Καθηγητής πανεπιστημίου ήταν επιτηρητής και εξεταστής μαθήματος σε κατατακτήριες εξετάσεις στις οποίες συμμετείχε η σύζυγός του και μάλιστα βαθμολόγησε το γραπτό της, με συνέπεια να του επιβληθεί από τον πρύτανη του πανεπιστημίου πειθαρχική ποινή. Εκείνος όμως είχε αντίθετη άποψη πιστεύοντας ότι έπραξε σωστά και ηθικά. Ετσι προσέφυγε στη Δικαιοσύνη ζητώντας να ακυρωθεί η ποινή του.
Σε κατατακτήριες εξετάσεις που έγιναν σε Πανεπιστήμιο της Αττικής (δηλαδή εισαγωγικές εξετάσεις σε Σχολή ΑΕΙ αποφοίτων άλλων πανεπιστημιακών σχολών) προέκυψαν σοβαρές υπόνοιες διαρροής θεμάτων και αντιγραφές. Ετσι, ο πρύτανης έδωσε εντολή διενέργειας Ενορκης Διοικητικής Εξέτασης (ΕΔΕ).
Κατά τη διενέργεια της ΕΔΕ, ο επίκουρος καθηγητής κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις και κατέθεσε ότι «ήταν απλά εξεταστής σε ένα μάθημα και επιτηρητής σε άλλα δύο μαθήματα». Επίσης, ανέφερε ότι «φρόντισε τόσο ως επιτηρητής όσο και ως εξεταστής να είναι πολύ τυπικός και αυστηρός».
Σε σχετική ερώτηση αν μεταξύ των υποψηφίων ήταν η σύζυγός του, εκείνος απάντησε ότι όταν από τη συνέλευση του πανεπιστημίου τού ανατέθηκαν τα καθήκοντα εξεταστή, δεν ενημέρωσε ότι «θα λάμβανε μέρος στις κατατακτήριες εξετάσεις η σύζυγός του ως υποψήφια, γιατί δεν γνώριζε μέχρι τότε ότι εκείνη επρόκειτο να καταθέσει αίτηση συμμετοχής στις κατατακτήριες εξετάσεις», αλλά ούτε και μεταγενέστερα ενημέρωσε για το θέμα της συζύγου του. Οπως χαρακτηριστικά τόνισε, «ούτε καν το σκέφτηκε» να αναφέρει για τη συμμετοχή της γυναίκας του στις εξετάσεις, «απλά θεώρησε ότι πρέπει να είναι πολύ αυστηρός και τυπικός στις εξετάσεις».
Πρόσθεσε ακόμη ότι τρία μέλη της επιτροπής των εξετάσεων «γνώριζαν τη σύζυγό του, γιατί ήταν παλιά τους φοιτήτρια», ενώ επισήμανε ότι «δεν γνώριζε ποιο ήταν το γραπτό της συζύγου του».
Απόλυτη άρνηση
Από την πλευρά της, η σύζυγος του καθηγητή, στο πλαίσιο της ΕΔΕ, κλήθηκε τρεις φορές να καταθέσει, αλλά δεν προσήλθε.
Το διά ταύτα της ΕΔΕ ήταν ότι ο επίμαχος καθηγητής, αν και γνώριζε ότι «η σύζυγός του κατέθεσε αίτηση για να εξεταστεί στις κατατακτήριες εξετάσεις την επομένη της συνέλευσης στην οποία ορίστηκε εξεταστής για τις κατατακτήριες εξετάσεις, δεν ενημέρωσε κανένα αρμόδιο όργανο του Πανεπιστημίου», αλλά ούτε και οι άλλοι τρεις καθηγητές ανέφεραν ποτέ τίποτα για τη συμμετοχή της γυναίκας του στις εξετάσεις στις οποίες εκείνος ήταν επιτηρητής και βαθμολογητής των γραπτών.
Σε άλλο σημείο της ΕΔΕ υπογραμμίζεται ότι ο καθηγητής «ήταν εξεταστής στις κατατακτήριες εξετάσεις στις οποίες συμμετείχε η σύζυγός του ως υποψήφια εξεταζόμενη και δεν προχώρησε σε αίτημα εξαίρεσης», με συνέπεια να έχει διαπράξει το πειθαρχικό παράπτωμα «ή της αμέλειας ή της ατελούς εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος».
Ο εγκαλούμενος καθηγητής στο απολογητικό υπόμνημά του αρνήθηκε με πάθος τη βασιμότητα όλων των κατηγοριών που του αποδόθηκαν υποστηρίζοντας: «Καλούμαι να απολογηθώ αν και εφόσον κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας με δική μου υπαιτιότητα δεν ζήτησα την εξαίρεσή μου, όταν ενεργώντας ως β’ βαθμολογητής μεταξύ των 14 άλλων γραπτών που διόρθωσα βαθμολόγησα και αυτό της συζύγου μου».
Ωστόσο, σε άλλο σημείο υπογραμμίζει: «Κατηγορηματικά δηλώνω ότι σε καμία περίπτωση δεν ενήργησα με τρόπο πειθαρχικά αποδοκιμαστέο, καθότι σε καμία περίπτωση δεν ήμουν σε θέση να γνωρίζω και δεν γνώριζα ποιο από τα συνολικά 14 γραπτά που βαθμολόγησα ήταν της συζύγου μου.
Σε καμία περίπτωση δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω σε ποιον ανήκει το εκάστοτε γραπτό που βαθμολογώ, καθότι οι ενδείξεις με τα ατομικά στοιχεία των υποψηφίων ήταν καλυμμένες και παρέλαβα τα γραπτά δοκίμια από τον πρώτο βαθμολογητή με καλυμμένους τους βαθμούς. Αλλά ακόμη και στην ακραία εκείνη περίπτωση που μερολήπτησα υπέρ της συζύγου μου, δεν στοιχειοθετείται σε καμία περίπτωση δόλος».
Και συνεχίζει ο πανεπιστημιακός διδάσκαλος: «Για να θεμελιώνεται η κατηγορία που μου προσάπτεται θα έπρεπε εγώ ατομικά να έχω ωφεληθεί από τη θετική έκβαση της διόρθωσης του συγκεκριμένου γραπτού, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν ισχύει».
Ωστόσο, οι ισχυρισμοί του «θεωρήθηκαν ανεπαρκείς».
Σε απολογία
Στη συνέχεια ο καθηγητής κλήθηκε από τον πρύτανη σε απολογία για το πειθαρχικό παράπτωμα «της παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας», γιατί «υπό την ιδιότητα του εξεταστή στις κατατακτήριες εξετάσεις στις οποίες συμμετείχε η σύζυγός του ως υποψήφια εξεταζόμενη δεν προχώρησε σε αίτηση εξαιρέσεώς του, κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας». Τελικά, του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή-χάδι του προστίμου ενός μηνιαίου μισθού για άλλο όμως παράπτωμα, αυτό «της αμέλειας και ατελούς εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος».
Η ΕΔΕ έκλεισε το θέμα της εκτεταμένης αντιγραφής, καθώς δεν αποδείχθηκε. Μετά από όλα αυτά, ο καθηγητής προσέφυγε στη Διοικητική Δικαιοσύνη επιδιώκοντας να ακυρωθεί η σε βάρος του μικρή πειθαρχική ποινή. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς του περί παραβίασης της αρχής της προηγούμενης ακρόασης, της πλημμέλειας, της στέρησης ειδικής, επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της ΕΔΕ κ.λπ. Παράλληλα, υποστήριξε ότι βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών αφενός κλήθηκε σε απολογία για το πειθαρχικό παράπτωμα της αρχής της αμεροληψίας και του κωλύματος και αφετέρου τιμωρήθηκε για άλλο πειθαρχικό παράπτωμα, αυτό της αμέλειας και της ατελούς εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την απόλυτη ακυρότητα της πειθαρχικής απόφασης.
Οι διοικητικοί εφέτες έκαναν δεκτό τον τελευταίο αυτό λόγο που προέβαλε και ανέπεμψαν την υπόθεση στο Πανεπιστήμιο για νέα νόμιμη κρίση.
protothema.gr