Με μια αιφνιδιαστική ενέργεια, τα μέλη των κοινοβουλευτικών ομάδων ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, κατέθεσαν πρόταση για τη σύσταση «ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης», σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής και τον νόμο περί της «Ποινικής Ευθύνης Υπουργών». Αντικείμενο είναι τα εξοπλιστικά προγράμματα και στο στόχαστρο της πλειοψηφίας είναι ο πρώην υπουργός Εθνικής Αμυνας Γιάννος Παπαντωνίου.
Η εξέλιξη αυτή ερμηνεύτηκε ήδη από πολλούς στο Περιστύλιο ως ενέργεια με ξεχωριστή σημασία σε μια συγκυρία που τα προβλήματα με επίκεντρο την διαπραγμάτευση με τους Θεσμούς, τα δημοσιονομικά αδιέξοδα και την προοπτική λήψης νέων σκληρών μέτρων για τους πολίτες προκαλούν σοβαρά ζητήματα για την κυβερνώσα πλειοψηφία. Μικρό πλην όμως ενδεικτικό των επιδράσεων που έχει αυτή η εξέλιξη στον δημόσιο διάλογο είναι πως η ανακοίνωση της κατάθεσης της πρότασης στη Βουλή, εξέτρεψε άμεσα το ενδιαφέρον ακόμα και από την εν εξελίξει συζήτηση επίκαιρης επερώτησης της αξιωματικής αντιπολίτευσης με αντικείμενο το «καυτό» θέμα του ασφαλιστικού: στο Περιστύλιο άπαντες συζητούσαν το σκανδαλολογικό νέο θέμα και όχι τα της διαπραγμάτευσης και των κυβερνητικών αδιεξόδων.
Οι υποθέσεις
Στην πρότασή τους οι βουλευτές ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αναφέρονται σε υποθέσεις και συγκεκριμένα την προμήθεια: 1) Αρμάτων μάχης τύπου Leopard, 2) Επιθετικών ελικοπτέρων τύπου Apache, 3) Φρεγατών τύπου «S», 4) Συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου και, 5) Ελικοπτέρων μεταφοράς τύπου NH90.
Μεταξύ των παράπλευρων αξιοπερίεργων της κίνησης αυτής, είναι και ένα … φραστικό (;) λάθος που κάνουν οι βουλευτές: αποκαλούν στο κείμενο το οποίο συνέταξαν «φράγματα» τις «φρεγάτες». Κατά τα λοιπά, στο σκεπτικό τους αρχικώς αναφέρουν:
«Τα εξοπλιστικά προγράμματα της χώρας αποτελούσαν ανέκαθεν πηγή κινδύνων για διαφθορά δομών και προσώπων. Τα παρακάτω αναφερόμενα εξοπλιστικά προγράμματα ανάγονται σε μία συνολικότερη περίοδο, κατά την οποία κορυφώθηκαν πράξεις και παραλείψεις του παλαιού πολιτικού συστήματος που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία. Χρηματιστήριο, εξοπλιστικά, δομημένα ομόλογα, υπερβάσεις ολυμπιακών έργων, δανειοδότηση μέσων μαζικής ενημέρωσης και κομμάτων κτλ. συνέθεταν την εικόνα διαπλοκής και διαφθοράς» αναφέρουν αρχικώς στην εν λόγω πρόταση οι βουλευτές της πλειοψηφίας και συνεχίζουν: «Οι ευθύνες είναι πολιτικές και ποινικές. Οι πολιτικές ευθύνες αποδίδονται από τον λαό – το εκλογικό σώμα». αναφερόμενοι ειδικά στο πρόσωπο του κ. Παπαντωνίου, σημειώνουν πως από τις «έξι συναφείς μεταξύ των ποινικές δικογραφίες που διαβιβάστηκαν στη Βουλή και αφορούν όλες τον τ. Υπουργό Άμυνας Ιωάννη Παπαντωνίου, αποδίδονται με τα σχετικά βουλεύματα πράξεις απιστίας, από τις οποίες προήλθε πολύ μεγάλη οικονομική ζημία του ελληνικού δημοσίου. Πρόκειται για αδικήματα που σχετίζονται με τους εξοπλισμούς της χώρας ».
Υπό το πρίσμα αυτό, υποστηρίζουν ότι «συντρέχουν ενδείξεις για Α) τέλεση απιστίας σχετική με την υπηρεσία, και Β) Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες τελεσθείσας κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση, με φερόμενο χρόνο τέλεσης από το 1999 κ.ε.. Ως εκ τούτου» συνεχίζουν, «συντρέχει λόγος για διερεύνηση επί τη βάσει των σχετικών εισαγγελικών παραγγελιών και μάλιστα από κοινού». Στο πλαίσιο αυτό σπεύδουν να προσθέσουν πως δεν υπάρχει θέμα παραγραφής. «Οι πλείστοι τρόποι τέλεσης τους εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων, όπως είναι η κατοχή περιουσίας και η διακίνησή της στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συνιστούν εγκλήματα διαρκή, των οποίων η τέλεση συνεχίζεται και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα παραγραφής, πριν από τη λήξη της διάρκειάς τους» αναφέρουν χαρακτηριστικά και προσθέτουν:
«Ως εκ τούτου: Προτείνουμε τη σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής που θα διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση κατά το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος και τα άρθρα 153 επόμενα του Κανονισμού της Βουλής, για την ενδεχόμενη τέλεση των παραπάνω αδικημάτων από τον αναφερόμενο στα έγγραφα των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, πρώην Υπουργό».
Η διαδικασία
Από τη στιγμή που κατατίθεται τέτποιου χαρακτήρα πρόταση στη Βουλή, ο Κανονισμός (Αρθρο 155) προβλέπει την ακόλουθη διαδικασία, η οποία σε κάθε περίπτωση ολοκληρώνεται σε ψηφοφορίες, στις οποίες για τη λήψη απόφασης απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή τουλάχιστον 151 ψήφοι.
Πρώτον, η πρόταση άσκησης δίωξης –όπως συνέβη σήμερα στην Ολομέλεια, “αμέσως ανακοινώνεται στην Ολομέλεια της Βουλής, τυπώνεται και διανέμεται στους Βουλευτές μαζί με την τυχόν κατατεθείσα πρόταση, των Βουλευτών που υπογράφουν την πρόταση άσκησης δίωξης για ανάθεση σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο του ελέγχου των στοιχείων της κατηγορίας και της αξιολόγησης της ουσιαστκής βασιμότητάς τους”.
Δεύτερον, “αν δεν κατατεθεί, μαζί με την πρόταση δίωξης, πρόταση για ανάθεση σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο του ελέγχου των στοιχείων της κατηγορίας και της αξιολόγησης της ουσιαστικής βασιμότητάς τους, μπορεί να ζητηθεί αυτή με πρόταση, που κατατίθεται εγγράφως από τουλάχιστον τριάντα (30) Βουλευτές, εντός επτά (7) ημερών από την ανακοίνωση της πρότασης άσκησης δίωξης. Αν την πρόταση άσκησης δίωξης δεν συνοδεύει πρόταση, για ανάθεση σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο του ελέγχου των στοιχείων της κατηγορίας και της αξιολόγησης της ουσιαστικής βασιμότητάς τους, και αν εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου αυτής της παραγράφου δεν κατατεθεί τέτοια πρόταση, ο Πρόεδρος της Βουλής εγγράφει την πρόταση, άσκησης δίωξης σε ειδική ημερήσια διάταξη εντός δεκαπέντε (15) ημερών μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής. Σε περίπτωση, που κατατεθεί, εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου αυτής της παραγράφου, πρόταση για ανάθεση σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο του ελέγχου των στοιχείων της κατηγορίας και της αξιολόγησης της ουσιαστικής βασιμότητάς τους, ο Πρόεδρος της Βουλής την εγγράφει σε ειδική ημερήσια διάταξη εντός των δεκαπέντε (15) ημερών που έπονται της κατάθεσής της. Με την απόφαση της Βουλής που δέχεται την πρόταση σύστασης γνωμοδοτικού συμβουλίου, τάσσεται προθεσμία για τη διενέργεια του ελέγχου και την παράδοση της γνωμοδότησης στον Πρόεδρο της Βουλής.Σε περίπτωση απόρριψης από τη Βουλή της πρότασης για ανάθεση σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο του ελέγχου των στοιχείων της κατηγορίας και της αξιολόγησης της ουσιαστικής βασιμότητάς τους, ο Πρόεδρος της Βουλής εγγράφει την πρόταση δίωξης σε ειδική ημερήσια διάταξη εντός δεκαπέντε (15) ημερών μετά την έκδοση της απορριπτικής απόφασης της Βουλής”.
3μελές Συμβούλιοκαι Ειδικό Δικαστήριο.
Τρίτον, “το γνωμοδοτικό συμβούλιο της προηγούμενης παραγράφου συγκροτείται από έναν αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δυο εισαγγελείς εφετών, οι οποίοι κληρώνονται, με τους αγαπληρωματικούς τους, σε δημόσια συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής, που πρoσκαλείται ειδικά για το λόγο αυτό, μεταξύ όλων των αντιεισαγγελέων του Αρείου Πάγου και όλων των εισαγγελέων εφετών που υπηρετούν στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών. Για τη διενέργεια της κλήρωσης ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποστέλλει στον Πρόεδρο της Βουλής κατάλογο των αγωτέρω δικαστικών λειτουργών, που υπηρετούν στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών”.
Τέταρτον, “η γνωμοδότηση του τριμελούς συμβουλίου παραδίδεται στον Πρόεδρο της Βουλήες, ανακοινώνεται στην Ολομέλεια και διαγέμεται στους Βουλευτές. Μετά την ανακοίνωση της γνωμοδότησης, οι ίδιοι Βουλευτές που είχαν υποβάλει την πρόταση για την άσκηση δίωξης μπορούν εντός επτά ημερών να την αποσύρουν, οπότε παύει η πρόοδος της διαδικασίας επί της προτάσεως αυτής ή να την τροποποιήσουν λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση. Ο Πρόεδρος της Βουλής εγγράφει σε ειδική ημερήσια διάταξη την πρόταση άσκησης δίωξης μέσα σε επτά ημέρες από την άπρακτη παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας ή την τροποποίηση της πρότασης. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της πρότασης για την άσκηδη δίωξης καθώς και της σύστασης τριμελούς γνωμοδοτικού συμβουλίου, η Βουλή μπορεί να επιτρέψει την εμφάνιση ενώπιόν της του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση προκειμένου να ακούσει τις απόψεις του. Σε κάθε περίπτωση, το πρόσωπο αυτό έχει δικαίωμα να υποβάλει στη Βουλή έγγραφο υπόμνημα, που καταχωρίζεται στα Πρακτικά”.
Πέμπτον, “η ψηφοφορία για όλα τα ζητήματα του άρθρου 86 του Συντάγματος και του άρθρου αυτού είναι μυστική. Σε αυτή δεν μετέχει εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση άσκησης δίωξης, αν είναι Boυλευτής.
Εκτον, “η απόφαση για τη συγκρότηση επιτροπής ή τη σύσταση του τριμελούς γνωμoδoτικoύ συμβουλίου λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών, άλλως η οικεία πρόταση απορρίπτεται. Αν η Βουλή αποφασίσει να μη συγκροτηθεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, δεν μπορεί να υποβληθεί νέα πρόταση άσκησης δίωξης στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά”.
Αν δρομολογηθεί η διαδικασία συγκρότησης της Επιτροπής, τότε εκείνη μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα ολοκληρώνει τις εργασίες της, συντάσσει πόρισμα, το οποίο και τίθεται σε ψηφοφορία. Η απόφαση και πάλι λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Σε περίπτωση υπερψήφισης περνάμε στο στάδιο της σύστασης Ειδικού Δικαστηρίου.