Την εκτίμηση ότι η πλήρης άρση των capital controls δεν θα είναι εύκολη υπόθεση, καθώς το ενδεχόμενο πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων τους επομένους μήνες προκαλεί μεγάλη αβεβαιότητα στους καταθέτες, εξέφρασε ανωτάτη τραπεζική πηγή που μίλησε σε ανταποκριτές ξένων ΜΜΕ στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η άρση των capital controls σε ό,τι αφορά στις συναλλαγές εντός της χώρας προχωράει, ενώ οι περιορισμοί στις αναλήψεις μετρητών μπορούν να αρθούν άμεσα.
Ωστόσο, ξεκαθάρισε πως η άρση των περιορισμών στην εξαγωγή χρημάτων στο εξωτερικό εμπεριέχει μεγαλύτερη αβεβαιότητα. Και αυτό προκύπτει από το δισταγμό που παρατηρείται στην επιστροφή καταθέσεων από το εξωτερικό στις ελληνικές τράπεζες. «Θεωρητικά θα μπορούσαμε να έχουμε μία ή δύο εκλογικές αναμετρήσεις σε περίοδο δύο ετών και αυτό είναι κάτι που προκαλεί αβεβαιότητα», είπε χαρακτηριστικά.
Συγκεκριμένα, η ανωτάτη τραπεζική πηγή είπε πως χρειάζεται η επίδειξη της υψηλότερης δυνατής υπευθυνότητας από την πλευρά της Ελλάδας για να μην επανέλθει στις παλαιές συνήθειες, αλλά και η επίδειξη υπευθυνότητας από την πλευρά των πιστωτών στο ζήτημα του χρέους. «Αν σε ένα από τα δύο ζητήματα υπάρξει εκτροχιασμός αυτό θα είναι καταστροφή, καθώς θα αυξήσει τις λαϊκιστικές φωνές στην Ελλάδα και στη Γερμανία», τόνισε εμφατικά.
Όπως ανέφερε, πλέον προσεγγίζουμε το τέλος του προγράμματος και το πιο σημαντικό ζήτημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η βιωσιμότητα του χρέους. «Ένα συγκεκριμένο σύνολο μέτρων θα μπορούσε να καταστήσει το χρέος βιώσιμο», σημείωσε. Ενδεικτικά ανέφερε πως για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος εξετάζονται επεκτάσεις των ωριμάσεων των δανείων, η σταθεροποίηση των επιτοκίων και η πρόωρη αποπληρωμή των ακριβών δανείων του ΔΝΤ. «Η υπόσχεση ελάφρυνσης του χρέους παρασχέθηκε στο τέλος του 2012 και από τότε έχει επαναληφθεί πολλές φορές», είπε μη θέλοντας να προδικάσει το τελικό αποτέλεσμα.
Σε σχέση με την προληπτική πιστωτική γραμμή εκτίμησε πως αυτή θα συνέβαλε στη μείωση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου. «Το κόστος θα είναι χαμηλότερο σε σύγκριση με το υφιστάμενο κόστος δανεισμού από τις αγορές. Παράλληλα, η πιστωτική γραμμή θα μειώσει το κόστος χρήματος των τραπεζών και θα μειώσει και το κόστος των repos», τόνισε για το ζήτημα. Στην ίδια βάση υποστήριξε πως το ταμειακό μαξιλάρι που σχηματίζει η κυβέρνηση είναι πιο ακριβό για την οικονομία, καθώς αντλεί πόρους από το εσωτερικό, ενώ η προληπτική γραμμή χρηματοδοτείται από το εξωτερικό. «Μπορεί το ταμειακό μαξιλάρι να αποτελεί μια διασφάλιση, αλλά από τη στιγμή που θα βάλεις χέρι σε αυτό οι αγορές θα σε βάλουν στη γωνία», ανέφερε με νόημα.
Στο σημείο αυτό υπογράμμισε πως εάν οι επενδυτές βλέπουν προβλήματα στην Ιταλία, αυτό σημαίνει πως βλέπουν προβλήματα και για την Ελλάδα! Πάντως, υποστήριξε πως «όλοι έχουμε μάθει το μάθημά μας από την κρίση» και πως ο λαϊκισμός δεν έχει πλέον γόνιμο έδαφος στην Ελλάδα.
Αναφερόμενος στη λιτότητα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα είπε πως πλέον οι δανειστές μας δεν ζητούν πρόσθετα μέτρα λιτότητας. Πάντως, για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στα οποία έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση ανέφερε πως εάν δεν υπήρχαν τόσο υψηλοί στόχοι θα μπορούσε να υπάρξει μείωση της φορολογίας. Υποστήριξε δε πως υπάρχουν τρόποι μείωσης των δημόσιων δαπανών και υποκατάστασης τους με ιδιωτικές δαπάνες.
Για το ολιστικό σχέδιο της κυβέρνησης η ανώτατη τραπεζική πηγή ανέφερε πως δεν το έχει δει λεπτομερώς, εμφανίστηκε ωστόσο επιφυλακτικός λέγοντας πως δεν πρέπει να κάνουμε πράγματα που ανατρέπουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. «Στόχος είναι η επίτευξη ανάπτυξης, αλλά κυρίως μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας», είπε.
Στη βάση αυτή είπε πως το βάρος της φορολογίας θα πρέπει να μειωθεί. Ερωτηθείς δε για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία ύψους άνω των 100 δισ. ευρώ είπε πως μόλις 20 με 25 δισ. ευρώ μπορούν να εισπραχθούν και τόνισε πως κάποια στιγμή πρέπει να ληφθεί μια γενναία απόφαση και να διαγραφούν οι ανεπίδεκτες είσπραξης οφειλές .
Στο σημείο αυτό τόνισε πως οι κεφαλαιακοί περιορισμοί προώθησαν τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και διεύρυναν τη φορολογική βάση. Επικαλέσθηκε δε εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με τις οποίες η φορολογική βάση διευρύνθηκε από τις ηλεκτρονικές πληρωμές κατά 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ. ευρώ).