρα. Οι αντάρτες είχανε γίνει ένα με τη γη. Στην ησυχία που απλωνόταν γύρω, λες και ακουγότανε ο χτύπος της καρδιάς των ανταρτών που παρακολουθούσανε τις κινήσεις των Ιταλών χωρίς να τους διαφεύγει τίποτα. Ιδρωμένοι από τη ζέστη του καλοκαιριού, με την ανάσα κομμένη από την αγωνία και τα όπλα στραμμένα προς τον εχθρό που ολοένα και πλησίαζε, έτοιμα να ξεράσουνε το θάνατο. Ρίχνουνε ματιές κρυφές προς τον λοχαγό τους, αγριεμένοι αλλά πειθαρχικοί, και περιμένουνε να πέσει το πρώτο βόλι.
Οι Ιταλοί περάσανε ανάμεσα από τις πρώτες ενέδρες, διαβήκανε ένα ξύλινο γεφύρι και βγήκανε σε μια λάκκα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένας Ιταλός, που βγήκε από τη φάλαγγα και απομακρύνθηκε στο δασωμένο για την ανάγκη του, έπεσε πάνω σε ένα αντάρτη.
Ο δικός μας σκέφτηκε να τον πιάσει ζωντανό. Τι το όφελος; θα γινότανε αντιληπτός. Ήτανε πια η ώρα που θα δινότανε το σύνθημα. Λίγο μακρύτερα βρισκότανε και ο Καλλίας. Και όταν ο Ιταλός έφτασε στα δύο μέτρα από τους δικούς μας, μια σφαίρα τον ξάπλωσε νεκρό. Το σύνθημα δόθηκε. Ήτανε η ώρα 11. Μονομιάς άναψε το πελεκούδι. Οπλοπολυβόλα, ντουφέκια, αυτόματα, χειροβομβίδες, όλα φωτιά και μολύβι καταπάνω στους Ιταλούς. Ενώ ακούγονταν οι αγριεμένες φωνές των ανταρτών:
– Αέρααα! Φούσκωσ’ τον!!!
Το τι έγινε δεν περιγράφεται! Οι Ιταλοί αιφνιδιαστήκανε και τρέχανε αλαφιασμένοι να καλυφτούνε, αλλά τα βόλια των ανταρτών τούς φτάνανε και πέφτανε νεκροί και τραυματίες. Άλλοι πανικόβλητοι τρέχανε να χωθούνε μέσα στο δάσος και τις ρεματιές για να σωθούνε. Πετούσανε γυλιούς, ντουφέκια, κιθάρες για να ξελαφρώσουνε. Τα σκυλιά τους, ουρλιάζοντας, σκορπίσανε μαζί με τα μουλάρια, προς τα πίσω. Η εμπροσθοφυλακή του εχθρού διαλύθηκε πριν να προλάβει καλά-καλά να ανοίξει πυρά.
Όμως, η κύρια δύναμη του εχθρού, παρά την ολοκληρωτική διάλυση της εμπροσθοφυλακής, πήρε αμέσως διάταξη. Χωρίστηκε σε τρία τμήματα και άρχισε την επίθεση, αφού πρώτα έριξε καταιγιστικές βολές πυροβολικού και άφθονα πυρά όλμων στις θέσεις της ενέδρας. Ένα τμήμα τους επιτέθηκε δυτικά του δρόμου με σκοπό να υπερφαλαγγίσει τις θέσεις του λόχου και το άλλο τμήμα νότια του δρόμου. Ενώ ο κύριος όγκος των δυνάμεών τους με άλματα άρχισε επίθεση κατά μέτωπο. Οι δυνάμεις του εχθρού είναι δέκα φορές περισσότερες από τις δικές μας. Η κατάσταση όλο και χειροτερεύει. Σε λίγο, κατέφθασε για ενίσχυση του λόχου η εφεδρική ομάδα της Παύλιανης που κρατούσε το Ξηροβούνι.
Κρατήσαμε τις θέσεις μας με πείσμα. Ρίχναμε μετρημένες τις σφαίρες και όταν ήτανε μεγάλη ανάγκη. Ακούγονταν οι φωνές του Καλλία και του Δήμου: «Ούτε ένα βήμα πίσω· κρατάτε αδέρφια.» Όμως, οι Ιταλοί κατορθώνουνε να μας κυκλώσουνε και σιγά – σιγά, χτυπώντας αδιάκοπα τις θέσεις μας με όλμους, αρχίζουνε να περισφίγγουνε τον κλοιό. Είναι η ώρα 3 και η μάχη συνεχίζεται με λύσσα. Η μόνη διέξοδος που έμενε ελεύθερη ήτανε ο δρόμος προς την Παύλιανη. Τα πυρομαχικά λιγοστέψανε πολύ και ορισμένα οπλοπολυβόλα και αυτόματα πάψανε να βάζουνε. Ο Εφεδρικός ΕΛΑΣ, που ήρθε σε ενίσχυση, είναι άσχημα οπλισμένος, με γκράδες, δίκανα και μαχαίρια. Ορισμένοι είναι και εντελώς άοπλοι.
Η μάχη συνεχίζεται σχεδόν με χειροβομβίδες και κείνες λιγοστές, όσες προλάβαμε και πήραμε από τους Ιταλούς. Ξανακούστηκε η φωνή του λοχαγού:
Καπετάν Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου)
– Ούτε ένα βήμα πίσω. Τις ξιφολόγχες και τα μαχαίρια έτοιμα. Να τους δείξουμε πώς πολεμάνε τα παλικάρια του ΕΛΑΣ. Όλοι ήμασταν έτοιμοι να πιαστούμε στα χέρια με τον εχθρό. Η κατάσταση κρισιμότατη για μας.
Αλλά κείνη ακριβώς τη στιγμή, από τα δυτικά υψώματα ξεχυθήκανε μέχρις εμάς οι ήχοι της σάλπιγγας που σάλπιζε: «Προχωρείτε, προχωρείτε, προχωρείτεεε…»
Ήτανε τα άλλα τμήματα του αρχηγείου μας, που καταφτάνανε στην κατάλληλη στιγμή, σχεδόν τρέχοντας.
Ο Καλλίας γεμάτος χαρά φωνάζει:
– Φτάσανε τα τμήματά μας. Έτοιμοι αδέλφια για αντεπίθεση…
Το Αρχηγείο μας είχε καταστρώσει σχέδιο κύκλωσης, διαμελισμού και εξόντωσης του εχθρού. Το χτύπημα θα δινότανε από τρία τμήματα: το πρώτο τμήμα, με επικεφαλής τον καπετάνιο του Αρχηγείου, θα χτυπούσε την οπισθοφυλακή του εχθρού και, εξοντώνοντας τις αντιστάσεις που θα συναντούσε στο δρόμο του, θα προσπαθούσε να κλείσει τη διαφυγή των Ιταλών προς το χωριό Οίτη· το δεύτερο τμήμα, με επικεφαλής το Νικηφόρο – Μήτσο Δημητρίου, διοικητή του Αρχηγείου, θα επιτίθονταν στο κέντρο· και το τρίτο, με το αείμνηστο παλικάρι Διαμαντή – Γιάννη Αλεξάνδρου, μαζί με το λόχο του Καλλία θα δίνανε αποφασιστικό χτύπημα στην κεφαλή της εχθρικής φάλαγγας.
Η διαταγή για την επίθεση δόθηκε στην πορεία προς την Αγία Τριάδα Κουκουβίστας. Οι σύνδεσμοι, μέσα σε ένα τέταρτο, είχανε κάνει τη δουλειά τους και τα τμήματα με φωνές, «Αέρα…! Απάνω τους, παιδιά!», στις 3 και τέταρτο περάσανε σε αντεπίθεση. Την ίδια ακριβώς στιγμή, οι άνδρες του λόχου του Καλλία, με τα μαχαίρια στα χέρια και τραγουδώντας το τραγούδι «Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα…», ριχτήκανε ακράτητοι ενάντια στους Ιταλούς. Και, καθώς δεν είχανε προλάβει ακόμα να συνέλθουνε καλά-καλά από το πρώτο χτύπημα που πήρανε με την αντεπίθεση των τμημάτων μας, τα χάσανε κυριολεκτικά, πανικοβληθήκανε και, πετώντας ό,τι είχανε από όπλα, σακίδια,παλάσκες, προσπαθούσανε να σωθούνε φεύγοντας προς τις ρεματιές.
Δημήτρης Δημητρίου Ο «ΚΑΠΕΤΑΝ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ»
Μάταια η αεροπορία του εχθρού, μέσα σε αυτό το ανακάτωμα, προσπαθεί να χτυπήσει τους αντάρτες και να ενθαρρύνει τους δικούς της. Το αποτέλεσμα μηδέν. Όπως είχανε μπερδευτεί οι ελασίτες και οι Ιταλοί εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσε κανένας να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Οι Ιταλοί βλέποντας τα αεροπλάνα που στριφογυρίζανε πάνω από το σημείο της μάχης και φοβούμενοι το βομβαρδισμό, ρίχνανε φωτοβολίδες και τα αεροπλάνα, ξέροντας τα συνθηματικά, δεν ρίχνανε βόμβες. Αυτό φυσικά ωφέλησε περισσότερο εμάς, γιατί, χωρίς το φόβο από βομβαρδισμό ή πολυβολισμό της αεροπορίας, ριχτήκαμε στην εξόντωση των υπολοίπων.
Το πρώτο τμήμα, σύντομα, με ορμητική επίθεση, ανέτρεψε τις πλαγιοφυλακές του εχθρού στο ύψωμα «Αετός» και, αφήνοντας φυλάκιο εκεί, κατέβηκε τροχάδην για να καταλάβει το δρόμο που οδηγούσε από το χωριό Οίτη προς την Παύλιανη, με αντικειμενικό σκοπό να κόψει την οπισθοχώρηση του εχθρού. Ενώ με ένα μικρό τμήμα εξακολούθησε την καταδίωξη των Ιταλών, που υποχωρώντας φτάσανε και οχυρωθήκανε στο χωριό Οίτη, πολεμώντας μέχρι αργά τη νύχτα. Το δεύτερο τμήμα, με επικεφαλής το Νικηφόρο, με αφάνταστη μαστοριά, παρακάμπτει τις εστίες που είχε αφήσει ο εχθρός μέσα στο δάσος σαν πλαγιοφυλακές, επιτίθεται ακάθεκτα στο κέντρο, φέρνει σύγχυση στον εχθρό και παίρνει λάφυρα δύο πεδινά πυροβόλα, έναν ομαδικό και πολλούς ατομικούς όλμους.
Το τρίτο τμήμα, που το οδηγούσε ο Διαμαντής, ενώνεται έγκαιρα με το λόχο του Καλλία και αντεπιτίθεται στην κεφαλή της φάλαγγας. Γρήγορα οι αντάρτες τσακίσανε τους Ιταλούς που προσπαθήσανε να οχυρωθούνε στο νότιο μέρος τουδρόμου, για να διευκολύνουνε τη φυγή τους. Άρχισε πια να βραδιάζει. Οι Ιταλοί επωφελούμενοι από το θάμπωμα, ξεφεύγουνε μέσα από τις ρεματιές, για να φτάσουνε στη γέφυρα του Ασωπού που τη φυλάγανε οι Γερμανοί. Εκεί όμως τους περιμένει άλλη λαχτάρα. Αυτή τη φορά, όμως, τη λαχτάρα την παίρνουνε από τους χιτλερικούς συμμάχους τους. Η γερμανική φρουρά της γέφυρας, βλέποντας ένα ασύνταχτο τμήμα να κατευθύνεται προς τη γέφυρα και νομίζοντας ότι είναι αντάρτες που κατεβαίνουνε να ανατινάξουνε τη γέφυρα, βάζουνε καταιγιστικά πυρά ενάντια στους οπισθοχωρούντες Ιταλούς. Η δεύτερη αυτή για τους Ιταλούς μάχη εξακολούθησε μέχρι αργά τη νύχτα και οι Ιταλοί είχανε αρκετά θύματα.
Η πλαγιοφυλακή ωστόσο των Ιταλών, που βρισκότανε δυτικά του δρόμου, κατόρθωσε να οχυρωθεί πρόχειρα μέσα στο δάσος, περιμένοντας εκεί, γιατί δεν ήξερε τι ακριβώς κατάσταση επικρατούσε γύρω. Φυσικά, τους είχαμε κυκλωμένους, όμως δεν πυροβολούσανε και περιμένανε να τους πάρει η μέρα. Αφήνοντας ορισμένα φυλάκια, καθώς και συνεργεία από αντάρτες και κατοίκους της Παύλιανης, για τη συγκέντρωση των λάφυρων, το Αρχηγείο με τους αιχμαλώτους και τους τραυματίες αποσύρθηκε ανατολικά της Παύλιανης για να φάνε και να ξεκουραστούνε οι άντρες μέχρι να ξημερώσει.
Στις 5 του Ιούνη ο λόχος πήρε διαταγή να εξοντώσει την εχθρική εστία μέσα στο δάσος. Οι Ιταλοί, μόλις αντιληφθήκανε την κίνησή μας, το σκάσανε γρήγορα με κατεύθυνση προς το χωριό Σκλήθρο. Δεν ήτανε όμως τυχεροί. Υποχωρώντας εσπευσμένα, πέσανε πάνω στη μαχητική ομάδα του χωριού. Με τον αέρα των νικητών οι εφεδροελασίτες του Σκλήθρου επιτεθήκανε με ορμή και τους διαλύσανε κυριολεκτικά, πιάνοντας και αιχμαλώτους.
Οι Ιταλοί λυσσάξανε για την καταστροφή που πάθανε. Αεροπλάνα τους πετούσανε πάνω από το πεδίο της μάχης, προσπαθώντας να ανακαλύψουνε συγκεντρώσεις μας, ενώ το πυροβολικό τους έβαζε από τον κάμπο στα υψώματα και τις χαράδρες. Σταλθήκανε και δυνάμεις καινούργιες, αλλά δεν τολμήσανε να κινηθούνε στο εσωτερικό της περιοχής, στο οροπέδιο που σχηματίζεται ανάμεσαστα βουνά Οίτη, Γκιώνα και Βαρδούσια – το Μακρυκάμπι όπως το λένε.
Απώλειες και λάφυρα: ο στρατηγός Σαράφης στο βιβλίο του Ο ΕΛΑΣ γράφει για 80 νεκρούς. Σε αυτούς όμως πρέπει να προστεθούνε και τα θύματα που είχαν οι Ιταλοί στη γέφυρα του Ασωπού, όταν τους χτυπήσανε οι Γερμανοί, όπως και οι νεκροί τους στο Σκλήθρο. Αιχμάλωτοι: αναφέρει ο στρατηγός Σαράφης πως ήτανε 23, όμως αρκετοί Ιταλοί αιχμαλωτιστήκανε και στο Σκλήθρο. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούνε και 35 Ιταλοί τραυματίες που τους αφήσαμε στην Παύλιανη να τους πάρουνε οι Ιταλοί. Όμως, την άλλη μέρα κινηθήκανε και ήρθανε μαζί μας. Παρθήκανε λάφυρα: δύο πυροβόλα των 75 χιλιοστομέτρων – το ένα πεδινό με κατεστραμμένο το κλείστρο και το άλλο ορειβατικό –, ένας βαρύς όλμος, τρεις ή τέσσερις ατομικοί όλμοι, όπλα, αυτόματα, πολεμοφόδια, τρόφιμα, καμιά δεκαπενταριά μουλάρια, σκηνές κ.ά.
Οι απώλειές μας στον τομέα αυτόν ήτανε ένας νεκρός και ένας τραυματίας. Όμως, νεκρούς και τραυματίες είχανε και τα άλλα τμήματα που πήρανε μέρος στην αντιμετώπιση των Ιταλών στον τομέα της Κουκουβίστας και πέρα από αυτή, με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Σωτήρη Τσιτσιπή – Λοκρό, τον Κρόνο και άλλους.
Από το βιβλίο του Γεωργίου Γάτου: Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΦΩΚΙΔΑ, ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ