Ο αποκαλούμενος και «σφαγέας» της Θάσου, ο Θεόφιλος Σεχίδης πέθανε το πρωί της Τρίτης (12.02.2ο19) στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού. Ήταν 46 ετών.
Το καλοκαίρι του 1996 είχε δολοφονήσει πέντε μέλη της οικογένειάς του, κάποια από τα θύματά του τα είχε αποκεφαλίσει και κρατούσε τους εγκεφάλους τους στο ψυγείο του σπιτιού του.
Ο θάνατος του Θεόφιλου Σεχίδη αποδίδεται σε παθολογικά αίτια. Σύμφωνα με πληροφορίες, πέθανε την ώρα που τον έκαναν μπάνιο οι συγκρατούμενοί του, καθώς δεν μπορούσε να κάνει μόνος του αφού το τελευταίο διάστημα είχε πάρει πολλά κιλά και κάπνιζε πολύ.
Το έγκλημα της Θάσου
Ήταν 8 Αυγούστου του 1996 όταν όλη η χώρα έμεινε άφωνη από την αποκάλυψη του μακελειού στη Θάσο. Ο 24χρονος, τότε, φοιτητής Νομικής, Θεόφιλος Σεχίδης συνελήφθη κατηγορούμενος πως είχε σκοτώσει και τεμαχίσει πέντε της οικογένειάς του: το θείο του, τον πατέρα του, τη μητέρα του, την αδελφή του και τη γιαγιά του. Όπως είχε πει, όταν η αστυνομία κατάλαβε πως εκείνος ήταν ο δολοφόνος, η οικογένειά του συνωμοτούσε για να τον σκοτώσει.
Οι φόνοι έγιναν στις 19 και 20 Μαΐου του 1996. Μέχρι τη σύλληψή του, ο Θεόφιλος Σεχίδης κυκλοφορούσε στη Θάσο σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Το πρώτο θύμα ήταν ο 58χρονος θείος του, Βασίλης. Πρώτα τον έσπρωξε από τον γκρεμό, αφού είχε προηγηθεί λογομαχία. Στη συνέχεια, του έκοψε το κεφάλι «για να μην βασανίζεται άλλο» όπως είχε πει και τον έκρυψε σε θάμνους που βρίσκονταν στο σημείο. Σύμφωνα με τον τύπο της εποχής, έναν χρόνο νωρίτερα, ο Θεόφιλος Σεχίδης είχε στείλει δυο γράμματα στον θείο του. Σε αυτές μιλούσε για ένα επεισόδιο από το παρελθόν, κατηγορώντας τον πως είχε πέσει θύμα ξυλοδαρμού από εκείνον.
Αφού άλλαξε πουκάμισο και αγόρασε μια καραμπίνα, πήγε στο σπίτι της οικογένειάς του. Δεύτερο θύμα ήταν ο 55χρονος πατέρας του, Δημήτρης. Τον πυροβόλησε γιατί το θύμα κρατούσε μαχαίρι και ο Σεχίδης πίστεψε ότι ήθελε να τον σκοτώσει. Του έκοψε την καρωτίδα.
Τρίτο θύμα του δολοφονικού αμόκ του 24χρονου φοιτητή ήταν η μητέρα του, Μαρία, 48 ετών. Την αποκεφάλισε με δυο μαχαίρια (είπε πως κι εκείνη κρατούσε μαχαίρι) και στη συνέχεια σκότωσε την αδερφή του, με τον ίδιο τρόπο. Μετέφερε τα πτώματα σε άλλο δωμάτιο, καθάρισε το χώρο και έπεσε για ύπνο.
Στις 20 Μαΐου σκότωσε την γιαγιά του. Η δολοφονία έγινε όταν η 75χρονη γυναίκα πήγε στο σπίτι της οικογένειας. Κι εκείνη τη σκότωσε με δυο μαχαίρια και την αποκεφάλισε. Και για εκείνη ισχυρίστηκε πως σκοπός της ήταν να τον σκοτώσει.
Στις 21 Μαΐου, ο Θεόφιλος Σεχίδης τεμάχισε τα πτώματα με αλυσοπρίονα. Φέρεται να έχει πει ότι άκουγε Τσαϊκόφσκι όταν τεμάχιζε τα θύματά του. Εξαίρεση το πτώμα του θείου του. Τοποθέτησε τα κομμάτια σε σακούλες σκουπιδιών και τα πέταξε στην χωματερή της Καβάλας. Έκανε τρία δρομολόγια για να ολοκληρώσει το φρικιαστικό σχέδιό του να ξεφορτωθεί τα πτώματα.
Από τα θύματά του ο Θεόφιλος Σεχίδης αφαίρεσε τους εγκεφάλους τους και τους κράτησε στο ψυγείο «για μελέτη».
Ο Θεόφιλος Σεχίδης ήταν φοιτητής της Νομικής στην Κομοτηνή. Ο πατέρας του, Δημήτρης, είχε παρατηρήσει την περίεργη συμπεριφορά του γιου του. Στις αρχές του Μαΐου, ο πατέρας του του είχε ζητήσει να πάει στο σπίτι της οικογένειας της Θάσου. Ήθελε να τον πείσει να επισκεφτεί ψυχίατρο εξαιτίας προβλημάτων συμπεριφοράς. Στο νησί είχε καλέσει και τον αδερφό του (θείο του Θεόφιλου), Βασίλη, ο οποίος ζούσε στο Βέλγιο, προκειμένου να προσπαθήσει κι εκείνος να πείσει τον ανηψιό του να ζητήσει βοήθεια.
Πως αποκαλύφθηκε το μακελειό
Το κουβάρι για να αποκαλυφθεί το αδιανόητο έγκλημα ξεκίνησε όταν η Ελένη Σεχίδη, σύζυγος του πρώτου θύματος, κατήγγειλε στην αστυνομία του Βελγίου (όπου έμενε) την εξαφάνιση της οικογένειας Σεχίδη.
Η αστυνομία δεν μπόρεσε να βρει άκρη και εκείνη αποφάσισε να ταξιδέψει στη Θάσο για να βρει τον σύζυγό της, τον 58χρονο θείο του Θεόφιλου Σεχίδη. Είχε δηλώσει πως τηλεφωνούσε επανειλημμένα στο σπίτι της οικογένειας στη Θάσο αλλά το τηλέφωνο σήκωνε μόνο ο Θεόφιλος. Της έλεγε, είχε πει η γυναίκα σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, πως ο σύζυγός της είχε φύγει για την Ιταλία και η υπόλοιπη οικογένεια είχε πάει στη Γερμανία γιατί είχε αποφασίσει να μεταναστεύσει εκεί.
Ο 24χρονος, τότε, φοιτητής προσποιήθηκε ότι δεν ήξερε τίποτα. Και συμμετείχε στις έρευνες για να βρεθούν τα μέλη της οικογένειάς του!
Στις 8 Αυγούστου 1996, αστυνομικοί πήγαν στο διαμέρισμα του Σεχίδη στη Θεσσαλονίκη και τον συνέλαβαν. Ήταν απόλυτα ψύχραιμος. Λίγες ώρες αφού ξεκίνησε η ανάκρισή του, ο 24χρονος φοιτητής ομολόγησε το πενταπλό φονικό. «Ήθελαν να με σκοτώσουν αλλά πρόλαβα να τους σκοτώσω εγώ. Ήταν άρρωστοι» είχε πει.
Όταν τελικά ομολόγησε το πενταπλό έγκλημα, υποστήριξε ότι έκανε τους φόνους όντας σε άμυνα. Χαρακτήρισε τον εαυτό του θύμα οικογενειακής συνωμοσίας. Ισχυρίστηκε ότι του έκαναν ψυχολογικό πόλεμο γιατί ήξερε ότι ήταν παιδί άλλης μάνας.
Η ομολογία
«Λίγες ημέρες πριν γίνει το κακό, τρεις – τέσσερις ημέρες νομίζω, βρισκόμουν στην Κομοτηνή, όταν ξαφνικά, χωρίς να τους περιμένω, έρχονται ο πατέρας μου με τον θείο μου. Έρχονται δήθεν για να πάρουν το αυτοκίνητο του πατέρα μου που το είχα εγώ. Εγώ ξαφνιάστηκα. Είχα να δω τον θείο μου έναν, ενάμιση χρόνο. Μου είπαν πως μόλις φτάσουν στη Θάσο, την ίδια κιόλας ημέρα να τους πάρω τηλέφωνο να μιλήσουμε. Μου είπαν, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία, πως έπρεπε να πάω αμέσως στη Θάσο για να μιλήσουμε. Έτσι, την επόμενη, 18 Μαΐου, πήγα στη Θάσο, στον Λιμένα. Όταν ξημέρωσε, κάποια στιγμή ο θείος μου λέει ότι θέλει να πάμε μια βόλτα πάνω στο αρχαίο θέατρο. Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος δέκα μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι.
Γύρισα στο σπίτι. Ήμουν μόνος μου, σε λίγο όμως ήρθε και ο πατέρας μου. Είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα. Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα κι έπεσε νεκρός. Μετά, του έκοψα την καρωτίδα με ένα μαχαίρι. Το ίδιο έκανα στη μητέρα και την αδερφή μου. Κρατούσε και η μητέρα μου μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι και της έκοψα τον λαιμό. Με τον ίδιο τρόπο σκότωσα στη συνέχεια την αδελφή μου, Ερμιόνη».
Στις 20 Ιουνίου 1997, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Δράμας καταδίκασε τον Θεόφιλο Σεχίδη. Πέντε φορές ισόβια ήταν η ετυμηγορία. Από την πρώτη στιγμή μεταφέρθηκε στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, όπου το πρωί της 11ης Φεβρουαρίου 2019 άφησε την τελευταία του πνοή.
Το 2016 είχε καταθέσει αίτηση αποφυλάκισης αλλά δεν έγινε δεκτή από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο.
πηγή newsit