Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Μέσα σε όλες τις επετείους αυτών των ημερών, μεταξύ των οποίων και η μαύρη επέτειος της Χούντας που η χώρα και οι θεσμοί μπήκαν στο γύψο, υπάρχει και μία ακόμη στην οποία δεν της δόθηκε το βάρος που της αναλογεί.
Στις 18 Απρίλη συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από όταν ξεκίνησε η προανάκριση για το ζήτημα των υποκλοπών.
Γιατί ήταν 18 Απριλίου του 2022, οπότε η τότε προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, Σωτηρία Παπαγεωργοπούλου διέτασσε τη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας για την παρακολούθηση του τηλεφώνου του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη.
Έκτοτε μάθαμε πολλά περισσότερα για την υπόθεση των υποκλοπών.
Αποκαλύφθηκε ότι τα θύματα του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού περιλάμβαναν αρχηγό κόμματος, πολιτικούς, υπουργούς, ανώτατους αξιωματικούς, δικαστικούς, επιχειρηματίες.
Έγιναν γνωστές πλευρές της δαιδαλώδους διαδρομής ισραηλινών και ελληνικών εταιρειών που όχι μόνο εμπορεύονταν το παράνομο κατασκοπευτικό λογισμικό, αλλά είχαν και διασυνδέσεις με την ΕΥΠ.
Σχηματίσαμε μια εικόνα για το πώς όλο αυτό το κύκλωμα παράνομων παρακολουθήσεων είχε σχέσεις με το Μέγαρο Μαξίμου, σε μια περίοδο κατά την οποία το ισχυρό πρόσωπο ήταν ο τότε γενικός γραμματέας της κυβέρνησης και ανιψιός του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης.
Σε μεγάλο βαθμό όλα αυτά ήρθαν στο φως μέσα από επίμονη δημοσιογραφική έρευνα, με τη δικαιοσύνη να μην επιδεικνύει το ίδιο ευαίσθητα αντανακλαστικά.
Όμως, είναι σαφές ότι από ένα σημείο και μετά δεν αρκεί η δημοσιογραφική αποκάλυψη -που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζει εμπόδια-, αλλά είναι επιτακτική ανάγκη να πάρει τα ηνία η δικαστική έρευνα που όχι μόνο έχει θεσμική δυνατότητα να υποχρεώσει σε αποκάλυψη στοιχείων και σε παροχή υπηρεσιών προκειμένου να φτάσει στην αλήθεια, αλλά και επίσης ανοίγει τον δρόμο και για την απόδοση ποινικών ευθυνών.
Είναι, επίσης, προφανές ότι μια τέτοια έρευνα δεν είναι καθόλου εύκολη. Αντιθέτως, απαιτεί πόρους, διάθεση ανθρώπινου δυναμικού και προφανώς χρόνο. Γιατί πρέπει να βρεθούν και να διασταυρωθούν στοιχεία και να «χτιστεί» η υπόθεση.
Όμως, ανάμεσα στο «χρειάζεται χρόνος» και το «έχουν ήδη συμπληρωθεί δύο χρόνια» χωρίς να έχει καταγραφεί αξιοσημείωτη πρόοδος, ομολογουμένως υπάρχει μια μεγάλη απόσταση.
Και υπάρχει κίνδυνος για ακόμη μεγαλύτερη χρονοτριβή. Πράγμα που σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη καθυστέρηση μέχρι να φτάσει αυτή η υπόθεση στην απόδοση ποινικών ευθυνών.
Και όπως έχω τονίσει πολλές φορές το πρόβλημα με την καθυστέρηση στη διερεύνηση αυτής της σοβαρής υπόθεσης είναι πολύ μεγάλο και βαθύ, γιατί άπτεται της ίδιας της λειτουργίας της Δημοκρατίας.
Η αίσθηση ότι μεθοδεύεται ουσιαστικά συνθήκη συγκάλυψης και ατιμωρησίας για τις υποκλοπές, ιδίως προς τα πολιτικά πρόσωπα που εμπλέκονται, είναι ήδη διάχυτη στην κοινωνία, μαζί με την πεποίθηση ότι «ούτως ή άλλως “μας ακούν όλους”».
Και αυτό αποτελεί χαίνουσα πληγή, γιατί σημαίνει ότι ούτως ή άλλως οι πολίτες έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς, τη δυνατότητά τους να λειτουργούν σωστά, να εγγυώνται δικαιώματα και να εξασφαλίζουν ότι τηρείται η νομιμότητα. Είναι μια επικίνδυνη κατάσταση όπου οι πολίτες αρχίζουν να μην πιστεύουν στις εγγυήσεις του κράτους δικαίου.
Και ως προς την ίδια την κυβερνητική παράταξη, μια τέτοια στάση είναι ως έναν βαθμό κατανοητή, αν και καθόλου αποδεκτή. Εννοώ, δηλαδή, ότι η κυβέρνηση θέλει να αποφύγει το πολιτικό κόστος που αναμφίβολα θα έχει από τυχόν απόδοση ποινικών ευθυνών σε πρόσωπα και υπηρεσίες που θα την αγγίζουν.
Όμως, εδώ μιλάμε για τη δικαιοσύνη, το θεσμό δηλαδή που θέλουμε να είναι το αντίβαρο απέναντι στην αυθαιρεσία της εξουσίας, το τελευταίο καταφύγιο των αδυνάτων και αδικημένων απέναντι στην ασυδοσία των ισχυρών.
Και εδώ το διακύβευμα δεν είναι μόνο το κύρος της δικαιοσύνης, αλλά συνολικά των θεσμών.
Γι’ αυτόν τον λόγο και είναι επιτακτική ανάγκη η προανάκριση για αυτή την τόσο σημαντική υπόθεση να ολοκληρωθεί και να υπάρξει η αναγκαία απόδοση ευθυνών, με την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να έχει παραδεχθεί και προειδοποιήσει ότι «από την καθυστέρηση περάτωσης (σσ της έρευνας) πέραν των σχετικών για το θέμα αυτό καταγγελιών, υπάρχει κίνδυνος παραγραφής των ερευνώμενων εγκλημάτων».
Διαφορετικά απλώς το σκάνδαλο των υποκλοπών θα γίνει μια διαρκής σκιά, μια μαύρη κηλίδα πάνω στη δημοκρατία και τους θεσμούς της στη χώρα μας.
in.gr