Το νέο καθεστώς της τιμολογιακής πολιτικής των δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης ξεκαθαρίζει κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος – Ενέργειας, Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης. Βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής αυτής είναι η χρέωση ανάλογα με την κατανάλωση νερού από όλες τις εταιρείες ύδρευσης.
Σύμφωνα με την ΚΥΑ, σκοπός της είναι ο καθορισμός για τις υπηρεσίες νερού: α) Των γενικών κανόνων κοστολόγησης και τιμολόγησης των υπηρεσιών ύδρευσης, β) μέτρων βελτίωσης των υπηρεσιών αυτών, γ) των διαδικασιών και της μεθόδου ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών αυτών, στις διάφορες χρήσεις.
Οι υπηρεσίες ύδατος μπορούν να παρέχονται μέσω οργανωμένων συλλογικών δικτύων παροχής υπηρεσιών ύδατος, καθώς και μέσω μεμονωμένων υδρογεωτρήσεων που δεν ανήκουν σε οργανωμένα συλλογικά δίκτυα.
“Χρηματοοικονομικό κόστος παρόχου υπηρεσιών ύδατος» ή «Χρηματοοικονομικό κόστος»: είναι το κόστος που προκύπτει για κάθε πάροχο υπηρεσιών ύδατος αποκλειστικά από την δραστηριότητα παροχής των υπηρεσιών αυτών. Αντανακλά την χρηματοοικονομική αποτίμηση του κόστους για όλα τα έργα, τις υποδομές και τις διαδικασίες, τα οποία είναι απαραίτητα για την παροχή των υπηρεσιών ύδατος για τις προβλεπόμενες χρήσεις.
«Ανάκτηση χρηματοοικονομικού κόστους παρόχου υπηρεσιών ύδατος» αποτελεί το ποσοστό των εσόδων του παρόχου υπηρεσιών ύδατος από την δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ύδατος επί του χρηματοοικονομικού κόστους για την παροχή των υπηρεσιών αυτών.
Στον υπολογισμό του χρηματοοικονομικού κόστους λαμβάνονται υπόψη οι εξής συνιστώσες κόστους:
α) Κεφαλαιουχικό κόστος, για τον υπολογισμό του οποίου λαμβάνονται υπόψη:
- το αναλισκόμενο πάγιο κεφάλαιο στη διαδικασία παροχής των υπηρεσιών ύδατος
- το κόστος τόκων των δανειακών κεφαλαίων
- εύλογη απόδοση επί των απασχολούμενων κεφαλαίων στην διαδικασία παροχής των υπηρεσιών ύδατος,
β) Λειτουργικό κόστος, το οποίο περιλαμβάνει τις εύλογες και αποδοτικές δαπάνες που είναι αναγκαίες προκειμένου ο πάροχος υπηρεσιών ύδατος να παρέχει τις υπηρεσίες με τρόπο ασφαλή σύμφωνα με τα σχετικά πρότυπα ποιότητας όπως αυτά πιστοποιούνται από το προβλεπόμενο πρόγραμμα παρακολούθησης, επαρκή, αποδοτικό και αξιόπιστο. Στο λειτουργικό κόστος περιλαμβάνεται το κόστος διοίκησης, το κόστος λειτουργίας και το κόστος συντήρησης.
Το περιβαλλοντικό κόστος προσδιορίζεται σε επίπεδο Λεκάνης Απορροής Ποταμού (ΛΑΠ) και προκύπτει από τον προσδιορισμό του κόστους των Συμπληρωματικών Μέτρων του Προγράμματος Μέτρων του εκάστοτε ισχύοντος Σχεδίου Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών, (ΣΔΛΑΠ).
Το κόστος πόρου εκτιμάται σε επίπεδο ΛΑΠ και προκύπτει από τον προσδιορισμό του κόστους των Συμπληρωματικών Μέτρων του Προγράμματος Μέτρων του εκάστοτε ισχύοντος ΣΔΛΑΠ, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της παρ. 5 του άρθρου 12 του π.δ. 51/2007 (Α’ 54), οι οποίες αφορούν στην εξοικονόμηση των υδατικών πόρων και στην ορθολογική διαχείρισή τους, μέσω της αναίρεσης πρακτικών υπεράντλησης υπόγειων Υ.Σ..
Βάσει των εύλογων και αποδοτικών δαπανών, οι πάροχοι υπηρεσιών ύδατος καθορίζουν τα τιμολόγια των παρεχόμενων υπηρεσιών ύδατος, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται το νερό, για την ΡΠ, στο πλαίσιο κατάρτισης των Γενικών Σχεδίων Υπηρεσιών Ύδατος (ΓΣΥΥ), με την επιφύλαξη των διατάξεων που ισχύουν για την ΕΥΔΑΠ Α.Ε. και την ΕΥΑΘ Α.Ε.. Κατ’ εξαίρεση, για την πρώτη ΡΠ.
Κατ’ εξαίρεση, για την πρώτη ΡΠ , οι πάροχοι που εξυπηρετούν περιοχές με μόνιμο πληθυσμό μικρότερο των 100.000 κατοίκων, προσδιορίζουν τα τιμολόγιά τους για την Πενταετή ΡΠ, μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2024 και μεριμνούν για την ενσωμάτωσή τους στα προαναφερόμενα ΓΣΥΥ, τα οποία υποχρεούνται να καταρτίζουν από 1.1.2025.
Για τον προσδιορισμό των τιμολογίων των παρεχόμενων υπηρεσιών ύδατος, οι πάροχοι λαμβάνουν υπόψη τις κοινωνικές, περιβαλλοντικές, γεωγραφικές, κλιματολογικές και υδρογεωλογικές συνθήκες που επικρατούν στις περιοχές αρμοδιότητάς τους. Δύναται να καθορίζεται ειδικό τιμολόγιο ύδρευσης ή αποχέτευσης για τους χρήστες, οι οποίοι εξυπηρετούνται με δίκτυο ανεξάρτητο από το κύριο δίκτυο του παρόχου, καθώς και για περιοχές όπου το χρηματοοικονομικό κόστος διαφοροποιείται σημαντικά.
Έως την 30η Σεπτεμβρίου κάθε έτους, οι Διευθύνσεις Υδάτων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων γνωστοποιούν στους παρόχους υπηρεσιών ύδατος και στους ΟΤΑ Α’ βαθμού, το περιβαλλοντικό τέλος που αντιστοιχεί στους τελικούς χρήστες των υπηρεσιών ύδατος για το επόμενο ημερολογιακό έτος.
Οι πάροχοι υπηρεσιών ύδατος προβαίνουν στην είσπραξη του περιβαλλοντικού τέλους από τους τελικούς χρήστες. Μετά την παρακράτηση, από το προαναφερόμενο ποσό, ποσοστού 2% για ίδιο λογαριασμό, έναντι του διαχειριστικού κόστους που επωμίζονται για να υλοποιήσουν την διαδικασία είσπραξης και απόδοσης του περιβαλλοντικού τέλους, οι πάροχοι αποδίδουν το υπόλοιπο ποσό των τελών στον Ειδικό Λογαριασμό, το αργότερο μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε επόμενου έτους.
Για τελικούς χρήστες, όπως πολύτεκνες και τρίτεκνες οικογένειες, ή που εντάσσονται, γενικότερα, στις κατηγορίες των οικονομικά αδύναμων προσώπων και των ευάλωτων νοικοκυριών ή πελατών, όπως αυτές προβλέπονται, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, οι πάροχοι δύνανται να καθορίζουν, κατόπιν οικονομοτεχνικής έκθεσης για την επίδρασή τους στις άλλες κατηγορίες χρηστών, ευνοϊκότερες τιμές, χωρίς να ανατρέπεται η λειτουργία της τιμής ως μέσου αποτροπής της σπατάλης νερού.
Με απόφαση του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, η οποία εκδίδεται κατόπιν τεκμηριωμένης εισήγησης της οικείας Διεύθυνσης Υδάτων που περιλαμβάνει μελέτη κόστους – οφέλους, δύνανται να εξαιρούνται από ή να βαρύνονται μερικώς με τα περιβαλλοντικά τέλη χρήστες οι οποίοι, με την εφαρμογή πρακτικών ορθολογικής διαχείρισης υδάτων, συμπεριλαμβανομένης της επαναχρησιμοποίησης επεξεργασμένων λυμάτων, συμβάλλουν στη διατήρηση ή/και βελτίωση της καλής κατάστασης των υδάτων. Η μείωση του περιβαλλοντικού τέλους πρέπει να είναι ανάλογη της παρέμβασης.
Τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών ύδατος περιλαμβάνουν όλες τις χρεώσεις που συνδέονται με τις υπηρεσίες αυτές και οι οποίες προσδιορίζονται από τον πάροχο υπηρεσιών ύδατος, ακόμα και όσες αναφέρονται σε τυχόν Κανονισμούς Ύδρευσης και Αποχέτευσης. Τα τιμολόγια καθορίζουν και τη χρέωση με την οποία τιμολογείται η κατανάλωση σε περίπτωση αφανούς διαρροής καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις με τις οποίες χορηγείται η σχετική έκπτωση επί της χρέωσης. Οι όροι και οι προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου είναι κοινοί για όλους τους παρόχους και καθορίζονται με απόφαση της Ρ.Α.Α.Ε.Υ.
Ο προσδιορισμός των τιμολογίων γίνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα συνολικά έσοδα να καλύπτουν το χρηματοοικονομικό κόστος του παρόχου για την παροχή των υπηρεσιών ύδατος.
Ο τρόπος τιμολόγησης των τελικών χρηστών των υπηρεσιών ύδρευσης πραγματοποιείται με μικτό σύστημα και βάσει της μεθόδου τιμολόγησης κατά αύξουσες κλίμακες. Τα τέλη βάσει της μεθόδου αυτής αποτελούνται από ένα σταθερό τέλος και ένα μεταβλητό τέλος ανά μονάδα όγκου ύδατος (ογκομετρική χρέωση ανά κυβικό μέτρο κατανάλωσης νερού).
Το σταθερό τέλος προσδιορίζεται με τρόπο ώστε να ανακτώνται οι εύλογες και αποδοτικές δαπάνες λειτουργίας που είναι αναγκαίες για την αδιάλειπτη παροχή ύδατος για χρήση ύδρευσης. Το σταθερό τέλος αντανακλά τις ελάχιστες λειτουργικές δαπάνες που κρίνονται αναγκαίες για τη διατήρηση των δικτύων παροχής ύδατος σε εκείνο το επίπεδο λειτουργικότητας που διασφαλίζει την αδιάλειπτη παροχή και δεν πρέπει να θίγει την λειτουργία της ογκομετρικής χρέωσης ως εργαλείου για την ορθολογική χρήση του ύδατος.
Για τον υπολογισμό του μεταβλητού τέλους, κάθε πάροχος ορίζει περισσότερες της μίας αύξουσες κλίμακες κατανάλωσης και, αντιστοίχως, αυξανόμενα κλιμάκια τελών ογκομετρικής χρέωσης, προκειμένου να αποτρέπεται η υπερβολική κατανάλωση και να ενθαρρύνεται η ορθολογική χρήση των υδάτινων πόρων.
H πρώτη κλίμακα κατανάλωσης αντιστοιχεί στις βασικές ανάγκες διαβίωσης του πληθυσμού. Η ποσότητα που αντιστοιχεί στην πρώτη κλίμακα παρέχεται σε οικονομικά προσιτή τιμή.
Για τη λειτουργία των δημόσιων κοινωνικών υποδομών δύναται να καθορίζεται ειδικό τιμολόγιο.
Το ύψος των τελών που αντιστοιχεί στην υψηλότερη κλίμακα κατανάλωσης ορίζεται σε επίπεδα που αποθαρρύνουν την υπερβολική κατανάλωση ύδατος.
Η συχνότητα καταμέτρησης των ενδείξεων και περιοδικής τιμολόγησης των ανωτέρω υπηρεσιών διασφαλίζει ότι ενδεχόμενη υπερβολική κατανάλωση σε ορισμένη περίοδο δεν εξισορροπείται με μειωμένες καταναλώσεις σε προηγούμενη ή επόμενη περίοδο, έτσι ώστε η χρέωση να λειτουργεί ως κίνητρο για ορθολογική κατανάλωση ύδατος. Ο πάροχος υποχρεούται στην καταμέτρηση της κατανάλωσης ύδατος τουλάχιστον τρεις φορές κατ’ έτος. Στην περίπτωση που μέρος του δικτύου έχει εγκατεστημένους έξυπνους μετρητές, η συχνότητα καταμέτρησης δύναται να μειώνεται σε μία φορά ανά έτος.
Ο προσδιορισμός των τιμολογίων γίνεται κατά τρόπο ώστε τα έσοδα των παρόχων από την δραστηριότητα παροχής των υπηρεσιών ύδατος για αγροτική χρήση, να ανακτούν το κόστος παροχής της υπηρεσίας. Για τον προσδιορισμό τους δύναται να λαμβάνεται υπόψιν η βιωσιμότητα των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην περιοχή και τυχόν ειδικές συνθήκες λόγω καταστάσεων έκτακτων αναγκών ή ανωτέρας βίας.
Ο τρόπος τιμολόγησης των τελικών χρηστών πραγματοποιείται με μικτό σύστημα χρέωσης. Τα τέλη βάσει της μεθόδου αυτής αποτελούνται από ένα σταθερό τέλος και ένα μεταβλητό τέλος ανά μονάδα όγκου ύδατος, το οποίο αυξάνεται με την αύξηση της κατανάλωση ύδατος αποτελώντας κίνητρο για τη μείωση αυτής. Για τον προσδιορισμό του μεταβλητού τέλους δύναται να λαμβάνεται υπόψη το είδος της αγροτικής εκμετάλλευσης και η συγκριτική αξιολόγηση ομοειδών αγροτικών εκμεταλλεύσεων, στην βάση των επιδόσεων τους ως προς την ορθολογική χρήση του ύδατος (π.χ. βάσει ορθών γεωργικών πρακτικών).
Το σταθερό τέλος αφορά στο κόστος διοίκησης του παρόχου υπηρεσιών ύδατος για αγροτική χρήση και εφαρμόζεται ανά στρέμμα καλλιέργειας.
Τα μεταβλητά τέλη ανά κυβικό μέτρο εφαρμόζονται στους χρήστες ανάλογα με την μετρηθείσα ποσότητα του ύδατος που χρησιμοποιήθηκε.
newsit.gr