Η εξομολόγηση του Γιάννη Παρδάλη για το ατύχημα που του άλλαξε τη ζωή και η δική του εκδοχή για τον ρόλο του τσιλιαδόρου στη συμμορία που ανατίναζε ATM – Ο ακρωτηριασμός, τα ναρκωτικά, ο κοινωνικός αποκλεισμός, ο τζόγος, η φυλακή και η ζωή στο σπίτι με το βραχιολάκι
Σήμερα, λίγους μήνες μετά, ζει σε κατ’ οίκον περιορισμό με βραχιολάκι, περιμένοντας τη δίκη και την αποζημίωση για το τροχαίο ατύχημα που τον άφησε ανάπηρο. «Ζω μέσα στο σπίτι. Μπορώ να φτάσω μέχρι το πεζοδρόμιο. Και βλέπω ψυχολόγο. Είμαι διατεθειμένος να προσπαθήσω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου για να ξαναβρώ τον εαυτό μου. Τον Γιάννη που ήταν με τους φίλους του, την οικογένειά του, την κοπέλα του», λέει στο «ΘΕΜΑ».
Η Αστυνομία τον κατηγορεί ως τσιλιαδόρο της συμμορίας που με αρχηγό έναν 40χρονο ομογενή (πρώην πυγμάχο στην εθνική ομάδα), βοηθό έναν 20χρονο Αλβανό και τον γιο του διαβόητου «Πεταλούδα» τους τελευταίους μήνες είχαν χτυπήσει 5 ATM χρησιμοποιώντας για να τα ανατινάζουν αντί για υγραέριο πλαστική εκρηκτική ύλη.
Το ατύχημα
Ο 30χρονος σήμερα Γιάννης Παρδάλης ξεκινάει την αφήγησή του από την ημέρα που ξαφνικά άλλαξε όλη η ζωή του: «Hταν 16 Νοεμβρίου του 2016. Το ατύχημα έγινε στην κεντρική οδό της Μπελογιάννη στη Νίκαια. Πήγαινα με ταχύτητα 30-40 κανονικά στην πορεία μου σε μια μεγάλη ευθεία που οδηγεί στα Village και από ανάποδο στενό νιώθω από τα πλάγια αριστερά ένα πολύ δυνατό φως. Μέσα σε δευτερόλεπτα προλαβαίνω να γυρίσω το κεφάλι μου και βλέπω ένα αμάξι να έρχεται καταπάνω μου στη μέση, εκεί που ήταν τα πόδια μου. Εκανα δύο τούμπες με το μηχανάκι στον αέρα και έπεσα πάνω σε ένα άλλο αμάξι που ήταν παράνομα σταθμευμένο και το οποίο μου σακάτεψε και τους ώμους. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι είδα τα φώτα ενόσω ήμουν σωριασμένος στο πεζοδρόμιο και προσπαθούσα να κουνήσω το κεφάλι μου και τα άκρα για να δω αν είμαι καλά. Αφού κούνησα το κεφάλι και τα χέρια, μετά κουνάω το δεξί μου πόδι. Κουνιέται, και προσπαθώ να κουνήσω και το αριστερό. Και τότε βλέπω ότι η φόρμα μου, γιατί φορούσα φόρμα, ήταν μισή και η άλλη μισή κρεμόταν. Ακουμπάω στην άσφαλτο και σκέφτομαι: “Εχω πεθάνει και δεν το ξέρω”. Ακουγα φωνές και έβλεπα κόσμο να μαζεύεται από πάνω μου. Και ενώ βρισκόμουν 400 μέτρα από το σπίτι μου, δεν υπήρχε ούτε ένας γνωστός μου. Aκούω μια φωνή να λέει: “Εχεις ενημερώσει τους δικούς σου;”. Και απαντώ: “Οχι, δεν τους έχω ενημερώσει”. Είχα το κινητό μου στην τσέπη και τα χέρια μου δεν κουνιόντουσαν. Eχω αναπηρία στο αριστερό μου χέρι γιατί μου έχει σπάσει η κεφαλή του ώμου με αποτέλεσμα να μην μπορώ να κουνηθώ. Τότε φωνάζω: “Παιδιά, είναι το κινητό μου στην τσέπη μου, σας παρακαλώ, βοηθήστε με”. Πλησιάζει ένας, κατεβάζει το φερμουάρ, μου παίρνει τα 50 ευρώ που είχα στην τσέπη μου και το κινητό και μου λέει: «Τον κωδικό σου». Του λέω τον κωδικό, το ανοίγει και βλέπει στις επαφές το όνομα “Αδερφούλα” γιατί είχα τον αριθμό της αδερφής μου πρώτο. Την καλεί και της λέει με ένα ψυχρό ύφος: “Καλησπέρα, ο αδερφός σου έχει τρακάρει σοβαρά στην Μπελογιάννη”, και στη συνέχεια απενεργοποιεί το τηλέφωνο και εξαφανίζεται».
– Πότε αρχίσατε να παίρνετε τον στραβό δρόμο;
Από τον Δεκέμβριο που έβαλα το πόδι μέχρι τον Ιούνιο αισθανόμουν πολύ δυνατός. Επειδή φορούσα παντελόνια μακριά και ένιωθα την αγάπη και την υποστήριξη του κόσμου που μου έλεγαν: «Είσαι δυνατός, είμαστε μαζί σου». Καθώς περνούσε ο καιρός όμως και μπαίναμε στο καλοκαίρι αισθάνθηκα ότι με αντιμετώπιζαν κάπως και άρχισα να μη νιώθω καλά γιατί πήγαινα στην παραλία και με κοιτούσαν περίεργα. Με τυραννούσαν διάφορα πράγματα και σταδιακά άρχισα να χάνω την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και την αυτοπεποίθησή μου.
– Εργαζόσασταν;
Δούλευα σε μια εταιρεία εξυπηρέτησης πελατών με υπολογιστές και μετά, τον τελευταίο χρόνο, ήμουν υπεύθυνος σε πρατήριο υγρών καυσίμων στην περιοχή μου, στη Νίκαια. Και οι δύο δουλειές ήταν μια χαρά. Ομως άρχισα να προβληματίζομαι γιατί η κατάσταση στον ιδιωτικό τομέα είναι αβέβαιη. Και άρχισα να πιέζω τον εαυτό μου. Δεν ήθελα να βλέπω κανέναν. Τότε ξεκίνησα να κάνω χρήση απαγορευμένων ουσιών. Υπήρχαν στιγμές που δεν σκεφτόμουν ότι έχω προσθετικό μέλος, ένιωθα ότι είχα κανονικό πόδι, και αισθανόμουν πολύ καλά μέσα μου. Ομως αυτές οι καταχρήσεις είναι ακριβές. Και όταν εργάζεσαι, παίρνεις 800 ευρώ και βάζεις στη ζωή σου έναν νταβατζή, γιατί πλέον έτσι το εκλαμβάνω, ο οποίος σε αναγκάζει να παίρνεις κάτι το οποίο είναι πολύ ακριβό για τα δικά σου δεδομένα (κοκαΐνη, ινδική κάνναβη), για να εξυπηρετήσεις το πάθος σου στρέφεσαι σε άλλες καταστάσεις. Οταν έφτασα στον πάτο, έπεισα τον εαυτό μου ότι δεν ήμουν εθισμένος και το ξεπέρασα.
– Με τους ληστές πώς μπλέξατε;
Ζούσα με το άγχος του πρόσθετου μέλους. Γιατί για να μπορώ να περπατάω σαν άνθρωπος και να κάνω μπάνιο το καλοκαίρι και ντους θα πρέπει να δίνω κάθε τρία με τέσσερα χρόνια γύρω στα 15.000 με 20.000 ευρώ για να αγοράζω το μέλος. Και τότε άρχισα να απελπίζομαι, γιατί με τα χρήματα που έπαιρνα και την υποχρέωση αυτή δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για τη ζωή μου. Ετσι, έπεσα στον τζόγο και έφτασα στο σημείο να παίζω όλο μου τον μισθό. Κάποια στιγμή είδα τον εαυτό μου ταλαιπωρημένο, αφού τον είχα εγκαταλείψει, και το σώμα μου αλλαγμένο και αποφάσισα να τα κόψω όλα και να ξεκινήσω κολύμβηση. Ομως επειδή ντρεπόμουν να πάω σε δημόσιο κολυμβητήριο έχοντας το προσθετικό μέλος, βρίσκω μέσω ενός γνωστού μια σάουνα στον Ασπρόπυργο που είχε πισίνα και ήταν φθηνά και πήγα εκεί. Ο ιδιοκτήτης που είναι Πόντιος, και ήταν και πυγμάχος στην Εθνική Ελλάδος, μου έκανε καλύτερη τιμή και πήγαινα μία φορά την εβδομάδα. Αρχίσαμε να γνωριζόμαστε και πήγαινα πιο συχνά επειδή ενδιαφέρθηκε για το πρόβλημά μου και δεν μου έπαιρνε χρήματα. Τον πίστεψα, του ανοίχτηκα, του είπα τι με βασάνιζε. Τότε μου πρότεινε το εξής: «Εσύ δεν πρόκειται να κάνεις τίποτα. Μόνο θα έχεις ένα τηλέφωνο, θα είσαι 2-3 χιλιόμετρα από κάπου που θα πάμε και θα τελειώνουμε». Και λέω «εντάξει». Και έρχεται η ώρα για να κάνουμε την πρώτη μας δουλειά. Πήγαινα και έβρισκα ένα κινητό, το οποίο μου έλεγαν «θα το ανοίξεις την τάδε ώρα, όταν θα είσαι σε συγκεκριμένο δρόμο». Ξεκινάμε, και για παράδειγμα όταν φτάναμε στην Αττική οδό, πήγαινα πιο κάτω, άνοιγα το κινητό, καλούσα τους αριθμούς που ήταν αποθηκευμένοι και έλεγα: «Με ποιον μιλάω;». Δεν υπήρχαν πρόσωπα ή ονόματα, μόνο αριθμοί. Ο ένα, ο δύο, ο τρία… Πήγαινα και καθόμουν στο σημείο που μου είχαν ορίσει, που ήταν σε μια απόσταση 2-3 χιλιόμετρων από αυτό που γινόταν, το οποίο το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή. Εν γνώσει μου πήγα εκεί όλες τις φορές. Και τις πέντε φορές που έγιναν οι κλοπές.
– Τις εκρήξεις τις ακούγατε;
Ηταν αρκετά μακριά, αλλά μπορούσα να καταλάβω. Ο ρόλος μου ήταν να βρίσκομαι κάποια χιλιόμετρα μακριά για να ειδοποιώ μήπως έρχονταν αστυνομικοί ή αν περνούσαν πολίτες και υπήρχε κίνδυνος να τραυματιστεί άνθρωπος. Δεν ήμασταν ληστές. Θέλαμε να τα βάλουμε με ένα άψυχο μηχάνημα.
– Πώς σας έπιασαν;
Ηρθαν στο σπίτι μου στις 10 το πρωί μετά από τη ζημιά που είχε γίνει στην Κερατέα. Χτυπάνε την πόρτα και μου λένε: «Αστυνομία». Δεν είχα φορέσει ακόμη το πόδι, πέφτουν πάνω μου επτά άτομα και όταν βλέπουν ότι δεν έχω μέλος και δεν μπορώ να αντισταθώ με βάζουν να καθίσω στον καναπέ. Ψάχνουν το σπίτι και στη συνέχεια με βάζουν σε ένα ταξί και με πάνε στη ΓΑΔΑ. Με πήγαν στον 11ο όροφο, όπου έκατσα σχεδόν μισή μέρα, και μετά με κατέβασαν στον 7ο, στα κρατητήρια, όπου έκατσα 22 ολόκληρες ημέρες. Σε ένα μέρος που είναι χειρότερο και από τη φυλακή.
– Πώς ήρθε η απόφαση για τον κατ’ οίκον περιορισμό;
Ο δικηγόρος μου, ο κ. Δημητρίου, έκανε άψογο χειρισμό της υπόθεσης και πίστεψε σε εμένα. Είχα και τη βοήθεια του Θεού. Σε αυτές τις 30 ημέρες έζησα τον απόλυτο εφιάλτη. Αν μου έλεγαν «τι θα ήθελες, να έχεις το πόδι σου και να μπεις μια μέρα στη φυλακή ή να βρίσκεσαι σε αυτή την κατάσταση και να είσαι ελεύθερος;», θα διάλεγα το δεύτερο. Εχω μετανιώσει για όσα έκανα και μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω.
H ζωή με το βραχιολάκι
«Θα το φοράω για έξι μήνες. Το πλήρωσα προκαταβολικά. Είναι 15 ευρώ τη μέρα για έξι μήνες και τα χρήματα τα προκαταβάλλεις. Ολα τα λεφτά τα βάλαμε από την τσέπη μας. Η οικογένειά μου δε βγήκε κυριολεκτικά στη ζητιανιά για να συγκεντρώσει το ποσό από φίλους και συγγενείς γιατί έπρεπε να τα μαζέψει σε μια ημέρα προκειμένου να βγω. Δώσαμε 2.700 ευρώ για το βραχιολάκι. Ζω μέσα στο σπίτι. Μπορώ να φτάσω μέχρι το πεζοδρόμιο».
Νομική άποψη
Ο δικηγόρος του Γιάννη Παρδάλη, Σπύρος Δημητρίου, μιλώντας στο «ΘΕΜΑ» τονίζει: «Η προβολή του συγκεκριμένου περιστατικού δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί παράδειγμα εξωραϊσμού βαρέων ποινικών αδικημάτων, άφεσης υπαιτιότητας λόγω ενός εξαιρετικού χαρακτήρα ή της αναπηρίας. Οφείλουμε όμως να προσεγγίσουμε τον χώρο του εγκλήματος από τη σκοπιά την ανθρώπινη, την κοινωνική, αλλά και από τη σκοπιά των ιδιαιτεροτήτων. Οτι δηλαδή είναι πιθανή η εισχώρηση στο έγκλημα και από ανθρώπους που δεν έχουν γενετικά αντικοινωνική συμπεριφορά και εγκληματούν λόγω συνθηκών. Το ελληνικό σύστημα της ποινικής καταστολής αυτούς τους ανθρώπους τους θέλει πίσω, θέλει την επανένταξή τους, θέλει εν τέλει τον σωφρονισμό τους και την εκ νέου συμμετοχή τους στο κοινωνικό σύνολο ως ωφέλιμα μέλη. Ωστόσο, τον λόγο τον έχει η Δικαιοσύνη, η οποία και αρμοδίως θα αποφασίσει».