Δεν πρόφτασε να ταξιδέψει μακριά. Στις 26 Οκτωβρίου, προτού επιβιβαστεί σε πτήση με προορισμό το Ντουμπάι, ο 61 ετών Γερμανός S.M. συνελήφθη από στελέχη της Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Αερολιμένα Αθηνών. Εις βάρος του εκκρεμούσε ερυθρά αγγελία της Ιντερπόλ για απάτη ύψους 28 εκατομμυρίων ευρώ στην άλλη άκρη του κόσμου. Περίπου 2.000 Κορεάτες είχαν επενδύσει στη διαδικτυακή εταιρεία του προσδοκώντας εύκολα και γρήγορα κέρδη, ώσπου διαπίστωσαν ότι οι οικονομίες τους κατέληγαν σε μια «πυραμίδα».
Την ίδια ημέρα συνελήφθη βάσει του ιδίου εντάλματος ο 49χρονος Πολωνός R.Z. στην Ιμολα της Ιταλίας. Οι δύο εκζητούμενοι είχαν ιδρύσει το 2014 την εταιρεία FutureNet, η οποία αρχικά δραστηριοποιήθηκε στην Πολωνία. Το 2017 μπήκε για πρώτη φορά στο μικροσκόπιο της Αρχής Προστασίας του Καταναλωτή στην Πολωνία, καθώς υπήρχαν υποψίες ότι η εταιρεία πολυεπίπεδου μάρκετινγκ συστάσεων, γνωστού και ως δικτυακού μάρκετινγκ, λειτουργούσε ως «πυραμίδα» εξαπατώντας τους επενδυτές της.
Τον Μάρτιο του 2019 με νέα ανακοίνωσή της η Αρχή Προστασίας του Καταναλωτή ανέφερε ότι όποιος εμπιστευόταν τα χρήματά του στη FutureNet θα έβγαινε ζημιωμένος. «Σας προειδοποιούμε επίσημα: μην αγοράσετε τα προϊόντα τους και μη ζητήσετε από φίλους σας να γίνουν μέλη του συστήματος», τόνιζε. Τα θύματα αγόραζαν διαδικτυακά διαφημιστικά πακέτα τα οποία κόστιζαν από 10 δολάρια έως πάνω από 1.000 δολάρια, τα οποία μπορούσαν να μεταπωλήσουν. Η εταιρεία τούς ωθούσε να στρατολογούν νέα μέλη, νέους αγοραστές διαφημιστικών πακέτων, ώστε να αυξήσουν το περιθώριο κέρδους τους. Ωστόσο το σύστημα έπαυε να αποδίδει όταν πλέον δεν ήταν εφικτό να συμμετάσχουν νέα μέλη στην «πυραμίδα» και δεν υπήρχε κάποιο πραγματικό προϊόν ή υπηρεσία που θα μπορούσε όντως να τους αποφέρει έσοδα.
Σύμφωνα με την Αρχή Προστασίας του Καταναλωτή στην Πολωνία, η διαχείριση των ιστοσελίδων της FutureNet γινόταν από δύο εταιρείες με έδρα στο Ντουμπάι και στην Ουκρανία. Τον Ιούνιο του 2020 η ίδια υπόθεση απασχόλησε για πρώτη φορά τις αρχές της Νότιας Κορέας, οι οποίες κλήθηκαν αρχικά να διερευνήσουν τις καταγγελίες 950 επενδυτών. Αργότερα εκδόθηκαν διεθνή εντάλματα σύλληψης εις βάρος των δύο συνιδρυτών της εταιρείας.
Πριν από δύο δεκαετίες στις ΗΠΑ, άλλη μία εταιρεία πολυεπίπεδου μάρκετινγκ συστάσεων με το ίδιο ακριβώς όνομα είχε αποδειχθεί ότι λειτουργούσε ως «πυραμίδα». Το 1998 η αμερικανική Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου κατηγόρησε για απάτη τους επικεφαλής μιας άλλης εταιρείας με την ονομασία FutureNet και έδρα τότε την Καλιφόρνια. Τα θύματά της πλήρωναν από 195 έως 794 δολάρια για να αγοράσουν και να μεταπωλήσουν συσκευές πρόσβασης στο Διαδίκτυο. Ωστόσο τα κέρδη τους δεν θα προέκυπταν από τις μεταπωλήσεις (οι ίδιες συσκευές ήταν ευρέως διαθέσιμες σε καταστήματα της αγοράς), αλλά από τη στρατολόγηση νέων μελών, για την οποία τους είχαν υποσχεθεί ότι θα λάμβαναν προμήθεια.
Η «πυραμίδα» που φέρεται να είχαν στήσει οι δύο συλληφθέντες σε Αθήνα και Ιμολα δεν ήταν η μόνη που είχε αποκτήσει διεθνή απήχηση. Από το 2014 μέχρι το 2016 η εταιρεία OneCoin εμφάνιζε κέρδη 2,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων και είχε επενδυτές στην Κίνα, στην Ευρώπη και στην Αυστραλία. Κατά τις αμερικανικές αρχές, όμως, επρόκειτο για μια «πυραμίδα» που προωθούσε ένα ψεύτικο κρυπτονόμισμα. Η «Κ» είχε αναδείξει την ελληνική πτυχή της υπόθεσης, καθώς μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2016 είχαν επενδυθεί από τη χώρα μας 211.970 ευρώ.
Η Βουλγάρα δημιουργός του OneCoin, Ρούγια Ιγκνάτοβα, κατηγορούμενη για ξέπλυμα χρήματος, καταζητείται από το FBI και την Ιντερπόλ. Τα ίχνη της χάθηκαν στις 25 Οκτωβρίου 2017, όταν επιβιβάστηκε σε πτήση της Ryanair στη Σόφια με προορισμό την Αθήνα. Κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται σήμερα η γυναίκα που κάποτε συστηνόταν ως «βασίλισσα των κρυπτονομισμάτων».