Έχασε τη μάχη για τη ζωή, σε ηλικία 62 ετών ο δημοσιογράφος και βετεράνος πολεμικός ανταποκριτής, Γιώργος Γεωργιάδης. Πάλεψε για πολλούς μήνες με τον καρκίνο, καταλήγοντας, σήμερα, τις πρώτες πρωινές ώρες.
Ο Γιώργος Γεωργιάδης γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1955. Ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία το 1981 και υπήρξε 30 χρόνια πολεμικός ανταποκριτής. Έκανε την πρώτη αποστολή του σε πόλεμο, το 1982, ως απεσταλμένος της Ελευθεροτυπίας στον Λίβανο.
Στη συνέχεια κάλυψε τα γεγονότα της Μέσης Ανατολής και κυρίως το Παλαιστινιακό, με αποστολές στον Λίβανο, την Βόρειο Αφρική, την Υεμένη και αλλού.
Από το 1987 μέχρι το 1989 εργάστηκε στην ΕΡΤ και το καλοκαίρι του 1989, με ομάδα συναδέλφων του, συμμετείχε στην δημιουργία τού MEGA. Την ίδια χρονιά μετακινήθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ. Κάλυψε την εξέγερση στη Ρουμανία, την πτώση του τείχους στο Βερολίνο, τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας, το Αλβανικό, τις αλλαγές στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στη συνέχεια τον πόλεμο της πρώην Γιουγκοσλαβίας, τον πόλεμο του Ιράκ, τον Εμφύλιο της Ρουάντα κ.ά.
Επίσης, κάλυψε πολλές φυσικές καταστροφές, όπως σεισμοί σε Πακιστάν, Ανατολία, Κωνσταντινούπολη, Ινδία, Τσουνάμι στη Σρι Λάνκα. Τα τελευταία χρόνια ταξίδευε στην υποσαχάρια Αφρική και ασχολήθηκε με το προσφυγικό.
Ήταν από τους πλέον γνωστούς ρεπόρτερ, δημοσιογράφους και ανταποκριτές της σύγχρονης ελληνικής τηλεόρασης και τα τελευταία χρόνια συνεργαζόταν με το περιφερειακό κανάλι Ionian TV, και στο site ΗΜΕΡΑ Ζακύνθου, προσφέροντας την πολύτιμη εμπειρία του, την πείρα και τις γνώσεις που απέκτησε τόσες δεκαετίες, σε έναν από τους δυσκολότερους δημοσιογραφικά, χώρους.
Το 2008, ο Γ. Γεωργιάδης δήλωνε σε συνέντευξη του στο “Έθνος”:
“Από τις δύο σημαντικές εμπειρίες που έζησα, τη μία την κατάλαβα, την άλλη όχι. Την πρώτη το 1993 βρισκόμουν στην ταράτσα του ξενοδοχείου «Αλ Ρασίντ» στη Βαγδάτη. Περίμενα μαζί με όλα τα διεθνή μέσα να κάνουμε ζωντανή μετάδοση, από μόνο μία κάμερα.
Την ώρα που άρχισε ο βομβαρδισμός έτυχε να ήμουν κι εγώ στον αέρα. Έπεσε ένας τόμαχοκ πάνω μας, τον οποίο έριξαν οι Αμερικανοί από τον ωκεανό. Χτύπησε στο ισόγειο του ξενοδοχείου. Την επόμενη μέρα είδαμε πόσο μεγάλη ήταν η έκρηξη και μάθαμε ότι σκοτώθηκαν άνθρωποι την ίδια ώρα που κάναμε ζωντανή μετάδοση σε 23 χώρες…
Τη δεύτερη φορά ήμουν στη Βοσνία και οδηγούσα κοντά στο αεροδρόμιο πηγαίνοντας στο Σεράγεβο. Από φόβο, ή δεν ξέρω για ποιον άλλο λόγο, οδηγούσα σκυμμένος, με το κεφάλι μου κοντά στο τιμόνι. Αυτό μου έσωσε και τη ζωή.
Ένας ελεύθερος σκοπευτής με πυροβόλησε, η σφαίρα πέρασε από την πίσω πόρτα, έσκισε τα ρούχα μου και καρφώθηκε στο χειρόφρενο. Εκεί συνειδητοποίησα τον κίνδυνο όταν κατάλαβα τι θα γινόταν αν καθόμουν λίγα εκατοστά πιο πίσω”.
“Δεν έχω την εντύπωση ότι είδα στη ζωή μου πολλά. Άλλωστε, πιστεύω ότι όσο περισσότερα βλέπεις, όσο περισσότερο ταξιδεύεις, τόσο καταλαβαίνεις ότι δεν είδες τίποτα. Γιατί η κάθε εικόνα, η κάθε στιγμή αλλάζει, ανάλογα με τη διάθεση ή τον φόβο σου. Αλλάζει από το φως ή το σκοτάδι. Από την απουσία ή τον ίλιγγο. Το κάθε τι μοιάζει διαφορετικό. Σκοπός είναι να γίνεις καλύτερος άνθρωπος κι αυτό μόνο μ’ έναν τρόπο το καταφέρνεις: Να είσαι δίπλα στους άλλους συνεχώς.
Να μπορείς να μιλήσεις αλλά να ξέρεις και ν’ ακούς. Να βλέπεις τον άλλον από ψηλά, μόνο όταν του δίνεις το χέρι για να σηκωθεί. Αυτή είναι η δουλειά μου!… Αυτή είναι η ζωή μου!… Το να μην ξέρεις πού θα βρεθείς αύριο και πότε θα επιστρέψεις, είναι σκληρό… Όμως και άλλα εκατό χρόνια να είχα μπροστά μου, το ίδιο θα έκανα! Ζώντας το άγριο ένστικτο εκείνου που επιτίθεται, σε κάνει να γαληνεύεις όταν βρεθείς κοντά στον ανίσχυρο. Το να βλέπεις ανθρώπους να σκοτώνονται, σε κάνει ν’ αγαπάς τους ανθρώπους.
Το να διαχειρίζεσαι μία είδηση κάτω από συνθήκες ζωής και θανάτου, σε κάνει πιο υπεύθυνο”.
Με αυτό τον τρόπο είχε ολοκληρώσει μια από τις τελευταίες του παρουσιάσεις στο Κέντρο Λόγου “Αληθώς” της Ενορίας Μπανάτου στη Ζάκυνθο, όπου είχε τιμηθεί για τη συνολική του προσφορά.