Τι είπε στην απολογία του ο 43χρονος που στις 6 Ιουλίου του 2022 ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου τη μητέρα του μέσα στο σπίτι της.
«Είμαι 100 χρόνια μέσα, είμαστε στο 2123» – είπε στην απολογία του ο 43χρονος Ηρακλειώτης που στις 6 Ιουλίου του 2022 ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου τη μητέρα του, μέσα στο σπίτι της γυναίκας στο Ηράκλειο.
Ο 43χρονος δικάζεται σήμερα από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ηρακλείου και αφού απολογήθηκε, η Εισαγγελέας έδρας Γεωργία Γουρνιεζάκη, πρότεινε να κηρυχθεί ένοχος για την ανθρωποκτονία υπό συνθήκες μειωμένου καταλογισμού.
Η εισαγγελέας θεωρεί ότι ο κατηγορούμενος είχε επίγνωση του άδικου της πράξης του κατά τη στιγμή τέλεσης του εγκλήματος, όμως αναγνωρίζοντας το ψυχιατρικό πρόβλημα από το οποίο πάσχει, πρότεινε να του αναγνωριστεί ο μειωμένος καταλογισμός.
Ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος θυμάται πρόσωπα και καταστάσεις, ενώ η Εισαγγελέας επικαλέστηκε όσα είπε ο 43χρονος, όταν χτύπησαν το κουδούνι της πόρτας αστυνομικοί και διαχειριστής: «Μου επιτέθηκε η μητέρα μου, ήμουν σε άμυνα» είπε – μια φράση που υποδηλώνει ότι ο κατηγορούμενος είχε επίγνωση του κακού που συνέβη.
Η εισαγγελέας έκανε λόγο για μια φοβερά επιθετική πράξη σε βάρος της μητέρας δεδομένου ότι, με βάση την ιατροδικαστική έκθεση και τις μαρτυρίες των αστυνομικών το κεφάλι της ηλικιωμένης είχε διαλυθεί από τα χτυπήματα, ενώ ο ίδιος, όταν άνοιξε την πόρτα, ήταν «βουτηγμένος» στο αίμα.
Η απαγωγή της συζύγου
Όπως αναφέρει το cretalive.gr, ο 43χρονος ισχυρίστηκε ότι «όλα ξεκίνησαν» όταν απήγαγαν τη σύζυγό του και στη θέση της έστειλαν μία σωσία της, η οποία προσπαθούσε με τον τρόπο της να τον εξοντώσει: σωματικά και ψυχικά.
Όπως είπε, εκείνη δεν έκανε τίποτα στο σπίτι και του έριχνε στο φαγητό παραισθησιογόνα για να κοιμάται. Μάλιστα ανέφερε ότι μια μέρα ενώ βρισκόταν στο σπίτι, άκουσε μια γυναίκα να καλεί σε βοήθεια. Βγήκε έξω αλλά δεν είδε κάποια, εξέφρασε όμως την πεποίθηση ότι οι φωνές ήταν της πραγματικής του γυναίκας που είχε απαχθεί και η οποία είχε καταφέρει να διαφύγει.
Αναφερόμενος στην επίμαχη ημέρα, ο 43χρονος περιέγραψε ότι είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, καθώς όπως είπε, δεν του έλεγαν την πραγματική ώρα, ημερομηνία, έτος. Επίσης εξαιτίας των χαπιών δεν μπορούσε να ξυπνήσει και δεν ήταν συνεπής στη δουλειά του, κι έτσι η μητέρα του χρειαζόταν να τον παίρνει τηλέφωνο πολλές φορές την ημέρα για να τον ξυπνάει, κι ως εκ τούτου οι σχέσεις τους είχαν διαταραχθεί.
«Τη χτύπησα, παλέψαμε και πήγα για ύπνο»
Την ημέρα εκείνη ο άνδρας πήρε τα πράγματά του για να πάει στη μητέρα του. Υποπτεύθηκε ότι υπήρχε η πρόθεση να τον οδηγήσουν σε κάποιο ίδρυμα προς εγκλεισμό και τότε «απασφάλισε». Λογόφερε με τη μητέρα του και ακολούθως τη χτύπησε, με τον ίδιο πάντως να ισχυρίζεται ότι δεν τη χτύπησε πολύ, ούτε με ξύλο όπως έχει αναφερθεί. Είπε πως μάτωσε η μύτη και τα χείλη της, ενώ αφού πάλεψαν αρκετά και είχαν πέσει στο πάτωμα, εκείνος, κουρασμένος, πήγε να κοιμηθεί αφήνοντας τη μητέρα του ανάσκελα στο πάτωμα, αλλά ζωντανή.
Ήταν το κουδούνι που χτυπούσαν αστυνομικοί που τον ξύπνησε, ενώ σε προφανή σύγχυση, ο 43χρονος είπε ότι δεν είχε καλέσει εκείνος την αστυνομία, αλλά «προφανώς» η μητέρα του σηκώθηκε και τηλεφώνησε. Ο 43χρονος κατέληξε ότι η μητέρα του είναι ζωντανή και μάλλον βρίσκεται «έξω» με την πραγματική του γυναίκα που την είχαν απαγάγει και ότι και οι δύο θέλουν να τον δουν.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το «παρών» στο Δικαστήριο δίνουν συνάδελφοί του 43χρονου που τον στηρίζουν, με την έννοια ότι αναφέρουν πως πριν τη μοιραία ημέρα, δεν είχε δείξει ποτέ σημάδια βίαιης ή περίεργης συμπεριφοράς, ήταν πάντα συνεργάσιμος και ήρεμος.
Όσο για την υπερασπιστική γραμμή, έγκειται στο ότι ο 43χρονος έχει το ακαταλόγιστο και ότι δεν είχε επίγνωση του άδικου της πράξης του.
in.gr