Τα κίνητρα για τις επιχειρήσεις που θα επιλέξουν να εφαρμόσουν νωρίτερα την Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας, χωρίς να έχει καταστεί ακόμη υποχρεωτική για τον κλάδο τους, θεσπίστηκαν με την ψήφιση του εργασιακού νομοσχεδίου στη Βουλή.
Η Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας θεσπίστηκε από το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με στόχο να επεκταθεί σταδιακά στο σύνολο της αγοράς εργασίας, καθώς ήδη χρησιμοποιείται στον οικονομικό κλάδο. Γι’ αυτό και έδωσε κίνητρα στις επιχειρήσεις μέσω του νέου εργασιακού νομοσχεδίου, το οποίο είχε βασικό κορμό την ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας για διαφανείς και προβλέψιμους όρους εργασίας.
Πλέον, με τον νέο εργασιακό νόμο, οι επιχειρήσεις που επιλέξουν να την εφαρμόσουν νωρίτερα, χωρίς να έχει καταστεί ακόμη υποχρεωτική για τον κλάδο τους, δεν θα είναι υποχρεωμένες να καταχωρίζουν στο Πληροφοριακό Σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ» τις αλλαγές ή την τροποποίηση του ωραρίου εργασίας ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας ή την υπερωριακή απασχόληση, πριν από την έναρξη πραγματοποίησής τους.
Συγκεκριμένα, η διάταξη του νέου εργασιακού νόμου ορίζει τα εξής: Οι εργοδότες, των οποίων οι επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις έχουν ενταχθεί στο ηλεκτρονικό σύστημα μέτρησης του χρόνου εργασίας με τη χρήση της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας για τους εργαζομένους τους με εξαρτημένη εργασία, δύνανται να μην καταχωρίζουν στο Πληροφοριακό Σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ» τις αλλαγές ή την τροποποίηση του ωραρίου εργασίας ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας ή την υπερωριακή απασχόληση, πριν από την έναρξη πραγματοποίησής τους.
Ωστόσο, μέσω της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας, θα γίνεται σε πραγματικό χρόνο η καταγραφή της απασχόλησης των εργαζομένων (βασικό ωράριο, υπερωρίες, κ.λπ.), κάτι που, σύμφωνα με το υπουργείο, αποτελεί εγγύηση για την τήρηση του ωραρίου και για την πάταξη της αδήλωτης και της υποδηλωμένης εργασίας.
Με τον τρόπο αυτό, δηλαδή, αποδεικνύονται σε πραγματικό χρόνο η έναρξη και η λήξη του χρόνου εργασίας, καθώς και η νόμιμη υπέρβαση του δηλωθέντος ωραρίου (υπερωρία), μειώνοντας, ταυτόχρονα, το υπέρμετρο διοικητικό βάρος και τη γραφειοκρατία για τις επιχειρήσεις που υιοθετήσουν την Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας.
Παράλληλα, σε περίπτωση αναντιστοιχίας της πραγματικής απασχόλησης με τη σχετική σήμανση της κάρτας, επιβάλλεται στον εργοδότη πρόστιμο, ύψους 10.500 ευρώ ανά εργαζόμενο, στην Ψηφιακή Κάρτα του οποίου δεν είναι δυνατή η ανωτέρω αντιστοίχιση.
Υπενθυμίζεται επίσης, όπως έχει ξεκαθαρίσει ο αρμόδιος υπουργός, Άδωνις Γεωργιάδης, πρόκειται να εκδοθούν διαφορετικές υπουργικές αποφάσεις με αναλυτικές οδηγίες για τον τρόπο εφαρμογής της ανά κλάδο.
Σύμφωνα με το υπουργείο, η Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας αποτρέπει την παραβατικότητα στην αγορά εργασίας και επιβάλλει ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων.
Ειδικότερα, με τη χρήση της, διασφαλίζονται τα συμφέροντα των εργαζομένων με την πλήρη καταγραφή των πραγματικών ωρών εργασίας, δημιουργείται το πλαίσιο για αποτελεσματικούς ελέγχους από την Επιθεώρηση Εργασίας, προστατεύονται από τον αθέμιτο ανταγωνισμό οι επιχειρήσεις που σέβονται τη νομοθεσία έναντι εκείνων που εφαρμόζουν πρακτικές «μαύρης» ή υποδηλωμένης εργασίας και κατοχυρώνονται τα έσοδα του ασφαλιστικού συστήματος από εισφορές.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ