Γιαγιάδες. Αυτές, οι ανεκτίμητης αξίας μάνες, που κάποτε μας έλεγαν παραμύθια. Που άνοιγαν την αγκαλιά τους όταν μας μάλωνε η μαμά. Που μας βοήθησαν στα πρώτα βήματα, που μας συμβούλεψαν, που ήθελαν δεν ήθελαν έτρεξαν ξωπίσω μας… Σε αυτές τις μάνες που σήμερα έχουν πια ρόζους στα χέρια, ρυτίδες βαθιές, πονάνε τα πόδια τους, μα ακόμα το βλέμμα τους είναι το ίδιο. Γεμάτο γλυκύτητα και αγάπη. Και σε κοιτάζουν με έναν τρόπο που κλείνει μέσα του χιλιάδες αναμνήσεις…
Παππούδες. Πόση ασφάλεια ένιωθες όταν σε κρατούσε από το χέρι; Πόσους φόβους ξόρκιζε όταν σε έκλεινε στην αγκαλιά του; Πόσες καραμέλες έκρυβε στις τσέπες σου, πόσες ιστορίες σου διηγήθηκε, πόσα πράγματα σου έμαθε; Τόσα που έγινε κομμάτι της ιστορίας σου και ρίζωσε στην καρδιά σου η μορφή του, με το χαρακωμένο πρόσωπο και τους ρόζους στα δυο του χέρια….
Παγκόσμια ημέρα ηλικιωμένων
1η Οκτωβρίου και με τη σειρά μας, την μνημονεύουμε ως ένδειξη τιμής, στους ηλικιωμένους μας, με την ευχή να έχουν πάντα δίπλα τους, ανθρώπους που τους νοιάζονται και ανταποδίδουν τη φροντίδα και την αγάπη που κάποτε απλόχερα χάρισαν…
Παππούδες και γιαγιάδες…που “φιλοξενήθηκαν” στο Lamianow
Μια γιαγιά φορτωμένη σχεδόν έναν αιώνα στην πλάτη της και μια στοίβα πουρνάρια. Με το μαντήλι στο κεφάλι, τη ρόμπα, την ποδιά και το μπαστούνι της. Όπως όλες εκείνες οι παλιές γιαγιάδες. Σιωπηλή και αδιαμαρτύρητη τραβάει το δρόμο, σκυφτή από το βάρος του φορτίου.
Πίσω της ο παππούς. Κουβαλάει το ίδιο φορτίο. Αγκομαχούν και οι δυο αλλά δεν λυγίζουν. Άλλωστε έχουν ζήσει τόσα στη ζωή τους και αν τα χέρια τους είναι πια γέρικα, οι ψυχές τους παραμένουν παλικάρια…
Η μαυροντημένη γιαγιά Μαρία- Πουλάει χόρτα για να βρει παρηγοριά…
Οδός Καποδιστρίου. Μπροστά στην τράπεζα και τους βιαστικούς ανθρώπους που τρέχουν να προλάβουν τις δουλειές τους, μια γιαγιά καθισμένη για ώρες στο σκαμνάκι της. Μαυροντυμένη. Με ένα πρόσωπο χαρακωμένο από τις ρυτίδες. Δείχνει μεγαλύτερη από την ηλικία της. Είναι 75 χρονών. Είναι η γιαγιά Μαρία που στήνει σχεδόν κάθε μέρα τον “πάγκο” με τη λιγοστή πραμάτεια της. Μερικά ματσάκια χαμομήλι, μια βρασιά άγρια χόρτα, τρεις χεριές μπιζέλια, δυο μαρουλάκια και μια μικρή σακούλα φρεσκοτριμένη ρίγανη. Αυτό όλο και όλο το εμπόρευμα….
Είναι οι μέρες που οι γιαγιάδες με τα τερλίκια είχαν μπει στο στόχαστρο των αρχών για … φοροδιαφυγή. Στην ερώτηση “βρε γιαγιά δεν φοβάσαι μην σε πιάσει η αστυνομία;” η απάντηση είναι αποστομωτική. “Τι να φοβηθώ πια κορίτσι μου; Έχω χάσει παιδιά και εγγόνια, πουλάω χόρτα γιατί δεν με χωράει το σπίτι. Όπου κοιτάξεις φωτογραφίες, από ότι είχα και δεν είχα και έχασα για πάντα…”
Η γιαγιά Μαρία γυρίζει το χρόνο πίσω. Θυμάται τον πρώτο της γιο. Μόλις 16 χρονών τότε. Ένας λεβέντης με θέληση για ζωή, με όνειρα. Όνειρα που κόπηκαν βίαια όταν το παιδί καταπλακώθηκε από τρακτέρ στις Βαρδάτες.
“Ράγισε η καρδιά μου. Ξέρεις τι είναι για μια μάνα να θάβει το παιδί της; Ποτέ να μην το μάθεις”. Τα χρόνια περνούν. Η καρδιά της γιαγιάς Μαρίας όχι μόνο δεν ξανακολά αλλά σπάει σε χίλια κομμάτια όταν ο βίαιος θάνατος της ξαναχτυπά την πόρτα. Παραμονή της πρωτομαγιάς του 1999. Στα Καμένα Βούρλα η τροχαία σταματά για έλεγχο ένα βυτιοφόρο που μεταφέρει προπάνιο. Οι άνδρες της τροχαίας δεν φαντάζονται τι πρόκειται να ακολουθήσει. Στα επόμενα λεπτά, ένα βανάκι πέφτει πάνω στο βυτιοφόρο. Παίρνει φωτιά. Ακολουθεί έκρηξη. Σαν να σκάει βόμβα. Πέντε νεκροί. Ο ένας είναι ο γιος της γιαγιάς Μαρίας. Ο Κώστας. Επάγγελμα οδηγός. Ετών 42. Αφήνει πίσω του ένα αγοράκι μόλις εννέα ετών. Τον Γιώργο.
“Έλιωσαν τα πάντα. Δεν βρήκαμε τίποτα” λέει η γιαγιά Μαρία. Και η τραγωδία δεν έχει τέλος…
Της ξαναχτυπά την πόρτα το Δεκέμβρη του 2017, όταν ο γιος του Κώστα, ο Γιώργος, 27 χρονών πλέον, στρατιωτικός, κάνει βόλτα με την καινούρια του μηχανή. Λίγο έξω από τη Λαμία, ο οδηγός ενός ΙΧ επιχειρεί αναστροφή. Ο Γιώργος δεν προλαβαίνει να αντιδράσει. “Καρφώνεται” με τη μηχανή του στο αυτοκίνητο και εκεί κόβεται το νήμα της ζωής τους. Η γιαγιά Μαρία, δεν αντέχει άλλο. Λίγες μέρες μετά την κηδεία του εγγονού της, πηγαίνει να του ανάψει το καντήλι και εκεί πάνω στο μνήμα του, τη βρίσκουν μισοπεθαμένη. Έχει πιει φυτοφάρμακο για να δώσει τέλος στη ζωή της. Και στο μαρτύριο…
Οι γιατροί την κρατάνε στη ζωή. Μα η ζωή παραμένει σκληρή μαζί της. Χάνει μια εγγονή και πάλι σε τροχαίο και αργότερα ακόμα μια εγγονή και τον άντρα της κόρης της.
Η γιαγιά από το Ζηλευτό “εγκλωβισμένη” από τις πλημμύρες
Δεν γνωρίζουμε το όνομα της. Ξέρουμε όμως την αγωνία που πέρασε στο πέρασμα του Ιανού, όταν ο δρόμος έξω από το σπίτι της έγινε ποτάμι. Εγκλωβισμένη μέσα στο ίδιο της το σπίτι, βγήκε διστακτικά με το μπαστουνάκι της και τον σκυλάκο της στον φράχτη να δουν τι απέμεινε. Γύρω τους δρόμοι και σπίτια πλημμυρισμένα, λίμνες από νερά, σοδειές θαμμένες στη λάσπη, παντού καταστροφές….
Καστανιά Αγράφων, η μάχη του κυρ Λάμπρου με τις λάσπες
Ο κυρ Λάμπρος έμελλε να ζήσει μια από τις πιο μεγάλες καταστροφές που γνώρισε σε περίοδο ειρήνης μάλιστα, ο τόπος του. Τέτοια συμφορά ούτε ο ίδιος αλλά και κανένας άλλος δεν φαντάζομαι ότι έχουν ζήσει αλλά η πείρα της ζωής που μας έχει καταθέσει πολλές φορές ο ίδιος, μας επιτρέπει να βλέπουμε από μια χαραμάδα την ελπίδα ότι με την δύναμη που έχουν ο καθένας ξεχωριστά κι όλοι μαζί κατόπιν, να ξαναφτιάξουν πάλι τον τόπο τους πιθανόν και καλύτερο απ’ ότι ήταν.
Το “συμβούλιο” των γιαγιάδων
Οδός Τυμφρηστού. Το τραπεζάκι στη μέση καλοστρωμένο και τρεις γιαγιάδες. Μαυροντυμένες, με ολόλευκα μαλλιά. Με πρόσωπα χαρακωμένα από τα χρόνια, μα δεν φαίνεται να τις νοιάζει. Είναι εκείνες οι «παλιές» γυναίκες. Οι γιαγιάδες μας. Που δεν έκαναν ταξίδια μακρινά. Μη σου πω ούτε κοντινά. Δεν ονειρεύονταν Παρίσια και διακοπές, δεν ήξεραν τι είναι το μανικούρ, το πεντικούρ, το ντεκαπάζ. Δεν έβγαιναν για καφέ. Κανένα γλέντι που και που και οικογενειακές συγκεντρώσεις ήταν η «κοσμική» τους ζωή. Ένα καλό φόρεμα είχαν για τις γιορτές και για τις καθημερινές, ποδιές. Πολλές ποδιές. Η κουζίνα τους δεν σταματούσε. Και τα χέρια τους ακούραστα. Με το τίποτα έφτιαχναν τα πάντα για να ταϊσουν την οικογένεια, να φιλέψουν τους γειτόνους και όποιον έφτανε στην πόρτα τους.
Δούλεψαν αγόγγυστα σε δύσκολες εποχές, χωρίς ανέσεις για να μεγαλώσουν παιδιά και εγγόνια. Τα προίκισαν με αγάπη και εργόχειρα. Πόντο πόντο, κλωστή με κλωστή στόλισαν έπιπλα, τηλεοράσεις, μέχρι και το πλυντήριο. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι μας «προίκισαν» με μαθήματα ζωής.
Η ευτυχία, κρύβεται σε απλά πράγματα. Στη μυρωδιά του βασιλικού, στη ρίζα της κληματαριάς, στη βανίλια-υποβρύχιο, στην ποδιά της γιαγιάς, στο ρυτιδιασμένο της πρόσωπο, στην γεμάτη καρδιά, στην ανοιχτή αγκαλιά…
Η αυλή με τα 14 εγγόνια, 37 δισέγγονα, 4 τρισέγγονα!
Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος. Τέλη της σκληρής δεκαετίας του 1940, η νεαρή τότε Ευαγγελία Ζιάκα γνωρίζει τον έρωτα της ζωής της, στο πρόσωπο του κοντοχωριανού της Θύμιου Στεργιόπουλου. Δύσκολα χρόνια, πέτρινα, μα τα όνειρα βρίσκουν χώρο να ανθίσουν. Οι συγγενείς δεν βλέπουν με καλό μάτι το ενδεχόμενο του γάμου. Οι αντιρρήσεις πολλές. Μα σα θέλει η νύφη και ο γαμπρός…
- Ο Θύμιος κλέβει τη Βαγγελιώ. Ο γάμος γίνεται σε ένα σπίτι στη Λαμία. Και αφού μπαίνει το στεφάνι, το ζευγάρι επιστρέφει στο χωριό για να χτίσει τη δική του οικογένεια. Στο Αργυροχώρι της Υπάτης…
Δύσκολα χρόνια. Σκληρή η ζωή. Ξύπνημα τα χαράματα. Δουλειά στα χωράφια. Καπνά για τον έμπορο, σιτάρι για το ψωμί, μποστάνι για το καθημερινό φαγητό, λίγες κότες για τα αυγά. Νύχτα ξεκινούσαν ο παππούς με τη γιαγιά για το χωράφι. Κι ύστερα γύριζαν και έπρεπε να φέρουν βόλτα όλες τις υπόλοιπες δουλειές. Η γιαγιά να μαγειρέψει, να μαζέψει το σπίτι, να σκουπίσει την αυλή, να περιποιηθεί τα λουλούδια της, να ράψει, να μπαλώσει. Και σιγά σιγά, η οικογένεια μεγαλώνει. Η Άννα πρώτα κι ύστερα η Μαρία, η Βάσω, η Χρυσούλα, η Αθηνά. «Πως θα παντρέψεις πέντε κορίτσια;» Έλεγαν και ξαναέλεγαν οι συγχωριανοί.
Μα όλα με έναν τρόπο βρήκαν το δρόμο τους. Ο Λάζαρος, ποντιακής καταγωγής ήταν ο ο πρώτος γαμπρός στην οικογένεια. Κατέφτασε από την πρωτεύουσα ένα βράδυ, είδε την Άννα, τα συμφώνησε με τον παππού και η πρωτότοκη έφυγε για την Αθήνα. Πρώτη φορά ο παππούς Θύμιος στην Αθήνα, στα συμπεθέρια για τα αρραβωνιάσματα. Άλλοι άνθρωποι, άλλες συνήθειες, άλλα φαγητά. Άντε να πείσεις τώρα τον Ρουμελιώτη το Θύμιο να φάει ντολμά με μαύρο λάχανο… Ωρες τον στραβοκοίταζε. Τελικά όχι και μόνο έφαγε αλλά τον συνήθισε κι όλας. Κι ο Λάζαρος έφερε και άλλον πόντιο γαμπρό, κι ο άλλος άλλον…Και έφυγαν και η Βάσω με την Αθηνά για την πρωτεύουσα, παντρεύτηκε η Μαρία στην Υπάτη και η Χρυσούλα στη Λαμία και πήγε να μείνει σε ένα σπίτι ψηλά στην πόλη. Και έτυχε να είναι το σπίτι εκείνο, που πριν χρόνια είχε γίνει ο γάμος του παππού και της γιαγιάς. Μοιραίο…
Και έκαναν παιδιά και τα παιδιά άλλα παιδιά. Και εκείνη η αυλή, η πάντα γεμάτη, έφτασε σήμερα να μετράει 14 εγγόνια, 14 νύφες και γαμπρούς, 37 δισέγγονα και 4 τρισέγγονα. Όλα μιας γιαγιάς. Μιας γιαγιάς που όπως λέει και η Ελπίδα, όλα από τα χεράκια της φαντάζουν αγιασμός και μύρο…
Χρόνια πολλά παππούδες και γιαγιάδες
Ευχαριστούμε για όλη αυτή τη γλυκιά κληρονομιά που ζει πάντα, ήσυχα, βαθιά στις καρδιές μας.