Πριν από 77 χρόνια, στις 6 Φεβρουαρίου ο θρύλος της ρέγκε μουσικής, Μπομπ Μάρλεϊ, γεννιέται σ’ ένα μικρό χωριό το Nine Mile, του Saint Ann Parish στη Τζαμάικα.
Ήταν η μέρα που σηματοδότησε τον ερχομό ενός κορυφαίου καλλιτέχνη που ξεπέρασε κάθε φυλετικό και κοινωνικό όριο, αφού κατάφερε με τη μουσική του να αγγίξει τις καρδιές του κοινού.
Με τραγούδια όπως τα “I Shot the Sheriff”, “No Woman, No Cry”, “Three Little Birds”, “Exodus”, “Could You Be Loved”, “Jamming”, “Redemption Song” και “One Love”, η μεταθανάτια συλλογή του Legend (1984) πούλησε τα περισσότερα αντίτυπα στην ιστορία της ρέγκε μουσικής —περισσότερα από 12 εκατομμύρια.
Με αφορμή λοιπόν τα 77 χρόνια από τη γέννηση του ξεχωριστού καλλιτέχνη της ρέγκε μουσικής σκηνής, ας θυμηθούμε τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής του και της καλλιτεχνικής του διαδρομής.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ (Bob Marley) γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1945. Το πλήρες όνομά του ήταν Νέστα Ρόμπερτ Μάρλεϊ. Ένας τζαμαϊκανός υπάλληλος της υπηρεσίας διαβατηρίων θα του αλλάξει στη συνέχεια το πρώτο με το μεσαίο του όνομα. Ο πατέρας του, Norval Sinclair Marley, (γεννημένος το 1895) ήταν λευκός Τζαμαϊκανός με αγγλική καταγωγή, που ζούσε στο Λίβερπουλ. Ο Norval ήταν ναυτικός αξιωματούχος, καπετάνιος και επιθεωρητής φυτειών, όταν γνώρισε και παντρεύτηκε την Σεντέλα Μπούκερ (1926- 2008), μια μαύρη Τζαμαϊκανή μόλις δεκαεννιά χρόνων τότε. Ο Norval παρείχε οικονομική υποστήριξη στη γυναίκα και το παιδί του, αλλά σπάνια τους έβλεπε, λόγω των συχνών μακρινών ταξιδιών του. Το 1955, όταν ο Μάρλεϊ ήταν 10 χρόνων, ο πατέρας του πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 60 ετών. Ο Μάρλεϊ ήταν θύμα ρατσισμού στην παιδική του ηλικία λόγω της ανάμεικτης καταγωγής του και ήρθε αντιμέτωπος με ερωτήσεις για τη φυλετική του ταυτότητα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Κάποτε δήλωσε:
Δεν είμαι προκατειλημμένος απέναντι του. Ο πατέρας μου ήταν λευκός και η μητέρα μου μαύρη. Με φωνάζουν μιγά ή κάπως έτσι. Δεν είμαι σε καμία πλευρά. Ούτε στη μαύρη, ούτε στη λευκή. Είμαι στου Θεού την πλευρά, Αυτού που με έπλασε και με έκανε να προέρχομαι από τη μαύρη και τη λευκή.
Σε ηλικία 14ων ετών, εγκατέλειψε το σχολείο και άρχισε να δουλεύει ως βοηθός οξυγονοκολλητή. Τις ελεύθερες ώρες του έπαιζε μουσική με τον φίλο του Νέβιλ «Μπάνι» Λίβινγκστον (γνωστότερο αργότερα ως Μπάνι Γουέιλερ) και τον Τζο Χιγκς, έναν εκκολαπτόμενο τραγουδιστή και μέλος του κινήματος των Ρασταφάρι, ένα περίεργο κράμα από βιβλικές προφητείες, φιλοσοφία της επιστροφής στη φύση και μαύρου εθνικισμού, που αποθεώνει τη λατρεία της μαριχουάνας και τη νοσταλγία επιστροφής στην Αφρική. Στην παρέα προστέθηκε και ο νεαρός Πίτερ Μάκιντος (γνωστός αργότερα ως Πίτερ Τος). Το 1962 ο Μάρλεϊ ηχογράφησε τα δύο πρώτα του σινγκλ Judge Not και One Cup of Coffee, που πέρασαν απαρατήρητα και τα γνωρίσαμε από τις μεταθανάτιες συλλογές τραγουδιών του.
Το 1963, οι Μάρλεϊ, Λίβινγκστον και Μάκιντος σχημάτισαν ένα γκρουπ, που έπαιζε σκα και ροκστίντι μουσική (πρώιμες μορφές ρέγγε), με την ονομασία The Teenagers. Έπειτα από συνεχείς αλλαγές, το συγκρότημα κατέληξε στην ονομασία The Wailers. H επιτυχία δεν ήρθε και ο Μάρλεϊ αναγκάσθηκε να μετακομίσει με τη γυναίκα του Ρίτα Άντερσον στο σπίτι της πεθεράς του στο Ντελαγουέρ των ΗΠΑ, όπου δούλεψε ως εργάτης στη χημική βιομηχανία Ντιπόν και την αυτοκινητοβιομηχανία Κράισλερ.
Η μισθωτή εργασία δεν τον ενθουσίασε και το 1967 επέστρεψε στο νησί για να ασχοληθεί και πάλι με τη μουσική. Τότε έγινε μέλος του κινήματος των Ρασταφάρι και υιοθέτησε τα χαρακτηριστικά κοτσιδάκια (dreadlocks), που έγιναν το σήμα κατατεθέν του και αργότερα παγκόσμια μόδα.
Από το 1968 έως το 1972 οι Γουέιλερς ξαναηχογράφησαν κάποια από τα παλιά τους κομμάτια, εμπορικοποίησαν τον ήχο τους και χτύπησαν τις πόρτες των δισκογραφικών εταιρειών. Το 1972 κυκλοφόρησε το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο Catch A Fire (Stir It Up, Kinky Reggae), που κινήθηκε καλά. Ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε το Burnin’ με τραγούδια όπως τα Get Up, Stand Up και το I shot the Sheriff, που έγινε παγκόσμια επιτυχία στη διασκευή του Έρικ Κλάπτον και βοήθησε στην εκτόξευση της δημοτικότητας του Μπομπ Μάρλεϋ.
Το 1974 οι Γουέιλερς διαλύθηκαν, λόγω διαφωνιών. Οι Λίβινγκστον και Μάκιντος ακολούθησαν σόλο καριέρα, ο πρώτος ως Μπάνι Γουέιλερ και ο δεύτερος ως Πίτερ Τος. Ο Μάρλεϊ κράτησε το όνομα του συγκροτήματος και εμφανιζόταν ως Μπομπ Μάρλεϊ και Γουέιλερς με μουσικούς, όπως οι αδελφοί Κάρλτον και Άστον Μπάρετ στο ρυθμικό τμήμα και οι Τζούνιορ Μάρβιν και Αλ Άντερσον στις κιθάρες. Τους συνόδευε πάντα στα φωνητικά το γυναικείο τρίο I Threes, που το αποτελούσαν η γυναίκα του Μάρλεϊ, Ρίτα, η Μάρσια Γκρίφιθς και η Τζούντι Μόουατ.
Το 1975 σημειώνει την πρώτη παγκόσμια επιτυχία του με το τραγούδι No Woman, No Cry από το άλμπουμ Natty Dread. Τον επόμενο χρόνο το Rastaman Vibration γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ και παραμένει για τέσσερεις εβδομάδες στα δέκα πρώτα άλμπουμ του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών. Τώρα, ο Μπομπ Μάρλεϊ είναι ένας καλλιτέχνης παγκοσμίου βεληνεκούς, με γεμάτες συναυλίες όπου κι αν εμφανίζεται. Η ρέγκε (ένα κράμα σκα, ρυθμ εντ μπλουζ και ροκ, μια μουσική νευρώδης και ράθυμη συγχρόνως) γίνεται παγκόσμια μουσική γλώσσα και επηρεάζει πολλούς καλλιτέχνες σε κάθε σημείο του πλανήτη.
Το Δεκέμβριο του 1976 ο Μάρλεϊ επιστρέφει με δόξα και τιμή στην Ιαμαϊκή για να συμβάλει στην εκτόνωση των πολιτικών συγκρούσεων, αλλά παραλίγο να χάσει τη ζωή του, όταν άγνωστοι αποπειρώνται να τον δολοφονήσουν. Εγκαταλείπει άρον-άρον το νησί και εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου ηχογραφεί δύο άλμπουμ, το Exodus (Exodus, Waiting in Vain, Jammin’, One Love) και το Kaya (Is this Love, Sun is shinning). To 1978 επιστρέφει στην πατρίδα του και διοργανώνει μια συναυλία πολιτικής συμφιλίωσης, που έμεινε στην ιστορία ως One Love Peace Concert.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το διπλό «ζωντανό» άλμπουμ Babylon by Bus και το πολιτικά φορτισμένο Survival, με τραγούδια όπως τα Zimbabwe, Africa Unite, Wake Up and Live και Survival. Το 1980, το Uprising είναι το πιο θρησκευτικό του άλμπουμ, που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του. Περιείχε τραγούδια όπως τα Redemption Song και Forever Loving Jah.
Τον Ιούλιο του 1977, ο Μάρλεϊ ένοιωσε ενοχλήσεις στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού. Υποβλήθηκε σε εξετάσεις και οι γιατροί διέγνωσαν κακοήθες μελάνωμα. Του ζήτησαν να προχωρήσουν σε ακρωτηριασμό του δαχτύλου του για να σώσουν τη ζωή του, αλλά αυτός αρνήθηκε, επειδή του το απαγόρευαν οι πεποιθήσεις του ως Ρασταφάρι. Επιπροσθέτως, αρνήθηκε να συντάξει διαθήκη για να διευθετήσει τα περίπλοκα περιουσιακά του, καθότι είχε αποκτήσει 12 παιδιά από 8 διαφορετικές γυναίκες. Το απαγόρευε και αυτό ο Ρασταφαριανισμός.
Ο καρκίνος γρήγορα εξαπλώθηκε στα ζωτικά του όργανα. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1980 έδωσε την τελευταία του συναυλία στο Πίτσμπουργκ. Βρισκόταν ένα βήμα από τον θάνατο όταν κάλεσε ένα διάσημο Γερμανό γιατρό για να τον θεραπεύσει. Ο καρκίνος βρισκόταν στο τελευταίο του στάδιο και ο Μπομπ Μάρλεϊ πέρασε στην αιωνιότητα το πρωί της 11ης Μαΐου 1981 σε νοσοκομείο του Μαϊάμι.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ τραγούδησε τον έρωτα, την αγάπη, αλλά και την καταπίεση των μαύρων από τους λευκούς. Βρέθηκε στη δίνη των πολιτικών αντιπαραθέσεων στην πατρίδα του, με μια εις βάρος του απόπειρα δολοφονίας. Όμως, γρήγορα έγινε λαϊκό είδωλο και η ημερομηνία γέννησής του τιμάται ως Εθνική Εορτή στη Τζαμάικα. Πολλά του οφείλουν οι καλλιτέχνες της ραπ, ενώ κάποιοι μουσικοκριτικοί δεν διστάζουν να τον αποκαλέσουν «Νονό του Χιπ-Χοπ», εκτός βεβαίως από «Βασιλιά της Ρέγκε», τίτλος που του ανήκει δικαιωματικά. Το άλμπουμ Legend, που κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά τον θάνατό του και περιέχει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του έχει γίνει 10 φορές πλατινένιο, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 12 εκατομμύρια αντίτυπα (2008).