Σε συνέντευξή του στην Εφημερίδα των Συντακτών ο υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Νίκος Φίλης, αναφέρθηκε για τις αλλαγές στο μάθημα των Θρησκευτικών και την κόντρα που έχει ξεσπάσει μεταξύ κυβέρνησης και Εκκλησίας αλλά και για το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών.
Συγκεκριμένα, ερωτηθείς να σχολιάσει τις αλλαγές στα νέα Προγράμματα Σπουδών, όσον αφορά το μάθημα των θρησκευτικών ο κ. Φίλης επισήμανε:
«Η εφαρμογή των νέων προγραμμάτων για τα θρησκευτικά είναι αποτέλεσμα τριετούς πιλοτικής διδασκαλίας και αξιολόγησης και ήρθε η ώρα να επεκταθούν σε όλα τα σχολεία και στο τέλος του χρόνου να αξιολογηθούν από το ΙΕΠ, όπως συμβαίνει με όλα τα μαθήματα. Τα Θρησκευτικά είναι ένα μάθημα όπως όλα τα άλλα που θέλουμε να βελτιώσουμε. Αυτή την κανονικότητα άλλοι επιχείρησαν να την καταστήσουν επίκεντρο μιας δημόσιας αντιπαράθεσης».
Όσον αφορά την επιστολή του Αρχιεπισκόπου προς τον πρωθυπουργό και τους αρχηγούς των κομμάτων για τις αλλαγές στο μάθημα των Θρησκευτικών ο υπουργός Παιδείας αρνήθηκε να το σχολιάσει λέγοντας: «Δεν θέλω επί του παρόντος να σχολιάσω μια επιστολή που δεν εστάλη σε μένα. Σέβομαι τον Αρχιεπίσκοπο. Περιμένω τη συνεδρίαση της ιεραρχίας την άλλη βδομάδα».
«Γενικότερα, πάντως, πιστεύω ότι την περίοδο της κρίσης η Εκκλησία με το φιλανθρωπικό της έργο, που είναι άλλωστε και η πρώτη εντολή του Χριστού, έχει θετικό ρόλο. Θα ήταν λάθος η Εκκλησία να εισβάλει και πάλι στην πολιτική, όπως συνέβη την εποχή του Χριστόδουλου χωρίς τότε να ωφεληθεί ούτε η ίδια ούτε η κοινωνία. Η εποχή της «δεξιάς του Κυρίου» έχει παρέλθει… Ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης μπορούμε να συζητήσουμε με όρους κοινωνικής ενότητας, τη διευκρίνιση των ρόλων Εκκλησίας -Κράτους,» δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Φίλης.
Για την αντίδραση των ΑΝΕΛ πάνω στο ζήτημα των θρησκευτικών ο υπουργός Παιδείας επισήμανε πως «την ευθύνη για την εκπαίδευση την έχουν τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας, το ΙΕΠ και του υπουργείου. Από την ομιλία του κ. Π. Καμένου στη Βουλή κατάλαβα ότι είναι πειστικές οι εξηγήσεις που έχουν δοθεί».
Ερωτηθείς ο κ. Φίλης για το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών και τις κατηγορίες που απευθύνουν αντιπολίτευση και τα κανάλια για το διαγωνισμό αλλά και για όσα ήρθαν στη δημοσιότητα για τον επιχειρηματία Καλογρίτσα και την Τράπεζα Αττικής ο κ. Φίλης είπε:
«Μετά από 27 χρόνια τελείωσε το καθεστώς της ασυδοσίας με τις λεγόμενες «προσωρινές» άδειες. Τα κανάλια αδειοδοτήθηκαν με διαφανή και αντικειμενικό τρόπο που αποφέρει στο δημόσιο ταμείο περίπου 250 εκατ. ευρώ τα οποία θα κατευθυνθούν στην ενίσχυση του χειμαζόμενου κοινωνικού κράτους. Για πρώτη φορά η κυβέρνηση δεν λειτούργησε με στερεότυπα τύπου παλιάς ή νέας διαπλοκής. Ορισμένοι έσπευσαν να κατηγορήσουν την κυβέρνηση ότι ήθελε να κλείσει τον ΣΚΑΪ κι ότι ήθελε να στήσει τον ΣΥΡΙΖΑ channel με τον Καλογρίτσα.
Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δικαιώνει την κυβέρνηση καθώς αναγνωρίζεται ότι υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν να ολοκληρωθεί άμεσα ο διαγωνισμός. Η καταβολή της α’ δόσης από τους υπερθεματιστές επισφραγίζει το αποτέλεσμα του διαγωνισμού.
Τα επόμενα βήματα για την διασφάλιση του δικαιώματος των πολιτών στην ενημέρωση είναι δύο: Το πρώτο είναι η συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), που δεν έχει καταστεί δυνατή εξαιτίας της επιλογής της ΝΔ να παρεμποδίσει την αδειοδότηση των καναλιών, Και το δεύτερο είναι η περαιτέρω αναβάθμιση του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα, της ΕΡΤ, που η ποιότητα και η λαϊκότητα του μπορούν να διαμορφώσουν υψηλά standards και για τον ιδιωτικό τομέα».
Ο υπουργός Παιδείας σχολίασε την στάση της ΝΔ να ζητά εκλογές και να έχει αποκλείσει κάθε πιθανότητα συναίνεσης σε σημαντικά θέματα λέγοντας χαρακτηριστικά:
«H ηγεσία Μητσοτάκη καθημερινά αποκαλύπτεται: πόσο επικίνδυνη είναι για τον λαό και πόσο ανεπαρκής για τη ΝΔ. Για άλλη μια φορά, η πρόσφατη συζήτηση στη Bουλή για την Παιδεία επιβεβαίωσε ότι ο κ. Μητσοτάκης είναι κυνικά νεοφιλελεύθερος χωρίς να μάλιστα να γνωρίζει τα θέματα επί της ουσίας. Με τέτοια «προπόνηση» δεν αντέχει να περιμένει, όταν μάλιστα ξετυλίγεται το κυβερνητικό έργο τόσο στον τομέα των διαπραγματεύσεων για την έξοδο της χώρας από την κρίση και την Επιτροπεία όσο και για την συγκρότηση του κοινωνικού κράτους και την αλλαγή της πιεστικής καθημερινότητας των πολιτών..
Στον ευαίσθητο χώρο της Παιδείας είναι αναγκαίες οι συναινέσεις αφού πρώτα διατυπωθούν οι διαφορετικές προγραμματικές στοχεύσεις.
Φέτος προχωρήσαμε σε ώριμες αλλαγές στα ωρολόγια προγράμματα από το Νηπιαγωγείο μέχρι το Γυμνάσιο. Για τα λύκεια, που η αναμόρφωσή τους συνδέεται με τον νέο τρόπο εισαγωγής των παιδιών στα πανεπιστήμια προτείναμε η Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, η οποία, πρέπει, αξιοποιώντας το πόρισμα της Επιτροπής Διαλόγου, να καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα».
Ο κ. Φίλης κλήθηκε επίσης να σχολιάσει για το πόσο κοντά βρισκόμαστε στη διευθέτηση του χρέους αλλά και τι σηματοδοτεί για το ΣΡΙΖΑ το προσεχές συνέδριο. «Δεν πρόκειται για αφήγημα, αλλά πολιτικό σχέδιο που συζητείται από τους θεσμούς και μπορεί να υπάρξει θετική έκβαση αναλόγως των ευρωπαϊκών εξελίξεων», είπε.
«Η δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι προγραμματικά εκπροσωπεί τους μεγάλους χαμένους της κρίσης-τους φτωχούς, τους ξεπεσμένους μεσαίους, του άνεργους και ιδιαίτερα τους νέους άνεργους, τα εκατοντάδες χιλιάδες νέα παιδιά που αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα από τα προσωπικά-κοινωνικά αδιέξοδα που ορθώνονται από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Αυτούς πρέπει να έχουμε υπόψη μας κάθε φορά που συναντιόμαστε με τους θεσμούς. Σε όλον αυτόν τον κόσμο να μιλάμε με ειλικρίνεια ώστε να μην αιφνιδιάζονται όπως συνέβη πχ με πολλούς συνταξιούχους. Όλος αυτός ο κόσμος των μη προνομιούχων και καταφρονεμένων συγκροτεί τη ραχοκοκαλιά του προοδευτικού κοινωνικού-πολιτικού μπλοκ που αντιτίθεται στο μπλοκ του νεοφιλελευθερισμού και γύρω του αναλόγως της έκβασης της ανάπτυξης μπορεί να συγκροτηθεί μια μεγάλη κοινωνική συμμαχία.
Με δεδομένη μάλιστα την κρίση του κεντρώου χώρου, χρειάζεται να δημιουργηθούν θεσμοί διαλόγου ή και κοινής δράσης, με προοδευτικές πολιτικές κινήσεις και προσωπικότητες που αντιτίθενται στη δορυφοριοποίησή τους προς τη Ν.Δ. Και βεβαίως να έχουμε συνείδηση ότι η αναγκαία αλλαγή πορείας της Ελλάδας σε μεγάλο βαθμό συναρτάται με τη αλλαγή πορείας στην Ευρώπη, όπου πρέπει να αναζητήσουμε τολμηρές συνεργασίες, δυστυχώς σε μια περίοδο εθνικιστικών αναδιπλώσεων».