Ικανοποίηση στην κυβέρνηση από τις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ που δείχνουν υποχώρηση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας ίση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο
Συγκρατημένα χαμόγελα αισιοδοξίας προκάλεσαν στην κυβέρνηση οι ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ σύμφωνα με τις οποίες η ύφεση στη χώρα μας το 2ο τρίμηνο της χρονιάς (Απρίλιος – Ιούνιος) έφτασε το 15,2%.
Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα υψηλό ποσοστό, το οποίο, ωστόσο, αφενός κινείται μέσα στις προβλέψεις του οικονομικού επιτελείου και, αφετέρου, δημιουργεί βάσιμες προσδοκίες ότι συνολικά η ετήσια υποχώρηση του ΑΕΠ της Ελλάδας θα είναι σε επίπεδο μονοψήφιου ποσοστού και πιθανότατα θα κυμανθεί κάτω από το 8% που είχε υπολογίσει πολύ από πολύ νωρίς η κυβέρνηση.
Ήδη από τις 30 Απριλίου το υπουργείο Οικονομικών στην έκθεση που υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (μετά τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του κορωνοϊού) είχε προβλέψει ετήσια ύφεση -7,9%. Και καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ, η ύφεση το 1ο τρίμηνο ήταν -0,5% και το 2ο τρίμηνο (το τρίμηνο του lockdown) ήταν -15,2%, η ετήσια ύφεση για το 1ο εξάμηνο διαμορφώνεται στο -7,9% που βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο των προβλέψεων που έγιναν από την κυβέρνηση.
Από τη Θεσσαλονίκη, όπου βρέθηκε την Πέμπτη ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να προετοιμάσει τις ανακοινώσεις της οικονομικής πολιτικής που θα κάνει το επόμενο Σαββατοκύριακο, αναγνώρισε ότι το ποσοστό υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας είναι μεγάλο. «Γνωρίζουμε τις δυσκολίες που έχουμε ακόμα μπροστά μας και δεν ωραιοποιούμε τις καταστάσεις», ανέφερε.
Ο πρωθυπουργός επεσήμανε επίσης ότι η ύφεση στην Ελλάδα κατά το δεύτερο τρίμηνο βρίσκεται στο μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης (-15%) και είναι χαμηλότερη από εκείνη που παρατηρείται σε μεγάλες χώρες, όπως η Ισπανία (-22,1%), η Γαλλία (-19%), η Ιταλία (17,3%) και η Πορτογαλία (-16,3%).
Σύμφωνα με τις ενδιάμεσες εκτιμήσεις της Eurostat, ο μέσος όρος της ύφεσης στην Ευρωζώνη το 2ο τρίμηνο ήταν -15,0% και στην Ε.Ε. -14,1%. Συνεπώς, το 2ο τρίμηνο η ελληνική οικονομία βρίσκεται στα επίπεδα του μέσου όρου της Ευρωζώνης, κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε., αισθητά χαμηλότερη ύφεση από ο,τι στην Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Πορτογαλία.