Αθανάσιος Παπαδόπουλος (κατά κόσμον Βασίλης Κολοβός)
Χιουμορίστας και καλοπερασάκιας. Ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία το «ματάκι του παίζει». Λάτρης του γυναικείου φύλου. Παλαιό φρικιό, αλλά με νεανικό μυαλό και ευπροσάρμοστος σε κάθε συνθήκη. Την περίοδο της Χούντας ανέπτυξε δράση, έριξε, αλλά και έφαγε πολύ ξύλο, παρά τη συνωνυμία του με τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, που μάλλον τον ταλαιπώρησε περισσότερο παρά του άνοιξε πόρτες. Είναι κατά του κράτους, της κυβέρνησης, της αστυνομίας, των τραπεζών και γενικώς οποιασδήποτε εξουσίας. Όταν ο Γιάννης του ζήτησε να έρθουν να μείνουν πίσω στο σπίτι μαζί του, δεν χάρηκε και πάρα πολύ. Του άρεσε η ησυχία του και η βολή του, αφού «δεν θέλει τους τρελούς στο κεφάλι του». Κι ας είναι ο πιο τρελός απ’ όλους. Με τα πολλά, κατέληξε να θρέφει για αρκετό καιρό ολόκληρη την οικογένεια του αχαΐρευτου του γιου του με μια συνταξούλα των 800 ευρώ. Ενδόμυχα χαίρεται που αναγκαστικά τους έχει μαζί του. Καλή-καλή η μοναξιά, αλλά είναι πολύ διασκεδαστικό να έχεις κάποιον για να βρίζεις. Λύνει μανιωδώς Sudoku -για να αποφύγει την άνοια- και είναι σαν να έχει μάτια και στην πλάτη. Αυτός είναι ο ζωηρός παππούς Θανάσης που κάνει σπαρταριστά τα βράδια μας μέσα από τη μικρή οθόνη και το σίριαλ «Ποιος Παπαδόπουλος;»
Βασίλης Κολοβός – Από τα πέτρινα χρόνια στο Πετρωτό, στις επικές ταινίες του Αγγελόπουλου
“Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ δύσκολα” περιγράφει μιλώντας στη Μαρία Αλυφαντή. “Κατάγομαι από ένα ορεινό χωριό, το Πετρωτό, με έξι αδέλφια και ο πατέρας μου δεν είχε καν να μας ταϊσει. Στα 11 μου χρόνια έφυγα με έναν ντορβά, με ένα κομμάτι τυρί, λίγο ψωμί, δυό φανέλες και ένα ζευγάρι κάλτσες. Έτσι μπήκα στην βιοπάλη. Στα 15 μου πήρα μου και τον αδελφό μου μαζί. Στα 17 μου, πήρα και τον δεύτερο. Ήμουν 18 χρονών και μεγάλωνα δύο παιδιά. Αρχικά πήγα στη Λαμία και μετά στην Αθήνα. Περάσαμε πολύ δύσκολα χρόνια μεν, αλλά πάρα πολύ ωραία γιατί είχαμε κάποιες αρχές από το σπίτι, από τον πατέρα μου, τη μάνα μου και αυτό μας βοήθησε στο να σταθούμε όρθιοι. Είχαμε έναν προσανατολισμό στη ζωή μας. Ήταν δύσκολα χρόνια αλλά είχαν τη μοναδικότητά τους και από εκεί και πέρα όσο μεγαλώναμε, αγωνιστήκαμε, δουλεύαμε, φτιάξαμε τη ζωή μας, περάσαμε και καλά, περάσαμε και δυσκολίες. Εγώ έφτασα εδώ που έφτασα και ζω αξιοπρεπώς. Δούλεψα και τώρα εισπράττω, παρότι βέβαια μου τα παίρνουν πίσω, μου τα κλέβουν δηλαδή τα καινούρια αφεντικά. Έζησα βέβαια και με τις αγωνίες μου μέχρι να καθιερωθώ στο επάγγελμα. Επαιζα σε μπουλούκι, γύριζα από χωριό σε χωριό ώσπου κατέληξα στο Τσίρκο και από εκεί και πέρα πήρα την πορεία μου”
“Είδα για πρώτη φορά κινηματογράφο 15-16 χρονών. Μέχρι τότε δεν τον γνώριζα. Μου άρεσε πολύ, με γοήτευσε η εικόνα. Ξεκίνησα επίσης να βλέπω θέατρο και άρχισε να μου αρέσει και αυτό. Δεν το καταλάβαινα και πολύ βέβαια… ήμουν και χωριατόπαιδο. Δούλευα σε μπακάλικο αρχικά και σε οικοδομές αργότερα. Κάθε Σαββατοκύριακο έπαιρνα τα αδέλφια μου και πηγαίναμε να δούμε 2-3 ταινίες. Μία το Σάββατο το βράδυ και δύο την Κυριακή. Γνώρισα έναν φίλο μου που πήγαινε σε μία σχολή και που δουλεύαμε και μαζί. Μου πρότεινε να πάω να δουλέψω σε μία θεατρική παιδική παράσταση. Αυτός που είχε το θέατρο ενθουσιάστηκε μαζί μου και στη συνέχεια μου προσέφερε και μεγάλους ρόλους. Έτσι, μπήκε μέσα μου το μικρόβιο, αυτό που όταν μπει μέσα σου, μετά δεν βγαίνει. Όταν με ρωτάνε τί επαγγέλεσαι λέω: ηθοποιός, όχι συγγραφέας. Όταν μάλιστα πρόκειται να κάνω κάποια διάλεξη με προλογίζουν λέγοντας: «θα μιλήσει ο ηθοποιός και συγγραφέας Βασίλης Κολοβός». Εμένα όμως το «ηθοποιός» μου αρκεί.”
Ο αριστερός συνδικαλιστής
Είστε Κομμουνιστής- ρωτήθηκε – γεγονός το οποίο αναγκαστικά σας οπλίζει με όρεξη για δουλειά και αγώνα ενώ σας ατσαλώνει με αισιοδοξία. Πως πιστεύετε ότι θα είναι η κοινωνία στην οποία θα κληθούν να ζήσουν τα εγγόνια σας;
«Ο Μαγιακόφσκι παιδί μου, είπε: «το μέλλον δεν θα έρθει από μόνο του». Αν κι εμείς οι μεγάλοι που βυθιζόμαστε σιγά σιγά στο λυκόφως της ζωής, αλλά κι εσείς, κυρίως εσείς που έχετε και νιάτα και δύναμη και ορμή και όρεξη, δεν αγωνιστείτε δεν ματώσετε, αν δεν καταλάβετε ότι το μόνο που θα χάσετε είναι οι αλυσίδες που σας φόρεσαν, δεν θα κερδίσετε τη ζωή που σας ανήκει. Οι άνθρωποι παιδί μου δεν γεννήθηκαν μόνο για να δουλεύουν και να ψευτοζούν με τα ψίχουλα που παίρνουν, ενώ τα αφεντικά φουσκώνουν ακόμα περισσότερο τις σάπιες κοιλιές τους με την υπεραξία του μόχθου σας. Ο κόσμος αυτός πρέπει να αλλάξει και θα αλλάξει. Εσείς θα τον αλλάξετε. Μη φοβηθείτε τον φασισμό που σηκώνει κεφάλι με τις ευλογίες της μαφίας της ΕΕ. ΤΣΑΚΙΣΤΕ ΤΟΝ. Μη γονατίζετε, μην υπογράφετε προσκυνητάρια, ακολουθείστε το παράδειγμα του Πλουμπίδη. Οι μέρες του μέλλοντός σας πρέπει να είναι λαμπερές, να φωτίζονται από το φως που καίει και θα καίει για πάντα μέχρι τα όνειρα να πάρουν εκδίκηση. Και αυτό το φως, είναι ο σοσιαλισμός – κομμουνισμός».
Ο Βασίλης Κολοβός γεννήθηκε το 1946 στο ορεινό χωριό της Φθιώτιδας Πετρωτό της επαρχίας Δομοκού. Από τα δώδεκά του χρόνια εργάστηκε σε βιβλιοπωλείο, κουρείο, ραφτάδικο, μπακάλικο, καφενείο, σε διάφορα εργοστάσια και οικοδομές. Πήγε στο νυχτερινό Γυμνάσιο και αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών το 1967. Άρχισε να ασκεί το επάγγελμα του ηθοποιού το 1972. Έπαιξε σε πάρα πολλούς θιάσους κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο. Πήρε μέρος σε δέκα κινηματογραφικές ταινίες και δεκαπέντε τηλεοπτικά σίριαλ. Παράλληλα με την επαγγελματική του δραστηριότητα ασχολήθηκε και με τα συνδικαλιστικά προβλήματα των ηθοποιών. Εκλέγεται συνεχώς επί είκοσι οχτώ χρόνια και σήμερα είναι πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος – Ακροάματος και του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Η επαφή του με το λαϊκό κίνημα άρχισε όταν έκανε τα πρώτα του μεροκάματα και συνεχίζεται ακόμα.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, “Θυμάσαι, πατέρα;”, κυκλοφόρησε το 1994. Το δεύτερο, με τίτλο “Η αυλή με τα σπασμένα όνειρα”, το 1998, οι “Αγίες των ημερών τους” το 2001, “Το καλοκαίρι μάς προσπέρασε” το 2003 και το “Μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ” το 2007. Το “Θυμάσαι, πατέρα;” επιλέχθηκε το 1998 να είναι για τέσσερα χρόνια η βασική διδακτέα ύλη στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, στο Τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας, μαζί με τον “Επιτάφιο” του Ρίτσου, την “Αυλή των θαυμάτων” του Καμπανέλλη και τη “Σαρκοφάγο” του Ιωάννου.
Επισκέφθηκε το Σίδνεϊ τέσσερις φορές, προσκεκλημένος από την εκεί ελληνική κοινότητα. Μίλησε στα παιδιά για το βιβλίο του και έδωσε τις διαλέξεις: “Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής της Ειρήνης”, “Η Επανάσταση του ’21 και ο στρατηγός Μακρυγιάννης”, “Κώστας Βάρναλης, ο οδηγητής του λαού μας” και “Φώτης Αγγουλές, ο λαϊκός μας ποιητής”.
ΕΝΤΑΞΕΙ ΜΑΣ ΧΟΡΤΑΣΕ ΒΛΑΚΕΙΕΣ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ