«Είχαμε ένα ψυγείο Πίτσος χρόοοονια!». Πόσοι και πόσοι Ελληνες δεν έχουν πει αυτή τη φράση;
Ε, λοιπόν από τα ίδια ανθεκτικά υλικά που ήταν κατασκευασμένες οι λευκές συσκευές του, είναι φτιαγμένος και ο Απόστολος Πίτσος. Αρχοντικός, με μυαλό που δουλεύει σαν καλολαδωμένο μηχάνημα στα 103 του, καθόταν απέναντί μου στον καναπέ του σπιτιού του στο Παλαιό Ψυχικό.
Περιποιημένος, με ωραίο κόμπο στη γραβάτα και το πίσω μέρος της μέσα από το παντελόνι, όπως ακριβώς έκανε και ο πατέρας μου, μου είπε με καμάρι ότι έχει κάνει και τις δύο δόσεις των εμβολίων.
«Ξέρετε, όταν έφτασα στο εμβολιαστικό κέντρο με το καροτσάκι, διότι δυσκολεύομαι λίγο να περπατήσω, μου πήραν τα στοιχεία. Μόλις το νοσηλευτικό προσωπικό άκουσε το επίθετό μου, μου είπαν με χαρά: “Α, εσείς είστε;”. Δεν ξέρετε πόσο χάρηκα. Είναι κάτι που με κάνει ακόμα πολύ υπερήφανο και το απολαμβάνω».
Λογικό. Το «Πίτσος» ήταν συνώνυμο των ηλεκτρικών συσκευών στην πατρίδα μας. Από τον Εβρο μέχρι την Κρήτη και από την Ηπειρο ώς τη Μυτιλήνη, δεν υπήρχε οικογένεια που να μην είχε προικιστεί με ψυγεία, φούρνους, πλυντήρια, κουζίνες έως και τηλεοράσεις (που κυκλοφορούσαν όμως με την επωνυμία άλλων εταιρειών, όπως η Zanussi).
«Χρυσή» εποχή
Ηταν η εταιρεία που έφερε τη νέα τεχνολογία στα νοικοκυριά, σε μια εποχή όπου η Ελλάδα γνώρισε τον εξηλεκτρισμό και ύστερα την τεράστια οικονομική ανάπτυξη.
Επρόκειτο για την περίοδο κατά την οποία ακόμα και οι μη προνομιούχοι μπόρεσαν να αγοράσουν για το σπιτικό τους τα αγαθά της προόδου, που τους έλυσαν τα χέρια στην καθημερινότητά τους. Η επιχείρηση εδραίωσε στους καταναλωτές αυτό που έλεγε και η διαφήμισή της: «Πίτσος. Εμπιστοσύνη». Τα προϊόντα της διαρκούσαν για μια ζωή και συχνά μια γενιά τα κληρονομούσε από μια άλλη, διότι ακόμα το κόστος αγοράς ήταν ακριβό και τα παλιά δούλευαν ρολόι.
Την ιστορία αυτής της πασίγνωστης φίρμας που ιδρύθηκε από τον αδελφό του παππού του, το 1865, αποτυπώνει σε ένα βιβλίο προσωπικών αναμνήσεων ο Απόστολος Πίτσος και αυτό ήταν και η αφορμή για να συναντηθούμε.
Με φωνή σταθερή και βλέμμα όλο ζωντάνια, άρχισε την αφήγηση, ενθυμούμενος απίστευτες λεπτομέρειες με πολλή διαύγεια.
Το ξεκίνημα
«Ο Νικόλαος Πίτσος ξεκίνησε μ’ ένα εργαστήριο τότε που έφτιαχνε φανάρια για τα τρόφιμα, καμινέτα, μπρίκια στο Μοναστηράκι. Δεν είχε παιδιά και έτσι έμαθε στα τρία πολύ εργατικά ανίψια του –εις εκ των οποίων και ο πατέρας μου– τη δουλειά. Επεκτάθηκαν με νέα έδρα την οδό Περικλέους στην Αθήνα. Αργότερα έκαναν ακόμα ένα πιο τολμηρό βήμα με τη δημιουργία του πρώτου εργοστασίου στους Αμπελόκηπους, που ήταν τότε στα όρια της πόλης των Αθηνών προς την εξοχή. Εγώ εκεί γεννήθηκα, μεγάλωσα και φοίτησα στη Γερμανική Σχολή, από την οποία πήρα και πολλά βραβεία. Λίγο αργότερα, με έβαλαν να πάω στο Πρακτικό Λύκειο για να εισαχθώ στο Πολυτεχνείο. Τότε όμως ο πατέρας μου έπαθε ένα ατύχημα σε μια πρέσα, που του έβλαψε την όραση.
»Μας είπαν ότι ο καλύτερος γιατρός ήταν στη Βιέννη. Μαθητής εγώ, ταξιδέψαμε μαζί για να του μεταφράζω τα γερμανικά. Ο ειδικός δεν μας άφησε ελπίδες. Στην επιστροφή στο τρένο, είδα τον πατέρα μου να κλαίει και μέσα μου πήρα την απόφαση ότι παρότι ήμουν ανήλικος θα έκανα τα πάντα να τον βοηθήσω.
»Με τη σύμφωνη γνώμη των θείων μου, μπήκα στην επιχείρηση και τα μαθήματά μου τα διάβαζα μόνος μου το βράδυ. Λίγο αργότερα, μας επισκέφθηκε στην Ελλάδα ο ανιψιός ενός Γερμανού εργοστασιάρχη, του Ερντμαν Κιρχαϊς, από τον οποίον αγοράζαμε μηχανήματα. Μας πρότεινε να πάω στην έδρα τους στο Αουε της Σαξονίας, να εργαστώ εκεί ώστε να προετοιμαστώ για τη φοίτησή μου στο Πολυτεχνείο της πόλης».
Η ακμή, οι δυσκολίες, η ΕΟΚ, οι Γερμανοί
«Ο πατέρας μου που πάντα έβλεπε μπροστά με έστειλε. Εφτασα το 1937, λίγα χρόνια προτού ο Χίτλερ ξεκινήσει τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θυμάμαι στη Γερμανία ότι έβαζαν τα μικρά παιδιά να μαζεύουν με καροτσάκια όποιο κομμάτι σίδερο έβρισκαν. Ετσι τα προετοίμαζαν στη χιτλερική ιδέα του Πολέμου. Ημουν εκεί όταν εισέβαλαν στην Αυστρία. Κληρωτός του ’39, επέστρεψα στην Ελλάδα και πήγα στο αντιαεροπορικό πυροβολικό που είχε έδρα στο Μενίδι. Στον Πόλεμο δεν έφτασα ώς το Αλβανικό Μέτωπο. Εμεινα στην Αθήνα διότι εκεί ήταν η πυροβολαρχία μου. Η δουλειά μας ήταν να ρίχνουμε ιταλικά και μετά γερμανικά αεροσκάφη. Τον αδελφό μου, πιο ζωηρό και ριψοκίνδυνο από μένα, τον έστειλε ο πατέρας μου στην Αίγυπτο και πολέμησε στη Μέση Ανατολή. Στο μεταξύ, όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην πρωτεύουσα μας επέταξαν το μισό εργοστάσιο. Εμείς κλεισμένοι στο άλλο μισό δίναμε αγώνα για να θρέψουμε τους λιγοστούς εργάτες που μας είχαν απομείνει».
Ο Απόστολος Πίτσος θυμόταν τα σκληρά χρόνια της Κατοχής, αλλά εξίσου σκληρά ήταν και εκείνα που ακολούθησαν.
«Είχαμε ένα ραδιοφωνάκι. Από εκεί άκουσα την ανακοίνωση: “Οσοι νέοι να έρθετε στην Παλαιά Βουλή και να πάρετε μαζί ένα πιρούνι και μια κουβέρτα”. Είχε αρχίσει ο Εμφύλιος και έσπευσα να καταταγώ παρά τις αντιρρήσεις των δικών μου. Πολέμησα άλλα δυο χρόνια. Ηταν μια φρικτή περίοδος για τη χώρα μας. Στα μετεμφυλιακά χρόνια, προσπαθήσαμε να βρούμε πάλι τον βηματισμό μας. Θυμάμαι ότι κληθήκαμε εμείς στο Μποδοσάκη, στο Καλυκοποιείο, όσοι είχαμε βιομηχανίες, και με κλήρο παίρναμε διάφορα κατασκευαστικά μηχανήματα από την Αμερική και τον Καναδά, που μας έδιναν οι σύμμαχοι. Λίγο αργότερα μπήκε στα σκαριά και η ιδέα κατασκευής ενός σύγχρονου εργοστασίου».
Στις νέες αυτές εγκαταστάσεις στου Ρέντη που περιγράφει ο Απόστολος Πίτσος παρήχθησαν οι λευκές συσκευές που έκαναν τη φίρμα τόσο διάσημη. Ομως η υψηλή παραγωγικότητα δεν ήταν τυχαία. Οπως λέει, οι σχέσεις με το προσωπικό ήταν οικογενειακές. Κάθε Χριστούγεννα μοιράζονταν γαλοπούλες, το Πάσχα μισό αρνί σε κάθε εργαζόμενο. Υπήρχε γραφείο μέσα στο εργοστάσιο με κοινωνική λειτουργό, οργανωμένες εκδρομές με ξεναγούς σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Η επιχείρηση είχε νοικιάσει κατασκήνωση στον Πόρο για τα παιδάκια και καταλύματα για τις οικογένειές τους.
Επιχειρηματίες παλαιάς κοπής σαν εκείνον είχαν πάντα την έγνοια του προσωπικού αλλά και του καλού παραδείγματος μέσα από τη δική τους εργατικότητα. Από την αφήγηση του θαλερού κ. Πίτσου καταλαβαίνει κανείς πόσο μεγάλη συναίσθηση είχε ότι από τις δικές του αποφάσεις θα κρινόταν το ευ ζην πάνω από 2.200 οικογενειών των οποίων τα μέλη εργάζονταν για εκείνον.
Η Μεταπολίτευση
Αυτό το κλίμα άρχισε να μεταβάλλεται στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Δύο απεργίες, μία που κράτησε 40 μέρες και άλλη μία πέντε μήνες, προκάλεσαν μεγάλα προβλήματα στην παραγωγή. Εκείνη την περίοδο ο Απόστολος Πίτσος είχε ήδη μπει σε μια διαπραγμάτευση για τη συμμετοχή Γερμανών στην εταιρεία. Ταυτόχρονα, η χώρα είχε εισέλθει στην τροχιά της εισόδου της στην ΕΟΚ, γεγονός που θα άλλαζε τη μοίρα της ελληνικής βιομηχανίας που προστατευόταν μέσα από τους δασμούς. Ο Απόστολος Πίτσος πήρε εντέλει τη μεγάλη απόφαση το 1977: ο γερμανικός όμιλος Bosch-Siemens Hausgeräte GmbH εξαγόρασε το 60% της ελληνικής εταιρείας και η Siemens A.E. Hellas το 20%.
Ο ίδιος υπογραμμίζει σήμερα ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος για τη σωτηρία: «Τη δεκαετία του ’70 υπήρχαν τέσσερις εταιρείες στο ίδιο πεδίο με εμάς στην Ελλάδα. Μία από αυτές, η ΙΖΟΛΑ, είχε ιδιοκτήτη τον Δράκο, που ήταν και πρόεδρος του ΣΕΒ. Κάθε τόσο έλεγε: “Πρέπει να ενωθούμε. Ερχεται η κοινή αγορά και χρειάζεται να μεγαλώσουμε για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε”. Εγώ ήμουν εντελώς της αντίθετης γνώμης. Ελεγα πως αν ενώσουμε νανάκια, νανάκια θα βγάλουμε. Για μένα η μόνη λύση, ώστε να μπορέσουμε να επιβιώσουμε, ήταν να προσκολληθούμε σε μια μεγάλη ξένη εταιρεία που να είναι κορυφή στον χώρο. Αυτές ήταν ήδη γνωστές στην Ευρώπη και με τη συνεργασία θα μπορούσαμε και εμείς να επωφεληθούμε».
Τα πέντε πρώτα χρόνια οι Γερμανοί διατήρησαν τον κ. Πίτσο στο τιμόνι. Υπό τη δική τους διεύθυνση η εταιρεία τα πήγε πολύ καλά. Στου Ρέντη ξεκίνησε η παραγωγή ψυγείων Non Frost. Το 1996 θα υπάρξει μετονομασία της εταιρείας σε BSP ΑΒΕ (από τα αρχικά των προϊόντων Bosch, Siemens, Pitsos). Σεπτέμβριο του 2014, η εταιρεία που ελεγχόταν από την Bosch και τη Siemens κατά 50%-50%, πέρασε στον έλεγχο της πρώτης, η οποία εξαγόρασε το ποσοστό της δεύτερης. Ο πικρός επίλογος για το εργοστάσιο στου Ρέντη γράφτηκε πρόσφατα με τους Γερμανούς να κλείνουν τη μονάδα και να μεταφέρουν την παραγωγή στην Τουρκία. Κάτι που ξεκίνησε το 1865 έφτασε στο τέλος του τόσο άδοξα.
Ο ρόλος κάποιων συνδικαλιστών και οι απεργίες
«Κάποια από αυτά τα εξιστορώ μέσα στο βιβλίο. Επειδή δεν κρατούσα αρχείο, το έγραψα πριν από λίγο καιρό εντελώς από μνήμης», μου είπε και αμέσως έβγαλε ένα γκάτζετ από την τσέπη του: «Χάρις σε αυτό το μικρό μαγνητοφωνάκι. Θυμόμουν ιστορίες, τις ηχογραφούσα και μετά κάποιος τις απομαγνητοφωνούσε. Ετσι, μέσα σε ένα χρόνο κατάφερα να το τελειώσω. Μη φανταστείτε όμως ότι με τη σύγχρονη τεχνολογία έχω και πολλή σχέση. Αυτά τα αφήνω στη σύζυγό μου την Ενη, που μπορεί και τα διαχειρίζεται τέλεια». Οση ώρα μιλούσαμε εκείνη είχε κάτσει διακριτικά στο διπλανό δωμάτιο και σκάλιζε φακέλους με φωτογραφίες. Σε έναν από αυτούς, ήταν όλες οι εκδρομές και οι εορτές με το προσωπικό. Μαυρόασπρα ενσταντανέ, πρόσωπα ευτυχισμένα και υπερήφανα για τη δουλειά τους. Τον ρωτώ πώς φτάσαμε από αυτήν την «οικογενειακή σχέση» στον συνδικαλισμό και στις απεργίες που γονάτισαν πολλές ελληνικές επιχειρήσεις της εποχής.
«Θα σας πω ένα περιστατικό για να καταλάβετε πόσο κοντά ήμουν με το προσωπικό», απαντά. «Οταν είχαν πια τη διοίκηση οι Γερμανοί, ζήτησα να κάνω μια βόλτα στο εργοστάσιο γιατί το είχα αποθυμήσει. Ο Γερμανός διευθυντής με συνόδευσε και μια εργαζόμενη τον ξάφνιασε. Ηρθε να με αγκαλιάσει. Τέτοιες σχέσεις είχαμε με τους ανθρώπους που δουλέψαμε μαζί. Εγκάρδιες και ειλικρινείς. Ομως ήδη μετά τη μεταπολίτευση είχαν αρχίσει να μπαίνουν στο προσωπικό άνθρωποι των οποίων η “δουλειά” ήταν να ξεσηκώνουν τους υπόλοιπους, να δημιουργούν έχθρα. Υπήρξαν δύο σε εμάς που είχαν αναλάβει αυτή την αποστολή από συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Δηλητηρίαζαν το κλίμα και προκαλούσαν απεργίες. Δεν τους έπαιρναν όλους με το μέρος τους, αλλά αυτό δεν αρκούσε. Αυτοί οι δύο άνθρωποι όταν έγινε κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, ο ένας μπήκε στο διοικητικό συμβούλιο της Ολυμπιακής και ο άλλος στο Δ.Σ. της ΓΣΕΕ. Νομίζω δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι άλλο. Ή μάλλον όχι. Χρειάζεται», συνεχίζει ο Απόστολος Πίτσος.
«Την ελληνική βιομηχανία την κατέστρεψαν οι κρατικοί ιθύνοντες, μη με βάλετε να πω ονόματα, δεν έχει σημασία. Κάποιοι άφησαν τον συνδικαλισμό να είναι άτρωτος και τα συνδικάτα να ενεργούν με τρόπο ασυμβίβαστο έχοντας την ανοχή των κυβερνήσεων. Και αυτό σε μια πολύ κρίσιμη φάση για τη χώρα. Σε μεταίχμιο. Θυμάμαι τη φράση: “Πέταξα τους Ελληνες στα βαθιά νερά και ελπίζω να μάθουν να κολυμπούν”. Στο δικό μας πεδίο των βιομηχανιών, υπήρχαν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν για να επιζήσουν μετά την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Κάποιος θα έπρεπε να έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου σε αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις και να τους πει να κατεβάσουν τα κόστη, διότι δεν θα υπήρχε πλέον η προστασία που παρείχαν οι δασμοί. Θα έπρεπε όλη η υπόθεση να βασιστεί στη γερή παραγωγικότητα. Αλλαζαν τελείως τα πράγματα».
Τόσο από το βιβλίο όσο και από τη συζήτηση είναι σαφές ότι ο βιομήχανος πιστεύει ότι πήρε την κατάλληλη απόφαση όταν πούλησε την εταιρεία στους Γερμανούς στα τέλη του 1970: «Πιστεύω ότι ήταν ένας τρόπος να διασφαλιστούν οι θέσεις εργασίας των ανθρώπων, να έχει ένα βέβαιο μέλλον η επιχείρηση. Αν δει κανείς τι έγινε σε άλλες περιπτώσεις, θα το καταλάβει».
«Σημασία έχει να δουλεύει και το μυαλό»
Ο συνομιλητής μου, προσπαθούσε να μην εμπλακεί σε αναφορές στους εκάστοτε κυβερνώντες. «Εμένα ο σκοπός μου ήταν να πω την ιστορία μιας εταιρείας που άρχισε το 1865. Γι’ αυτό έγραψα το βιβλίο. Δεν θέλω να μιλάω για την πολιτική, ούτε να τοποθετούμαι. Οταν όμως σήμερα ακούω ορισμένους να επικαλούνται τον Εμφύλιο, που τον έζησα στα βουνά, το γεγονός αυτό ειλικρινά με απογοητεύει και με ανησυχεί αφάνταστα. Ο αιώνιος διχασμός της ελληνικής κοινωνίας, ο συνεχώς παρών, έδωσε την ευκαιρία στους Τούρκους να γίνουν σήμερα αυτοί που είναι και να μας απειλούν την ώρα που εμείς ασχολιόμασταν ο ένας με τον άλλο. Την ώρα που εμείς τσακωνόμαστε, ο κόσμος αλλάζει, προχωράει. Εχω χάσει πλέον την πίστη μου ότι αυτός ο τόπος θα μπορέσει να βρει τον εαυτό του. Η Ελλάδα είναι η ωραιότερη χώρα στον κόσμο. Δυστυχώς κατοικείται από Ελληνες που δεν σκέπτονται πάντα το καλό της πατρίδας τους».
Οση ώρα μου μιλούσε, θαύμαζα το αεικίνητο μυαλό του. Τον ρώτησα πώς κρατιέται τόσο καλά: «Δεν έχω ιδέαν. Ο Θεούλης ξέρει», μου είπε χαμογελώντας. «Γενικά στη ζωή μου δεν έκανα ποτέ υπερβολές, ούτε τρέλες με την έννοια των καταχρήσεων. Δεν είμαι και τελείως άθικτος, εδώ που τα λέμε. Ολο και κάτι συμβαίνει. Να, τώρα δεν μπορώ να περπατήσω γιατί έχω κάνει κάτι ενέσεις που μου δημιούργησαν οίδημα στα πόδια. Σημασία έχει να δουλεύει και το μυαλό, να είναι απασχολημένο». Παρακολουθώντας τον με τη σύζυγό του, θα προσέθετα με ασφάλεια ότι ένας καλός γάμος χαρίζει και μακροζωία.
«Πενήντα χρόνια δεν έχουμε τσακωθεί ποτέ σοβαρά. Μπορεί να διαφωνήσαμε, αυτό είναι φυσιολογικό. Ομως περάσαμε υπέροχα μαζί, ταξιδέψαμε πολύ, γιατί είχε πάθος με τα αυτοκίνητα. Κυρίως ήταν ένας εξαιρετικός πατέρας», λέει η πανταχού παρούσα Ενη, που συμπληρώνει την αφήγηση όπου χρειάζεται. Τον ρώτησα ποια συμβουλή θα έδινε σήμερα σε έναν νέο άνθρωπο που θέλει να γίνει επιχειρηματίας. Τι θα έλεγε, λ.χ., στα εγγόνια του. «Πρώτα θα ήθελα να δω σε τι οικογένεια μεγάλωσε, ποια ήταν τα βιώματά του. Επηρεάζεται κανείς από τους δικούς του και τον τρόπο ανατροφής. Υστερα νομίζω ότι ο καθένας μας πρέπει να ακολουθεί κάτι στο οποίο έχει κλίση. Εγώ γεννήθηκα μηχανικός, το είχα μέσα μου. Και έτσι, όταν διάλεξα αυτή τη δουλειά, τα πήγα καλά. Αν έρθει κάποιος τώρα να μου πει να κάνουμε μια επιχείρηση να φτιάχνει κάτι, θα πω ασμένως “ναι!”».
Πριν περάσω το κατώφλι, ο Απόστολος Πίτσος ως αυθεντικός τζέντλεμαν σηκώθηκε όρθιος να με χαιρετήσει. Μιλήσαμε για την καλτσοβιομηχανία Πουρνάρα και όλες εκείνες τις επιχειρήσεις που είχαν άδοξο τέλος μέσα στο 1980. Η ζωή του και η πορεία του είχαν πολλά κοινά με τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν παρασημοφορημένος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατάφερε και αυτός να φτάσει σε μεγάλη ηλικία, παρά το ότι τον είχε διαλύσει ψυχικά η πτώχευση. Συνειδητοποίησα πως ίσως το στοιχείο στο οποίο έμοιαζαν περισσότερο ήταν η πεποίθηση ότι το επιχειρείν είναι –αναμφισβήτητα– μια μορφή πατριωτισμού.
πηγη-kathimerini.gr / της Μαργαρίτας Πουρνάρα