Μια ακόμη δημιουργία του πολυβραβευμένου Έλληνα σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου κάνει πρεμιέρα σήμερα στα σινεμά.
Πρόκειται για την ταινία «Ιστορίες Καλοσύνης» του Γιώργου Λάνθιμου που έκανε πρεμιέρα πριν από λίγες ημέρες στις Κάννες, αποσπώντας το βραβείο ερμηνείας για τον Τζέσι Πλέμον και πλέον μπορούμε να την απολαύσουμε στα σινεμά.
Επίσης πρεμιέρα κάνει σήμερα και η καταιγιστική φουτουριστική περιπέτεια του Τζορτζ Μίλερ «Furiosa: A Mad Max Saga», που αποτελεί την 5η συνέχεια του διάσημου φραντσάιζ.
Από τις υπόλοιπες πέντε ταινίες ξεχωρίζουν το γαλλικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας «Ζωικό Βασίλειο» του Τομά Καϊγέ και το εγχώριο ντοκιμαντέρ «Γιάννης Σπανός: Πίσω απ’ τη Μαρκίζα» του Άρη Δόριζα.
Ιστορίες Καλοσύνης
(“Kinds of Kindness”) Δραματική ταινία, βρετανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λάνθιμου, με τους Έμα Στόουν, Τζέσι Πλέμονς, Γουίλεμ Νταφόε, Μάργκαρετ Κουάλεϊ, Χονγκ Τσάου κα.
Δείχνοντας – ίσως και επιδεικνύοντας – την ακατάβλητη αυτοπεποίθησή του, ο Γιώργος Λάνθιμος, αφήνει πίσω του τα γοτθικά μονοπάτια και την καλλιτεχνική φαντασμαγορία των «Poor Things» και «Ευνοούμενης», για να επαναφέρει και να επιβάλει το δικό του σινεμά, αυτό του «Κυνόδοντα», εμπλουτισμένου, βεβαίως, με τη διεθνή εμπειρία του.
Εμπιστευόμενος και πάλι τον στενό συνεργάτη του Ευθύμη Φιλίππου στο σενάριο, που συνέγραψαν, θα ενώσει παιχνιδιάρικα τρεις ανεξάρτητες ιστορίες, με τίτλο και τίτλους τέλους. Οι ίδιοι ηθοποιοί ερμηνεύουν διαφορετικούς χαρακτήρες, εκτός από τον Γιώργο Στεφανάκο, που ερμηνεύει τον ίδιο ρόλο, ενός ασήμαντου ανθρωπάκου, που θα είναι τελικά και ο συνδετικός κρίκος, του αινίγματος για το πού ενώνονται τελικά αυτές οι ιστορίες. Υπάρχουν, όμως, και άλλες ομοιότητες, καθώς όλες οι ιστορίες διαδραματίζονται στη Νέα Ορλεάνη, οι ήρωες είναι παντρεμένοι και πάσχουν από τις ψυχώσεις της εποχής, το σεξ δηλώνει εμφατικά «παρών», όπως και η χειριστική μορφή εξουσίας, αλλά και η υποταγή.
Η πρώτη ιστορία αφορά έναν σύζυγο στην ακμή της καριέρας του, που παίρνει εντολές από το τυραννικό αφεντικό του για τα πάντα, από το πότε θα κοιμάται και τι ώρα θα ξυπνάει, μέχρι τι θα τρώει και τι θα φοράει ή ακόμη και πώς θα κάνει σεξ με τη γυναίκα του. Όταν το αφεντικό του θα του ζητήσει κάτι που θα τον φέρει στα όριά του, ο υπάλληλος θα αρνηθεί και θα απολυθεί και παραδόξως δεν θα νιώσει, επιτέλους ελεύθερος, αλλά τρόμο.
Η δεύτερη ιστορία έχει στο επίκεντρό της έναν αστυνομικό που χάνει τη γυναίκα του σε ένα μυστηριώδες ναυάγιο και όταν εκείνη επιστρέφει, αυτός αντί να χαρεί, παρατηρεί όλες τις διαφορές στη συμπεριφοράς της, νιώθει άβολα από την αλλαγή της στάση της, που αμφισβητεί τον γάμο.
Η τρίτη βάζει στο κέντρο μία γυναίκα, που παρατάει τον σύζυγό της για να ακολουθήσει το όνειρό της, να ικανοποιήσει τη δίψα της για επιτυχία, κόντρα στη χαμηλή αυτοεκτίμησή της. Οι απαιτήσεις της δουλειάς είναι τεράστιες, σχεδόν παρανοϊκές, ενώ αποκόβεται από την οικογένειά της. Ο άντρας της θα την τιμωρήσει και θα της δείξει τη θέση της – θα της αποδείξει ποιος κάνει το κουμάντο.
Ο ειρωνικός τίτλος της ταινίας κρύβει την αγριότητα ενός κόσμου που έχει απαρνηθεί κάθε έννοια της καλοσύνης, κάτι που ο Λάνθιμος μας σερβίρει με μία μηδενιστική διάθεση – ανελέητα μισάνθρωπη – και αφήνοντας στον θεατή το δικαίωμα να αναλύσει ή και να σκεφτεί πού χωρά ο ίδιος μέσα σε αυτές τις τρεις ιστορίες.
Το ιδιαίτερα εσωστρεφές ίσως και επιδεικτικά αφαιρετικό σενάριο και η ανατομική ματιά του σκηνοθέτη, θα επαναφέρει στις αγκάλες του εκείνους που είχαν αρχίσει να απομακρύνονται από το σινεμά των δύο προηγούμενων ταινιών του. Με ένα σαρδόνιο χαμόγελο και σκωπτικό βλέμμα, ο Λάνθιμος ξεψαχνίζει έναν κόσμο από την κλειδαρότρυπα, που μπορεί να μοιάζει υπερβολικός, αλλά μάλλον βρίσκεται δίπλα μας και πολλές φορές αποτελούν τη «νέα κανονικότητα». Άνθρωποι με αυτοκαταστροφικές επιθυμίες, που εύκολα διαλύουν τους πάντες δίπλα τους, έτοιμοι να θυσιάσουν χωρίς καμία ηθική αναστολή τα πάντα για το χρήμα, την εξουσία, ακόμη και τη βολή. Ένα δυστοπικό μέλλον που τρέχει με χίλια για να συναντήσει το σήμερα.
Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι αρκεί να δεις τα όσα γίνονται, σε παγκόσμιο επίπεδο, για την κοινωνική πρόνοια, τις δομές υγείας, την κοινωνική ασφάλιση και τις εργασιακές συνθήκες ή να ακούσει μια γιαγιά από κάποιο απόμερο Κυκλαδονήσι για την αλλαγή του κόσμου που το επισκέπτεται, για να καταλάβει πού οδεύει αυτός ο κόσμος. Όμως, το σινεμά, κατά βάση είναι θέαμα και ο Λάνθιμος, πρέπει να διηγηθεί τη δική του ιστορία μέσα από έναν αλληγορικό, νοηματικό λαβύρινθο, με τον Μίτο της Αριάδνης να έχει γίνει κομμάτια και ο Θησέας να γίνεται υποχείριο του Μινώταυρου.
Τεχνικά, το φιλμ φαίνεται να επιστρέφει στο σινεμά με το οποίο μας είχε συστηθεί ο Λάνθιμος, με τους αποστειρωμένους χώρους, την ψυχρή ατμόσφαιρα, τα ασθενικά ορισμένες φορές χρώματα, το νευρικό μοντάζ, τους πειραγμένους φακούς, τις λοξές λείψεις, να λειτουργούν προς την κατεύθυνση ενός ύπουλου και σαδιστικού έργου, ελλειπτικής και γκροτέσκας αισθητικής, εικόνων που δεν κανακεύουν αλλά ενοχλούν και αναδεικνύουν τη βαρβαρότητα των ιστοριών του.
Από το καστ ο Λάνθιμος θα πάρει για μια ακόμη φορά το καλύτερο, με την Έμα Στόουν να είναι έτοιμη να τσαλακωθεί ανεπιφύλακτα, τον Νταφόε να μεταμορφώνεται με ευκολία σε κάθε συνθήκη, τον Τζέσι Πλέμονς να αποδεικνύει ότι δεν είναι απλώς ένας καλός ηθοποιός, αλλά ένας σπουδαίος ερμηνευτής, διαθέτοντας μία τεράστια γκάμα τεχνικών επιλογών και ένα δαιμόνιο ταλέντο – κερδίζοντας και το βραβείο ερμηνείας στις Κάννες πριν από λίγες μέρες.
Εν κατακλείδι, η ταινία (με τις όποιες αδυναμίες της) δεν είναι αυτή που θα περίμενε κανείς από τον Έλληνα δημιουργό, έπειτα από την εκτόξευσή του στα Χόλιγουντ, τα Όσκαρ και τα σαλόνια της κινηματογραφικής ελίτ. Είναι μάλλον μία ηθελημένη απομάκρυνση απ’ όλα αυτά, καθώς δεν ήταν δύσκολο να συνειδητοποιήσει ότι τα μεταξωτά βρακιά, θέλουν και επιδέξια οπίσθια. Και αυτά, όπως φαίνεται, δεν είναι διατεθειμένος να τα χαρίσει, για το πολυπόθητο Όσκαρ σκηνοθεσίας ή κάποιες άλλες διακρίσεις. Και ασχέτως αν μας ταιριάζει ή όχι το σινεμά του ή υπάρχουν μεγάλες αμφιβολίες για το μέγεθος της αξίας του, η επιλογή του αυτή τον καθιστά έναν σημαντικό δημιουργό και έναν άνθρωπο από τα… περασμένα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Τρεις ιστορίες για έναν άνθρωπο χωρίς επιλογές, ο οποίος προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής του, έναν αστυνομικό που ανησυχεί επειδή η γυναίκα του, που είχε εξαφανιστεί στη θάλασσα, επέστρεψε και μοιάζει να είναι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος, και μια γυναίκα που είναι αποφασισμένη να βρει έναν συγκεκριμένο άνθρωπο με μια ιδιαίτερη ικανότητα, ο οποίος προορίζεται να γίνει ένας θαυμαστός πνευματικός ηγέτης.
Furiosa: A Mad Max Saga
(“Furiosa: A Mad Max Saga”) Περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Τζορτζ Μίλερ, με τους Κρις Χέμσγουορθ, Άνια Τέιλορ – Τζόι, Τομ Μπερκ, Νίκολας Χουλτ, Νέιθαν Τζόουνς κα.
Από την πρώτη φουτουριστική καταιγιστική περιπέτεια του Μαντ Μαξ, που γνωρίσαμε τον Τζορτζ Μίλερ και αυτός, με τη σειρά του, μας σύστησε έναν μετέπειτα αδιαφιλονίκητο σταρ, τον Μελ Γκίμπσον, έχουν περάσει 45 χρόνια. Ο τρελό-Μελ θα κάνει ακόμη δυο φιλμ με τον Μίλερ, τη δεκαετία του ‘80, τα οποία θα γεννήσουν δεκάδες ακόμη, αμφίβολης παραγωγής και αισθητικής, ταινίες, απαξιώνοντας το είδος. Το 2015, ο Μίλερ θα επιστρέψει με το «Mad Max: Ο δρόμος της οργής» και πρωταγωνιστές την ασυγκράτητη Σαρλίζ Θερόν και τον στιβαρό Τομ Χάρντι, ανανεώνοντας το ενδιαφέρον και προσθέτοντας μία φεμινιστική οπτική.
Προχωρώντας φέτος στο πρίκουελ της ταινίας του 2015, ο Ελληνοαυστραλός σκηνοθέτης σανιδώνει και πάλι το γκάζι της δράσης και ορισμένες φορές είναι απολαυστικός, αλλά ξεμένει από έμπνευση, καθώς δεν υπάρχει φρένο στην αμετροέπεια των εμβληματικών χαρακτηριστικών του «φραντσάιζ» και το σενάριο επαναλαμβάνει σχεδόν την ίδια ιστορία, τη μάχη της ανθρωπιάς απέναντι στη δυστοπία.
Παρά ταύτα, η ταινία και συναρπαστική είναι και εντυπωσιακά γυρισμένη – αποθέωση του ψυχαγωγικού σινεμά – και διαθέτει τους γνώριμους γραφικούς κακούς, θεαματικότατα κυνηγητά, σκηνές δράσης που κόβουν την ανάσα και βεβαίως, τη γοητευτική deja vu εικόνα ενός δυστοπικού μέλλοντος.
Το στόρι μας πάει πίσω, όταν η Furiosa ήταν ένα πανέξυπνο, δυνατό κοριτσάκι και ζούσε με την μητέρα της και τη μικρή της αδελφή σε μία μικρή πράσινη Εδέμ – το μοναδικό μέρος που είχε διασωθεί από την μόλυνση και την καταστροφή του πλανήτη, με τους λιγοστούς κατοίκους του να την κρύβουν από τους πολεμοχαρείς άγριους της ερήμου. Η Furiosa σε μια βόλτα της, θα βρεθεί απέναντι από μηχανόβιους, οι οποίοι θα την αρπάξουν για να την προσφέρουν στον σαδιστή ηγέτη τους Ντεμέντους. Αυτός θα σκοτώσει τη μητέρα της και η Furiosa θα ορκιστεί εκδίκηση. Τα χρόνια περνούν και ο Ντεμέντους προσπαθεί να γίνει ο απόλυτος άρχοντας της Ερήμου, πολεμώντας τον Αθάνατο Τζο. Η Furiosa θα βρεθεί ανάμεσα στους δυο τυράννους και στην ανελέητη μάχη τους, διατηρώντας όμως πάντα τη θέλησή της για εκδίκηση.
Όπως είπαμε, όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία του έπους Mad Max βρίσκονται στη μεγάλη οθόνη, με κυριότερο αυτό της απειλής, που παραμονεύει παντού, σε έναν άκρως επικίνδυνο κόσμο. Πειρατές, εγκληματίες, ταραγμένοι διανοητικά, καλυμμένοι από μέταλλο και δέρμα, τατουάζ και θηριώδεις μηχανές και οπλοφορώντας με πολυβόλα και μπαζούκας, περιφέρονται σε επιβλητικά και άγρια τοπία, με τα εφέ να οργιάζουν. Και μαζί δηλητηριώδες χιούμορ, σινεφιλικές αναφορές και χορογραφημένες σκηνές δράσης και βίας ολοκληρώνουν το υπερθέαμα.
Ωστόσο, το φιλμ κάποια στιγμή φαίνεται να κολλάει στην άμμο, καθώς ο Μίλερ υποβιβάζει τη σημασία του σεναρίου και του στοχασμού που διέθεταν οι προηγούμενες ταινίες, και παρασύρεται από την ακατάπαυστη δράση και το σκηνοθετικό μεγαλείο.
Ένα μεγαλείο που εμποδίζει και την ανάπτυξη του χαρακτήρα της Furiosa, παρότι αρχικά χτίζει ένα ενδιαφέρον προφίλ και μία γυναικεία προσέγγιση στο μύθο, κάτι που εγκαταλείπει στη συνέχεια.
Η πρωταγωνίστρια Άνια Τέιλορ – Τζόι, που δεν είναι αδιάφορη, αλλά λίγη μπροστά στην Θερόν, τα καταφέρνει ως ένα βαθμό, όπως και ο Κρις Χέμσγουορθ, στον ρόλο του Ντεμέντους. Κακά τα ψέματα, ο αμίλητος τρελο-Μέλ θα είναι πάντα το έμβλημα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Καθώς ο κόσμος καταρρέει, η νεαρή Φουριόζα αρπάζεται πέφτει στα χέρια της μεγάλης Ορδής Μηχανόβιων με επικεφαλής τον πολέμαρχο Ντεμέντους. Καθώς περιπλανιούνται στην άγονη γη, καταλήγουν στην Ακρόπολη που βρίσκεται υπό την ηγεμονία του Αθάνατου Τζο.
Ζωικό Βασίλειο
(“Le Regne Animal”) Θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Τομά Καϊγέ, με τους Ρομέν Ντουρίς, Πολ Κίρτσερ, Αντέλ Εξαρχόπουλος, Μπίλι Μπλέιν κα.
Η προσπάθεια του Τομά Καϊγέ, που είχαμε γνωρίσει πριν από δέκα χρόνια με την αντισυμβατική και αξιοπρόσεκτη ρομαντική κομεντί «Έρωτας με την Πρώτη Μπουνιά», να συνδυάσει τρία κινηματογραφικά είδη μπορεί να μην είναι πάντα επιτυχής, αλλά σίγουρα καταφέρνει να αφυπνίσει για το περιβάλλον, να προκαλέσει υπαρξιακές αγωνίες, να στείλει το μήνυμα για τις πληγές του σύγχρονου ανθρώπου, που μπορεί να γίνει πιο επικίνδυνος ακόμη και από τα τερατόμορφα πλάσματα της ταινίας του.
Η επιστημονική φαντασία και η δράση συνδέονται με μία ιστορία οικογενειακής αγάπης, χωρίς να χάνεται το ζητούμενο, ο στοχασμός πάνω στην ακαθόριστη ρευστότητα της ανθρώπινης υπόστασης και τις πραγματικές μεταμορφώσεις της.
Στο εγγύς μέλλον, ένα αιφνιδιαστικό ανεξήγητο φαινόμενο μεταλλάξεων, μεταμορφώνει σταδιακά τους ανθρώπους σε υβρίδια ανθρώπου – ζώου. Τα πλάσματα, που θεωρούνται απειλή από τις αρχές και από πολλούς ανθρώπους, στέλνονται σε εξειδικευμένο κέντρο, σε μία προσπάθεια να σταματήσουν τις μεταλλάξεις και να ελέγξουν τις φαινομενικά βίαιες τάσεις τους. Όταν μετά από ένα τροχαίο ατύχημα τα επιζώντα πλάσματα σκορπίζονται σε ένα δάσος, η παράνοια εξαπλώνεται στην τοπική κοινωνία. Ο Φρανσουά, μαζί με τον 16χρονο γιο του, Εμίλ, ξεκινούν μια απεγνωσμένη αναζήτηση για τη σύζυγό του, Λένα, η οποία ήταν ανάμεσα στα μεταλλαγμένα πλάσματα και εξαφανίστηκε μετά το δυστύχημα. Καθώς ο Φρανσουά προσκολλάται στο παρελθόν της οικογένειας, χάνει σταδιακά τον έλεγχο του Εμίλ, ο οποίος έχει αρχίσει να παρατηρεί μεταλλάξεις στο σώμα του.
Οι στοχαστικές παρατηρήσεις του Καϊγέ είναι τουλάχιστον διεισδυτικές και βρίσκουν στόχο. Η ανθρωπότητα, μπορεί να μην έχει σαν τα μεταλλαγμένα πλάσματα φτερά, τρίχωμα λύκου ή δέρμα ερπετού, αλλά έχει αρχίσει να μεταλλάσσεται επικίνδυνα. Μπροστά σε μία κατ’ επίφαση κανονικότητας και τάξης, είναι έτοιμη να θυσιάσει στοιχειώδεις αρχές και όποια ηθική. Αφήνοντας στο περιθώριο της ιστορίας τους λόγους της μετάλλαξης των ανθρώπων, ο σκηνοθέτης θα εστιάσει στον τρόμο που προκαλεί η διαφορετικότητα, κάτι άγνωστο που εισχωρεί στον «τακτοποιημένο» κόσμο μας, ενώ υπάρχει βεβαίως και η περιβαλλοντική αφύπνιση.
Η καταιγιστική δράση, το σασπένς, το χιούμορ, τα εφέ και οι ερμηνείες, δεν δένουν πάντα, με το εγκεφαλικό σενάριο ή τον ρυθμό της ταινίας, ενώ ορισμένοι χαρακτήρες μένουν μετέωροι και τα ανατριχιαστικά, πολλές φορές, πλάσματα στην τύχη τους, καθώς οι «κυνηγοί» βγήκαν παγανιά – εμφανής ο συμβολισμός για τα ακραία μέτρα εν καιρώ πανδημίας.
Ικανοποιητικός ο Ντουρίς στο ρόλο του πατέρα, ο 22χρονος Πολ Κίρτσερ έχει το ταλέντο, αλλά χρειάζεται εμπειρίες, ενώ η Εξαρχόπουλος σε έναν συμβατικό και μάλλον ατελή χαρακτήρα, ανταπεξέρχεται με άνεση.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένα μυστηριώδες φαινόμενο χτυπά την ανθρωπότητα και ανεξήγητες μεταλλάξεις μεταμορφώνουν σταδιακά τμήματα του πληθυσμού σε υβρίδια ανθρώπου-ζώου. Ανάμεσα σε αυτά και η σύζυγος του Φρανσουά, που μαζί με τον 16χρονο γιο του, θα ξεκινήσει μία απεγνωσμένη αναζήτησή της.
Η Κόρη του Μπαμπά
(“La Fille de son Pere”) Κομεντί, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Εργουάν Λε Ντουκ, με τους Ναουέλ Πέρεζ Μπισκαγιάρτ, Σελέστ Μπρανκέλ, Μοντ Γουάιλερ κα.
Αργοπορημένη κρίση εφήβου ή η πρόωρη κρίση μεσήλικα; Σε αυτό το ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει σε αυτή την ανάλαφρη κομεντί, ένα είδος που έχει δοξάσει η γαλλική σχολή, ο Εργουάν Λε Ντουκ.
Έχοντας στη διάθεσή του ένα σενάριο, με αρκετούς πνευματώδεις διαλόγους και έξυπνες ατάκες, αλλά ολίγον τι σαθρό, αρκετά σκηνοθετικά ευρήματα και ένα γεμάτο ζωντάνια, γοητευτικό πρωταγωνιστικό ζευγάρι, πατέρα – κόρης, θα μας χαρίσει μία αεράτη κομεντί, χωρίς, ωστόσο, περαιτέρω αξιώσεις.
Ο Ετιέν είναι μόλις 20 χρόνων όταν ερωτεύεται τη Βαλερί, με την οποία θα αποκτήσουν μία κόρη. Η Βαλερί θα τους εγκαταλείψει και ο νεαρός πατέρας, ένας ευγενικός προπονητής ποδοσφαίρου, προσπαθεί να ξαναχτίσει τη ζωή του με την κόρη του. Περίπου δεκαεπτά χρόνια αργότερα, όταν πατέρας και κόρη είναι έτοιμοι να αποχωριστούν κι ενώ η Βαλερί νιώθει τα πρώτα σκιρτήματα ενηλικίωσης, ο πατέρας της νιώθει άβολα και όχι μόνο αυτό, αλλά επιστρέφουν και οι δυσκολίες του παρελθόντος.
Το δεξιοτεχνικό εισαγωγικό μοντάζ του Λε Ντουκ, που παραπέμπει σε ταινία δράσης, μας ταξιδεύει στη συνάντηση του ζευγαριού, τη γέννηση του παιδιού τους και τη διάλυση του γάμου τους. Η έμπνευσή του θα συνεχιστεί με τις ιδέες του να εκρήγνυνται σε κάθε πλάνο, αλλά αυτή η χιονοστιβάδα ευρημάτων τελικά θα αποδειχθεί και η αχίλλειος πτέρνα της ταινίας, καθώς αρχίσει να αγκομαχά, από τις παράλογες καταστάσεις και την προσκόλληση στους χαρακτήρες. Η ταινία χάνει τον ρυθμό της, δείχνει επαναλαμβανόμενη και απομακρύνεται από το γνήσιο συναίσθημα.
Εξαιρετικό το πρωταγωνιστικό ντουέτο. Ο Ναουέλ Πέρεζ Μπισκαγιάρτ στο ρόλο του πατέρα και η 20χρονη Σελέστ Μπρανκέλ στο ρόλο της κόρης, θα κερδίσουν κάθε πλάνο με τη χάρη τους και τη χημεία που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας ανύπαντρος πατέρας πρέπει να αντιμετωπίσει το γεγονός πως η έφηβη πλέον κόρη του είναι έτοιμη να προχωρήσει και να κάνει τη δική της ζωή.
Γιάννης Σπανός: Πίσω απ’ τη Μαρκίζα
Μουσικό ντοκιμαντέρ, ελληνικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Άρη Δόριζα.
Συγκινητικό και επιβεβλημένο ντοκιμαντέρ για τον σπουδαίο και αγαπητό μουσικοσυνθέτη Γιάννη Σπανό, που οι αξέχαστες μουσικές και τραγούδια του θα μείνουν για πάντα στη συνείδησή μας – και στην καρδιά μας. Ο Γιάννης Σπανός διέθετε έναν εκπληκτικό χαρακτήρα και κάτι σχεδόν σπάνιο για μεγάλο καλλιτέχνη, βαθιά σεμνότητα.
Ο Άρης Δόριζας, θα χρειαστεί πάνω από δυόμιση χρόνια για να συγκεντρώσει το υλικό του – κι ενώ τον πρόλαβε ο θάνατος του συνθέτη – διάρκειας περίπου 20 ωρών. Για την ακρίβεια, ένα φιλμ – γράμμα αγάπης και θαυμασμού για τον Γιάννη Σπανό, «πατέρα του νέου κύματος» κι έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες του ελληνικού τραγουδιού, που είχε επιλέξει να μείνει πίσω από τα φώτα, αφήνοντας να μιλήσει το έργο του.
Το ντοκιμαντέρ θα μας πάει από το Κιάτο, όπου γεννήθηκε ο συνθέτης, στο Παρίσι που πήγε 20χρονο παιδί και την επιστροφή του στην Ελλάδα, όπου έγραψε τη δική του μουσική ιστορία. Επίσης, στα αξιοσημείωτα, του πολύτιμου ντοκιμαντέρ, κάτι που είναι άγνωστο στους πολλούς – ακόμη και θαυμαστές του, για την αγάπη του στο λαϊκό τραγούδι και ειδικά για το μπουζούκι και μάλιστα το ανεπεξέργαστο, αυτό που χρησιμοποιούσαν οι ρεμπέτες.
Διηγήσεις του ίδιου και των δεκάδων συνεργατών του – από τις θρυλικές συναντήσεις με Μπριζίτ Μπαρντό, Σερζ Γκένσμπουργκ και Ζιλιέτ Γκρεκό, μέχρι εκείνες με Έλληνες συναδέλφους του και ερμηνευτές, όπως οι Πλέσσας, Σαββόπουλος, Νταλάρας, Τσανακλίδου, Γαλάνη, Αλεξίου, Νικολακοπούλου, Κόκοτας και πολλών άλλων, θα εμπλουτίσουν το φιλμ, που μπορεί να μην ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, αλλά αποτελεί κατάθεση ψυχής και αποδεδειγμένης αγάπης για τον πολυγραφότατο, τρυφερό και σημαντικότατο συνθέτη.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Τα Ταρώ του Θανάτου
(“Tarot”) Ταινία τρόμου, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία του Σπένσερ Κοέν και της Άννας Χάλμπεργκ, αλλά και ακόμη ένα ενδεικτικό δείγμα των horror ταινιών του σορού, που έρχονται να καλύψουν ανεξήγητες ανάγκες των φανατικών του είδους. Όταν μια παρέα φίλων παραβιάζει τον ιερό κανόνα της τράπουλας των Ταρώ απελευθερώνουν εν αγνοία τους ένα ανείπωτο κακό που είναι παγιδευμένο μέσα στα καταραμένα χαρτιά. Προσχηματικό σενάριο, αμέτρητα κλισέ και ασήμαντες ερμηνείες, από τους Αβάντικα, Χάριετ Σλέιτερ, Λάρσεν Τόμσον κα.
Ελεγεία της Μόσχας
(“Moscow Elegy”) Ντοκιμαντέρ για τον μεγάλο Ρώσο σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι, που γύρισε ο Αλεξάντερ Σοκούροφ και πρωτοπροβλήθηκε το 1988, δυο χρόνια μετά το θάνατο του «ποιητή του κινηματογράφου». Ο βραβευμένος με Χρυσό Λέοντα Σοκούροφ, θα κάνει ένα ιδιαιτέρως προσωπικό ντοκιμαντέρ για τον κινηματογραφικό μέντορά του, αποτυπώνοντας το πνεύμα του Ταρκόφκι, χωρίς να αποσπάται από βιογραφικά στοιχεία της ζωής του. Το φιλμ περιέχει σκηνές από εμβληματικές ταινίες τού αείμνηστου σκηνοθέτη, αλλά και ένα σπάνιο ντοκουμέντο ως ηθοποιού στην ταινία του 1963 «Οι Πύλες του Ίλιτς».
Επίσης, μαρτυρίες της δεύτερης συζύγου του, των γιων του, φωτογραφίες της νεκρής μητέρας του και του ποιητή πατέρα του, αλλά και εικόνες του ταπεινού διαμερίσματός του στη Μόσχα, την εξοχική κατοικία της οικογένειας και την ταπεινή κηδεία του.
newsit.gr