Οι μηχανισμοί μείωσης των συντάξιμων αποδοχών στο προωθούμενο σχέδιο
Ασφαλιστικό: Απώλειες 1,92%-26% στο σύνολο των συντάξεων
Δραματικές απώλειες στο συνολικό ποσό των συντάξεων, που κυμαίνονται από 2% και φτάνουν έως και το 26% στο σύνολο του αθροίσματος εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης, δείχνουν τα αποτελέσματα της αναλογιστικής μελέτης για το νέο ασφαλιστικό σχέδιο της κυβέρνησης που παρουσιάζει σήμερα αποκλειστικά η «Ναυτεμπορική».
Από την αναλογιστική προβολή της μελέτης προκύπτει, ως ένα από τα βασικά συμπεράσματα, ότι με το σχέδιο της κυβέρνησης ευνοούνται όσοι έχουν συντάξιμους μισθούς που κυμαίνονται γύρω στα 1.000 ευρώ. Αντίθετα, εμφανίζονται μεγάλες απώλειες σε όσους έχουν συντάξιμο μισθό μεγαλύτερο από 1.100, 1.200 ευρώ. Ενα από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα της αναλογιστικής μελέτης που διενήργησε η εταιρεία Prudential Actuarial Solutions Ltd, είναι η «βύθιση» του αναλογικού ή ανταποδοτικού τμήματος της σύνταξης που αντιστοιχεί στα έτη ασφάλισης. Με βάση τα στοιχεία προκύπτει ότι οι μειώσεις στο αναλογικό-ανταποδοτικό τμήμα της σύνταξης κυμαίνονται από 30% έως και 50%.
Η αναλογιστική μελέτη κάνει σύγκριση ανάμεσα στους δύο τρόπους υπολογισμού των συντάξεων, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο τις υπολογίζει ο ν.3863/10, άρθρα 1 κι 3 (Λοβέρδου-Κουτρουμάνη) και στον τρόπο με τον οποίο τις υπολογίζει το σχέδιο της κυβέρνησης για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος (άρθρο 8). Και οι δύο τρόποι υπολογισμού των συντάξεων προβλέπουν δύο βασικά τμήματα σύνταξης. Ο μεν ν.3863/10 προβλέπει «βασική σύνταξη 360 ευρώ» ανάλογα με τα έτη ασφάλισης, η δε πρόταση της κυβέρνησης προβλέπει «εθνική σύνταξη 384 ευρώ». Σε αυτό το πρώτο τμήμα της σύνταξης έρχεται να προστεθεί και η αναλογική σύνταξη (ν.3863) ή ανταποδοτική σύνταξη (σχέδιο Κατρούγκαλου) που αντιστοιχεί στα έτη ασφάλισης του κάθε εργαζόμενου. Το άθροισμα αυτών των δύο τμημάτων των συντάξεων μας δίνει το συνολικό ποσό της σύνταξης.
Πώς λειτουργεί
1 Με το σχέδιο της κυβέρνησης ολόκληρος ο εργασιακός βίος και συνεπώς όλα τα έτη ασφάλισης αντιμετωπίζονται χωρίς καμία διάκριση «παλαιού» και «νέου» ασφαλισμένου. Επίσης, προτείνεται ενιαίος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων χωρίς χρονική διάκριση για ασφαλισμένους πριν από την 31-12-2010 και ασφαλισμένους μετά την 1-1-2011. Συνεπώς όλα τα συντάξιμα έτη εντάσσονται στους ίδιους συντελεστές των ετήσιων ποσοστών αναπλήρωσης που κυμαίνονται από 0,80% για τα πρώτα 15 χρόνια και φθάνουν έως το 2% ως ποσοστό αναπλήρωσης, όταν ο εργαζόμενος εισέρχεται στο 40ό έτος ασφάλισης (άρθρο 8).
2 Με τον ν. 3863/10 υπάρχει ο διαχωρισμός για ασφαλισμένους πριν από την 31-12-2010 και για ασφαλισμένους μετά την 1-1-2011. Αυτή είναι μία θεμελιώδης διαφορά. Γιατί; Επειδή ο νόμος των Λοβέρδου-Κουτρουμάνη που ισχύει σήμερα προβλέπει ότι για όλα τα έτη ασφάλισης μέχρι το 2010 το ετήσιο ποσοστό αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης θα είναι 2%. Ετσι, όπως φαίνεται στη στήλη 5 του σχετικού πίνακα, στη συντριπτική πλειονότητα τους οι ασφαλισμένοι αποκτούσαν μια μεγαλύτερη βάση συντάξιμων αποδοχών επί των οποίων γίνεται ο υπολογισμός των συντάξεών τους. Αυτό προκύπτει επειδή ισχύει ο συντελεστής αναπλήρωσης του συντάξιμου μισθού κατά 2% επί όλων των ετών ασφάλισης που έχει κάποιος μέχρι το 2010. Αυτή η διαφορά που υπάρχει στις συντάξιμες αποδοχές αποτυπώνεται και στο ποσό των συντάξεων στο αναλογικό ή ανταποδοτικό τμήμα τους στις στήλες 6 και 7 του σχετικού πίνακα. Στη στήλη 8 του ίδιου πίνακα αποτυπώνεται η τεράστια ποσοστιαία μείωση που υπάρχει στην αναλογική – ανταποδοτική σύνταξη μεταξύ της πρότασης της κυβέρνησης και του ν.3863/10. Η διαφορά κυμαίνεται στα συγκεκριμένα υποδείγματα της αναλογιστικής μελέτης από -33,24% έως και 49,72%.
3 Η δεύτερη θεμελιώδης διαφορά στον τρόπο υπολογισμού βρίσκεται στα συνολικά ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων. Βλέποντας κανείς τους δύο πίνακες των ετήσιων ποσοστών αναπλήρωσης, διαπιστώνει ότι στις δέκα κλίμακες που έχουν τα ονομαστικά ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων ανάλογα με τα έτη ασφάλισης, τα ποσά αυτά είναι μεγαλύτερα στο σχέδιο της κυβέρνησης (από 0,80% έως και 2%) και μικρότερα στο ν.3863/10 (από 0,80% έως και 1,50%). Ομως από την αναλογιστική μελέτη προκύπτει ότι τα συσσωρευμένα ποσοστά αναπλήρωσης ανάλογα με τα έτη ασφάλισης στο σχέδιο της κυβέρνησης κυμαίνονται από 12% έως και 48,7%, ενώ στο νόμο Λοβέρδου – Κουτρουμάνη αρχίζουν από 12% και φθάνουν έως και 63%.
4 Πώς προκύπτει αυτή η διαφορά; Ο ν.3863/10 στο άρθρο 3 αναφέρει ότι «το τελικό ποσό της σύνταξης καθορίζεται για όλα τα έτη με βάση τον συντελεστή που αντιστοιχεί στο τελευταίο πλήρες έτος ασφάλισης. Αυτό σημαίνει ότι για κάποιον που έχει, για παράδειγμα, 36 χρόνια ασφάλισης τα ετήσια ποσοστά αναπλήρωσης των ενδιάμεσων κλιμάκων δεν ισχύουν. Αυτό που ισχύει είναι το ποσοστό αναπλήρωσης του τελευταίου χρόνου ασφάλισης που αντιστοιχεί στο 36ο έτος και στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει ποσοστό αναπλήρωσης 1,31%. Επί αυτού του ποσοστού υπολογίζονται, σύμφωνα με τον νόμο, όλα τα συντάξιμα έτη. Δηλαδή, στο παράδειγμά μας και τα 36 έτη υπολογίζονται επί του ποσοστού αναπλήρωσης 1,31% (βλ. σχετικό πίνακα με τη σύγκριση των δύο μεθόδων υπολογισμού του συσσωρευμένου ποσοστού αναπλήρωσης). Αυτός είναι και ο λόγος που στις στήλες 9 και 10 εμφανίζονται τόσο μεγάλες διαφορές. Στη στήλη 9 με το σχέδιο της κυβέρνησης ασφαλισμένος με συμπληρωμένα τα 35 έτη ασφάλισης έχει συντελεστή αναπλήρωσης 37,52%, ενώ με τον νόμο που ισχύει σήμερα, ο συντελεστής αναπλήρωσης κυμαίνεται από 56,20% έως και 66,04%.
5 Οι αναλογιστικές προβολές της αναλογιστικής μελέτης αποδεικνύουν ότι: α) επειδή με το σχέδιο της κυβέρνησης προκύπτει μικρότερο ποσό συντάξιμων αποδοχών ως βάση υπολογισμού των συντάξεων, και β) επειδή έχουμε μικρότερα ποσοστά αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης οδηγούμαστε και σε συνολικά μικρότερα ποσά συντάξεων για συντάξιμους μισθούς άνω των 1.000 ευρώ.
6 Ομως, με βάση την πρόταση της κυβέρνησης, ο συντελεστής αναπλήρωσης των συντάξεων είναι υψηλότερος για όσους αμείβονται με αποδοχές χαμηλότερες των 1.000 ευρώ. Αυτό προκύπτει στη στήλη 16, στον οποίο καταγράφονται αυξήσεις συντάξεων από 2,46% έως και 12,09% για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους που αποτελούν σήμερα τη μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, εξαιτίας των πολλαπλών περικοπών που υπέστησαν οι αποδοχές τους τα 5 τελευταία χρόνια.
7 Από τη στήλη 16 του πίνακα προκύπτει ότι με βάση το σχέδιο της κυβέρνησης όσο αυξάνουν οι αποδοχές του ασφαλισμένου τόσο μειώνεται ο συντελεστής αναπλήρωσης της σύνταξης. Αυτό εγκυμονεί τον κίνδυνο ώθησης των ασφαλισμένων στην απόκρυψη εισοδημάτων, αφού η αύξηση των μισθών ή των εισοδημάτων τους δεν θα έχει ανάλογο αντίκρισμα στην αύξηση των συντάξεών τους. Επίσης από την ίδια στήλη προκύπτει ότι όσο αυξάνονται τα έτη ασφάλισης τόσο μειώνεται και η ανταποδοτικότητα μεταξύ εισφορών και παροχών σύνταξης.
Στρατηγική υποχώρησης αναζητεί η κυβέρνηση
Σε πορεία διορθωτικών αλλαγών στο αρχικό σχέδιο για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση βρίσκεται η κυβέρνηση, μετά το διογκούμενο κύμα αντιδράσεων από ελεύθερους επαγγελματίες, φορείς επιστημόνων, αγρότες και συνδικάτα του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
Χθες πραγματοποιήθηκε συνάντηση της μικτής τεχνικής επιτροπής των υπουργείων Εργασίας και Οικονομικών με τους εκπροσώπους και εμπειρογνώμονες των ελεύθερων επαγγελματιών, των επιστημόνων και του Οικονομικού Επιμελητηρίου, προκειμένου να εξευρεθούν λύσεις στο ζήτημα των ασφαλιστικών εισφορών.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, η συνάντηση έγινε «σε καλό κλίμα και έλαβε χώρα μία πρώτη διερευνητική συζήτηση για τις θέσεις των διάφορων επαγγελματικών φορέων». Ηδη το υπουργείο Εργασίας προσανατολίζεται σε μέτρα υπέρ των νέων ελεύθερων επαγγελματιών και επιστημόνων για την πρώτη τριετία κατά το ανάλογο τουλάχιστον των αγροτών.
Στο πλαίσιο αυτό το υπουργείο Εργασίας εξετάζει τις εξής αλλαγές για τους νέους επιστήμονες και τους ελεύθερους επαγγελματίες:
1. Να προσδιοριστεί ένα όριο εισοδήματος έτσι ώστε οι ασφαλιστικές εισφορές που εκπίπτουν ως δαπάνη και οι φόροι να μην υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό επί του καθαρού εισοδήματος (55%-60% ανάλογα με το εισόδημα).
2. Να μειωθεί το ανώτατο όριο του ασφαλιστέου εισοδήματος που σύμφωνα με το σχέδιο της κυβέρνησης προσδιορίστηκε στο 10πλάσιο του κατώτατου νομοθετημένου μισθού των 586 ευρώ ή εναλλακτικά να υπάρξει χαμηλότερη αντιστοιχία ανά ύψος εισοδήματος, δηλαδή στο 4πλάσιο ή στο 6πλάσιο του κατώτατου μισθού.
3. Να ισχύσει για τους νέους επαγγελματίες ό,τι προτείνεται και για τους αγρότες. Δηλαδή τα πρώτα 3-5 χρόνια της επαγγελματικής τους δραστηριότητας να ισχύσει η χαμηλή ασφαλιστική εισφορά των 93,76 ευρώ για τον κλάδο της σύνταξης και των 32,85 ευρώ για τον κλάδο της υγειονομικής περίθαλψης.
Πάντως, οι εκπρόσωποι των φορέων που εκπροσωπούν τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους επιστήμονες, εκφράζουν την ανησυχία τους για την τελική έκβαση του θέματος, καθώς τα χρονικά περιθώρια για διεξοδικές διαπραγματεύσεις είναι ασφυκτικά εξαιτίας της έλευσης των τεχνικών κλιμακίων του κουαρτέτου.
Πάντως, το υπουργείο Εργασίας αναγνωρίζει ότι το σημερινό σύστημα προσδιορισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τις συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων είναι εξαιρετικά περιοριστικό και ανελαστικό, επειδή τα ασφάλιστρα καθορίζονται με μοναδικό κριτήριο τα έτη ασφάλισης, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα πραγματικά εισοδήματα ούτε και την εισφοροδοτική δυνατότητα των ασφαλισμένων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στον ΟΑΕΕ από τους 748.000 ασφαλισμένους περίπου οι μισοί, δηλαδή οι 370.000, δεν είναι συνεπείς με τις πληρωμές των ασφαλιστικών τους υποχρεώσεων, εξαιτίας των δραματικών επιπτώσεων της ύφεσης στις μμε.
Ασφυξία
Σε απόλυτη οικονομική ασφυξία οδηγούνται οι οικονομολόγοι – ελεύθεροι επαγγελματίες, με τον «φόρο» που επιχειρεί να επιβάλει η κυβέρνηση, μέσω της κατακόρυφης αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών.
Αυτό αναφέρει το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος σε σχετική ανακοίνωσή του και σημειώνει: «Μελετώντας περιπτώσεις από όλα τα εισοδηματικά κλιμάκια, είναι προφανές ότι -αν συνυπολογίσουμε τον φορολογικό συντελεστή επί των εσόδων, το τέλος επιτηδεύματος, την ετήσια εισφορά αλληλεγγύης και την προκαταβολή φόρου- το τελικό καθαρό ποσό που μένει είναι μόλις το 30%. Δηλαδή για κάθε 10 ευρώ που βγάζει ένας οικονομολόγος – ελεύθερος επαγγελματίας, πληρώνει τα 7 σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Αντίθετο αποτέλεσμα
Την αντίδραση και τη διαφωνία των ιδιοκτητών φορτηγών αυτοκινήτων με τις προτάσεις της κυβέρνησης για το ασφαλιστικό, οι οποίες -όπως υποστηρίζει- θα επιφέρουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά στα οποία αποσκοπούν, εκφράζει η Ομοσπονδία Φορτηγών Αυτοκινήτων Ελλάδος (ΟΦΑΕ).
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ΟΦΑΕ, η πρόταση για αύξηση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών θα φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα, αφού θα μειώσει τον καθαρό μισθό, θα αυξήσει το συνολικό κόστος εργασίας και ως αποτέλεσμα θα διογκώσει την ανεργία, χωρίς να καταφέρει να εξασφαλίσει τους στόχους των εσόδων από εισφορές. Επιπλέον, ο υπολογισμός του ανώτατου ορίου των εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών είναι εντελώς αυθαίρετος και η Ομοσπονδία προτείνει την ορθολογική κλιμάκωσή του από τον υπερβολικό δεκαπλασιασμό.
Τ. Γιαννίτσης: «Ορατός ο πόλεμος των γενεών»
Μη βιώσιμη χαρακτηρίζει την προστασία των υφιστάμενων συντάξεων από τις περικοπές ο πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι «ο πόλεμος των γενεών είναι ήδη ορατός».
Σε χθεσινή του παρέμβαση τονίζει πως το ασφαλιστικό, στο οποίο στα τελευταία 5 χρόνια έγιναν πάνω από δέκα μεταβολές, όλες στην κατεύθυνση της περικοπής συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, αναδεικνύεται ξανά ως μείζον πρόβλημα και μάλιστα με τη βεβαιότητα ότι θα ακολουθήσουν και πολλές ακόμα ανάλογες μεταβολές.
Ωστόσο, προσθέτει πως «πλέον, όσο στόχος είναι η αποτροπή κάθε νέας περικοπής, όσοι εργάζονται καλούνται να θυσιάσουν πολύ περισσότερα από όσα θυσίασαν οι παλαιότεροι, είτε μέσω μεγαλύτερων ασφαλιστικών εισφορών, είτε μέσω νέων φόρων, άλλων εισφορών ή τελών, είτε μέσω περικοπών δημοσίων δαπανών (για υγεία, εκπαίδευση κ.ά.), ενώ έχουν και το βάρος της αποπληρωμής στο μέλλον των δυσβάστακτων χρεών του παρελθόντος. Επιπλέον, στερούνται κάθε βεβαιότητας για το μέλλον των δικών τους συντάξεων. Η πραγματικότητα αυτή δεν είναι βιώσιμη».
Σημειώνει ότι ένας από τους βασικούς άξονες της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού είναι η ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά όπως παρατηρεί «ο στόχος της οικονομικής μεγέθυνσης αποκτά περιεχόμενο μόνο αν συνδυαστεί με πολιτικές που πράγματι μπορούν να τον υλοποιήσουν. Δεν έχει νόημα να λέει κανείς ότι θέλει μεγέθυνση, αλλά ταυτόχρονα να αρνείται να αλλάξει καταστάσεις που μπλοκάρουν τη μεγέθυνση, να αρνείται να επιλέξει πολιτικές που θα οδηγήσουν σε αυτήν, πόσο μάλλον να επιλέγει πολιτικές που την αντιστρατεύονται».